Μιλούμε για το μνημόνιο, ενώ στην ουσία έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικά μνημόνια. Τρία χρόνια ήδη, αυτή εδώ η χώρα ταλαιπωρείται από μια αυστηρή μονεταριστική αρχή, η οποία εκφράζεται από το πρώτο μνημόνιο, αυτό που εφαρμόζουμε. Το δεύτερο είναι αυτό των αποκρατικοποιήσεων, της διοικητικής μεταρρύθμισης και της δημιουργίας θεσμών κράτους πρόνοιας, το οποίο και δεν εφαρμόζουμε. Εφαρμόζοντας μόνο το πρώτο, των οριζόντιων δημοσιονομικών περικοπών, η Ελλάδα συνεχώς βυθίζεται στην ύφεση. Αυτό το πρώτο μνημόνιο, ενώ αρχικά μειώνει τα ελλείμματα, δημιουργεί συνθήκες μακροπρόθεσμης αύξησής τους. Γιατί μειώνοντας μόνο τους μισθούς και αφήνοντας όλα τα άλλα ίδια, αυξάνουμε μέσο και μακροπρόθεσμα τις αιτίες που προκάλεσαν τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Θα προσπαθήσω να το αιτιολογήσω.
Πολλοί θεωρούν πως η τρόικα, αλλά πριν και πάνω απ’ αυτήν η γερμανική ηγετική ελίτ και τα οικονομικά δόγματα που κυριαρχούν σ’ αυτή τη χώρα, εφαρμόζουν έναντι της Ελλάδας μια τιμωρητική αντίληψη. Δυστυχώς όμως στην Ελλάδα δεν εφαρμόζεται έστω μια λαθεμένη θρησκευτική αντίληψη για την οικονομία, αλλά μια εντελώς αποτυχημένη οικονομική συνταγή. Το πρόβλημα φυσικά και δεν είναι ηθικό, είναι πρόβλημα αφενός αδυναμίας της ελληνικής πλευράς να εφαρμόσει το δεύτερο μνημόνιο που αφορά τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και αφετέρου, συνδέεται με την πίεση των δανειστών για την εφαρμογή τέτοιων δημοσιονομικών μέτρων, που δεν δίνουν ανάσες για να εφαρμοσθούν οι μεταρρυθμίσεις.
Η τρόικα ξεκινάει από το προφανές. Βλέπει το πρόβλημα που είναι τα ελλείμματα και θεωρεί πως η αυτονόητη λύση του, είναι η μείωσή τους. Η Ελλάδα όμως έχει ήδη μειώσει το πρωτογενές έλλειμμά της στα 4 δις από 23 δις που ήταν το 2009. Ισχυρίζομαι πως αν συνεχισθούν οι περικοπές μισθών και συντάξεων, όχι μόνο δεν θα μηδενισθεί το πρωτογενές έλλειμμα, αλλά θα αρχίσει να αυξάνει και πάλι. Γιατί σε συνθήκες μακροχρόνιας ύφεσης (5 χρόνια ήδη), η ασταμάτητη εφαρμογή οριζόντιων περιοριστικών πολιτικών αυξάνει και δεν μειώνει- ποσοστιαία, αν όχι και σ’ απόλυτους αριθμούς- τα ελλείμματα.
Η οικονομική αντίληψη που κυριαρχεί στις ευρωπαϊκές ελίτ είναι πως τα ελληνικά ελλείμματα οφείλονται στη μείωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της, λόγω αύξησης των μισθών και των κρατικών δαπανών. Στην Ελλάδα έγινε το ανάποδο. Μετά την είσοδό της στο ευρώ, μειώθηκε δραστικά το κόστος δανεισμού της χώρας και αυτό οδήγησε σε σπατάλες που δεν δικαιολογούνταν πρωτίστως από το επίπεδο ανταγωνισμού των προϊόντων και των υπηρεσιών της και δευτερευόντως των μισθών της.
Αντί να χρησιμοποιηθεί το χαμηλό κόστος δανεισμού για να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο, χρησιμοποιήθηκε για την ισχυροποίηση του συντεχνιασμού και την αναπαραγωγή του. Τώρα πλέον, η ασφυκτική δημοσιονομική πειθαρχία που επιβάλλεται στη χώρα, δεν επιτρέπει να γίνουν εκείνες οι αναδιανομές από το κράτος των συντεχνιών προς το κράτος των παρεχόμενων ποιοτικών υπηρεσιών στους τομείς της κοινωνικής πρόνοιας.
