Εν τη παλάμη και… ούτω πιστέψουμε

Λυκούργος Λιαρόπουλος 10 Μαϊ 2013

Είναι κατανοητή η προσπάθεια της κυβέρνησης να δημιουργήσει κλίμα αισιοδοξίας, ακόμη και αν όσα λέει δεν πείθουν στοιχειωδώς ενήμερους πολίτες. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για την καλλιέργεια ευνοϊκής ψυχολογίας, αφού η απαισιοδοξία έχει γίνει κυρίαρχο στοιχείο στην οικονομία και, ακόμη χειρότερα, στην κοινωνία. Η αύξηση στα επεισόδια με τη Χρυσή Αυγή στην απελπισία του κόσμου οφείλεται. Επίσης, ας μην ξεχνάμε ότι αυτές τις μέρες αρχίζει η δίμηνη περίοδος για την αύξηση κεφαλαίου των ελληνικών τραπεζών.

Οταν, όμως, εκφράζει αισιοδοξία, η κυβέρνηση και όσοι τη στηρίζουν καλό είναι να μη μένουν στα λόγια. Η δυσπιστία έχει επίσης εγκατασταθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο. Δεν θα πεισθεί κανείς ότι αχνοφαίνεται η ελπίδα με αριθμούς ή επισκέψεις σε εργοτάξια. Η καθημαγμένη κοινωνία χρειάζεται απτά σημάδια και αποδείξεις για να πεισθεί ότι κάτι βελτιώνεται. Εν τη παλάμη και ούτω πιστέψουμε, για να παραφράσουμε το ρητό.

Είναι πολλά τα κοινωνικά μέτωπα, αλλά τα δύο πιο τραγικά είναι η θηριώδης ανεργία και η μείωση των συντάξεων σε συμβολικά, πλέον, επίπεδα. Για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης, η κυβέρνηση πρέπει να πείσει ότι «κάνει κάτι» για τους πραγματικά φτωχούς. Χρειάζονται, συνεπώς, μέχρι το καλοκαίρι, 4-5 δισ. € για αύξηση κατώτερων συντάξεων και δημιουργία μόνιμης εργασίας. Τα χρήματα αυτά πρέπει να αντιμετωπίσουν την ύφεση ως κύρια αιτία της ανεργίας, δημιουργώντας ζήτηση και αύξηση παραγωγής. Το πρόγραμμα προσωρινής απασχόλησης είναι σωστό, αλλά λίγο. Οι «ενέσεις» πρέπει να στοχεύουν τη διαρκή αύξηση της απασχόλησης.

Πηγή άμεσης παρέμβασης της τάξης των 4-5 δισ. € μπορεί να είναι το όποιο πρωτογενές πλεόνασμα, που αμέσως πρέπει να πάει στις κατώτερες συντάξεις. Κυρίως, όμως, είναι τα κοινοτικά κονδύλια και το ΕΣΠΑ, αλλά όχι για προγράμματα κατάρτισης ή προσωρινή απασχόληση, όπως προτείνεται. Θα ήταν απείρως αποδοτικότερη η άμεση ανακούφιση λίγων επιλεγμένων επιχειρήσεων με «κόκκινα δάνεια», με προϋπόθεση τη διατήρηση ή αύξηση θέσεων εργασίας. Αυτό θα βοηθούσε και τις ίδιες τις τράπεζες, μειώνοντας τα αρνητικά τους στοιχεία, να συμβάλουν στην ανάταξη της οικονομίας και, τελικά, θα ενίσχυε και την επιστροφή κεφαλαίων.