«Αντί να απασχολούμαστε με το ανύπαρκτο δίλημμα αν πρέπει ή όχι να εγκαταλείψουμε την Ευρωζώνη, θα πρέπει να σκύψουμε πάνω στο κεντρικό πρόβλημα, την αποφασιστική αντιμετώπιση της υστέρησής μας». Το λέει ο Κ. Σημίτης στο πρόσφατο άρθρο του στο «Βήμα», που αναδημοσίευσε η «Μεταρρύθμιση». Αλλάζοντας, ίσως, τις λέξεις «απασχολούμαστε» (με «ασχολούμαστε») και «ανύπαρκτο» (με «άγονο»), θα συνυπέγραφα πλήρως. Αλλά θα πρόσθετα: για να αντιμετωπίσουμε την υστέρησή μας, οφείλουμε να γνωρίζουμε πού ακριβώς βρίσκεται και πώς αλλάζει η Ευρώπη, ώστε να βοηθήσουμε να αλλάξει κι άλλο.
Θα έλεγα ότι αυτή τη στιγμή λαμβάνουν χώρα τρεις δομικές εξελίξεις, που αφορούν και οι τρεις, και διαμορφώνουν ήδη, μια «αλλαγή ευρωπαϊκού μοντέλου». Αγγίζουν α) τη σύνθεση της Ευρωζώνης, την είσοδο και έξοδο από αυτή, καθώς και τη σχέση των εντός με τους εκτός, β) την οικονομική πολιτική, αλλά και το «οικονομικό παράδειγμα» της Ένωσης γενικότερα, γ) τον προσδιορισμό, ίσως και επαναπροσδιορισμό, της έννοιας της «αλληλεγγύης».
Η συζήτηση για την Ευρωζώνη: είναι βέβαιο ότι η «ελληνική περίπτωση», ιδίως μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου, έφερε στο προσκήνιο ένα μεγάλο ταμπού, τη δυνατότητα εξόδου, εθελούσιας ή εξαναγκασμένης, μιας χώρας από το ευρώ. Όποιοι λένε ότι δεν συζητείται το ενδεχόμενο, δεν αναλύονται οι νομικές δυνατότητες και δεν ζυγίζονται τα υπέρ και τα κατά, λένε ψέματα. Όσοι ισχυρίζονται ότι η συζήτηση είναι μόνο θεωρητική, γιατί το θέμα της δεν καλύπτεται από το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο (τις Συνθήκες) και οι Συνθήκες δεν μπορούν να αλλάξουν, απλώς δεν γνωρίζουν πώς δουλεύει η Ευρώπη και οι νομικές υπηρεσίες της: βρίσκοντας τρόπους να γίνει αυτό που πολιτικά προκρίνεται (δεν χρειάζεται να ψάξουμε πολύ για να θυμηθούμε ότι ούτε η «σωτηρία» της Ελλάδας, ούτε οι διάφοροι μηχανισμοί βοήθειας προβλέπονταν). Όσοι πιστεύουν πως το αποτέλεσμα έχει κριθεί ή ότι οι συσχετισμοί δυνάμεων είναι δεδομένοι, υποτιμούν την πρωταρχική σημασία που θα έχει η ελληνική στάση, οι ελληνικές εκλογές και η ελληνική, μετά την 6η Μαΐου, διακυβέρνηση. Ανάλογα με το πώς θα «λυθεί» τελικά η σχέση της Ελλάδας με την Ευρωζώνη, θα επηρεαστεί και η αντίστοιχη των άλλων χωρών υπό Μνημόνιο (ιδίως της Πορτογαλίας), η τύχη και το είδος της «βοήθειας» προς τους μεγάλους αδύναμους κρίκους (Ισπανία κυρίως και Ιταλία), καθώς και η σχέση με τις εξαρχής εκτός ευρώ χώρες (και ιδίως με τη Μεγάλη Βρετανία, που μένει και εκτός Δημοσιονομικού Συμφώνου).
Η συζήτηση για την οικονομία: μετά την πάγκοινη –αλλά τόσο καθυστερημένη- παραδοχή για την ανάγκη «ανάπτυξης», η εκλογή Ολάντ, κυρίως, αλλά και η εσωτερική αποδυνάμωση της Καγκελαρίου Μέρκελ, καθώς και η απότομη αναζωπύρωση του «κινδύνου Ελλάς» (για την εξουδετέρωση του οποίου δημιουργήθηκε και, θεωρητικά, πέτυχε το PSI), έχουν πια θέσει τις βάσεις και για πρακτικά βήματα.
– Θα υπάρξει «εωρωομόλογο» (στην αρχή μόνο «έργου»), όπως ουσιαστικά ανήγγειλαν τόσο ο Μπαρόζο, όσο και ο Μόντι (η κρυφή αλλά μεγάλη δύναμη πίσω από τις εξελίξεις αυτής της κατηγορίας).
– Θα βρεθούν τρόποι για εκτός υπαρχόντων κοινοτικών προγραμμάτων αναπτυξιακή βοήθεια, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις άλλες χώρες με μεγάλη ύφεση και ανεργία, σύμφωνα με σχέδια που επεξεργάζεται όχι μόνο η Επιτροπή, αλλά και η γερμανική κυβέρνηση.
– Θα προωθηθεί η «οικονομική διακυβέρνηση», δηλαδή η συνεννόηση και ο από κοινού σχεδιασμός σε μακρο-οικονομικό επίπεδο, τώρα που σπάει εκ των πραγμάτων η γερμανική μονοκρατορία και ο γερμανο-γαλλικός «άξονας» όπως τον ξέραμε.
Τέλος, από την έκβαση της συζήτησης για την αλληλεγγύη, που παράλληλα διεξάγεται, έστω και έμμεσα, καθώς καθορίζει και τον θεσμικό και τον οικονομικό άξονα, εξαρτάται η τύχη όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά της Ένωσης. Αν «αλλάξει μυαλά» -επιτρέποντας, για αρχή, μια αναδιαμόρφωση όχι των όρων, αλλά πολλών πρακτικών του ελληνικού Μνημονίου- θα προχωρήσει μπροστά, δηλαδή στην κατεύθυνση του μοιράσματος βαρών και ευθύνης και εμβάθυνσης της ψυχικής σχέσης μεταξύ χωρών και λαών. Είναι το μόνο «μπροστά» που επιτρέπει η κρίση.