Η στρεβλή πορεία της χώρας νομιμοποιούνταν στο όνομα της προάσπισης των δημόσιων αγαθών, όπου ως τέτοια θεωρούνταν αυτά τα αγαθά που παράγονταν από το κράτος και όχι αυτά τα αγαθά που η διανομή τους υπόκειται σε αυστηρούς δημόσιους ελέγχους. Αυτή η σκοπίμως διαστρεβλωμένη αντίληψη για το τι σημαίνει δημόσιο αγαθό, λειτούργησε ως ιδεολογικός μηχανισμός νομιμοποίησης του συντεχνιακού κράτους.
Η Ελλάδα όμως χρειάζεται όχι απλώς να μειώσει τις δαπάνες της, αλλά να αλλάξει ριζικά το χαρακτήρα τους. Χρειάζεται να περιοριστούν δραστικά οι δαπάνες του κράτους-βιομήχανου και πελάτη του παρασιτικού ιδιωτικού τομέα και να αυξηθούν οι δαπάνες για το κοινωνικό κράτος. Δαπάνες που λόγω του μη παρασιτικού τους χαρακτήρα θα αναστείλουν την ύφεση και θα μεγεθύνουν την ανάπτυξη και το ΑΕΠ. Αντί να κλείνουν ιδρύματα, νοσοκομεία, σχολεία, μουσεία κ.λπ., χρειάζεται άμεσα να απαλλαγεί το κράτος από δαπάνες που δεν του χρειάζονται, όπως αυτές για τον κρατικό τραπεζικό τομέα, την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και τις άλλες κρατικές βιομηχανικές δαπάνες,
Πρέπει όμως να συντριβεί και ένας καθαρά ελληνικός μύθος, ο οποίος δηλοί πως ο ιδιωτικός τομέας υποφέρει λόγω του μεγάλου κράτους. Στην Ελλάδα, ο υγιής ιδιωτικός τομέας υποφέρει από το συντεχνιακό και όχι το μεγάλο κράτος, από το οποίο όμως ζούσε πολύ καλά ο παρασιτικός ιδιωτικός τομέας, αφού αυτός ο δεύτερος στηρίζονταν στο κράτος-βιομήχανο και πελάτη των προμηθειών του. Άρα οι απολύσεις στον ιδιωτικό τομέα δεν οφείλονται στο ότι δεν γίνονται απολύσεις στο δημόσιο, όπως κάθε λίγο και λιγάκι ζητούν κάποιοι που φαντάζονται πως είναι φιλελεύθεροι και υπέρ της ελεύθερης αγοράς, αλλά στο γεγονός πως βρίσκεται σε κρίση το συντεχνιακό κράτος. Αν υπήρχε ένα ισχυρό κράτος υπηρεσιών στον τομέα της πρόνοιας, το κόστος δεν θα ήταν τόσο μεγάλο για τον ιδιωτικό τομέα. Το αδύναμο κράτος υπηρεσιών επιβαρύνει το μη μισθολογικό κόστος στην ιδιωτική παραγωγή και την ίδια την ανταγωνιστικότητά της .
Άρα η λύση δεν βρίσκεται στις γενικευμένες απολύσεις στο δημόσιο (15.000 τώρα, όπως κραυγάζουν μερικοί «φιλελεύθεροι»), αντιθέτως εκεί κρύβεται ο διάβολος της βαθύτερης ύφεσης, ούτε βεβαίως στην οριζόντια και γενική μείωση των δαπανών. Αυτές οι δύο λύσεις, είναι ο δρόμος που θα βαθύνει ακόμη περισσότερο την ύφεση. Η λύση βραχυπρόθεσμα βρίσκεται στην αναδιανομή των δαπανών από το κράτος-βιομήχανο, προς το κράτος-υπηρέτη των πολιτών και μεσο-μακροπρόθεσμα σ’ επενδυτικά σχέδια που θα αναδιατάσσουν τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και φυσικά στην παράταση του προγράμματος εξυγίανσης της ελληνικής οικονομίας. Μπορούμε να πείσουμε τους δανειστές μας για κάτι τέτοιο;