thetoc.gr
‘Hταν 25η Μαρτίου του 1987. Για πρώτη φορά από την σύσταση του ελληνικού κράτους η Ιεραρχία και η Πολιτεία γιόρτασαν χωριστά την επέτειο της επανάστασης. Η επίσημη δοξολογία τελέστηκε από έναν απλό ιερέα, με την πλήρη απουσία μητροπολιτών.
Αιτία της αποχής και της σύγκρουσης κυβέρνησης-εκκλησίας ήταν ο «νόμος Τρίτση» για την εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία που λίγες μέρες πριν είχε ψηφιστεί απο την Βουλή από το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ. Ο νόμος προέβλεπε ότι το σύνολο της περιουσίας περνούσε στον Οργανισμό Διοικήσεων Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ) ο οποίος θα διοικούνταν από κοινού από κρατικούς και εκκλησιαστικούς φορείς.
Λίγους μήνες αργότερα ο Ανδρέας Παπανδρέου υποδεχόταν στο Καστρί τον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ. Υστερα από συνάντηση μιας ώρας, ο αρχιεπίσκοπος δήλωνε μπροστά στις κάμερες: ” Ας φιληθούμε για να τα βλέπουν μερικοί». Ο νόμος, μέσα από διάφορες διαδικασίες ουσιαστικά ακυρώθηκε. Ο Αντ.Τρίτσης σύντομα αποχωρούσε από την κυβέρνηση.
Περίπου 10 χρόνια αργότερα, ο υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Σημίτη, Μιχάλης Σταθόπουλος, εξέφραζε την άποψη ότι το θρήσκευμα αποτελεί ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο και η αναγραφή του στην αστυνομική ταυτότητα έρχεται σε αντίθεση με σχετικό νόμο που είχε ψηφιστεί. To 2000 οι πλατείες γέμιζαν και θρησκευτικά λάβαρα υψώνονταν στον αέρα. Τον Αυγουστο του 2001, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ανακοίνωνε σε συνέντευξη Τύπου ότι είχαν συγκεντρωθεί περισσότερα από τρία εκατομμύρια υπογραφές πιστών οι οποίοι ζητούν δημοψήφισμα για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Το αίτημα δεν έγινε δεκτό και η υπόθεση ατόνησε με τα χρόνια. Ανάμεσα στα πολλά που ακούγονταν εκείνη την εποχή ήταν ότι «ο Σημίτης πολεμάει τον χριστιανισμό», «είναι εχθρός της Ορθοδοξίας», “θέλει να καταργήσει τα μυστήρια της Εκκλησίας” και άλλα παρόμοια.
Το 2017, ο υπουργός Παιδείας Ν.Φίλης που δεν ήθελε να έχει λόγο η Εκκλησία στο μάθημα των θρησκευτικών, είδε την πόρτα της εξόδου από την κυβέρνηση της αριστεράς.
Σήμερα το ζήτημα των σχέσεων εκκλησίας-κράτους έρχεται στο προσκήνιο με αφορμή και τη Συνταγματική αναθεώρηση, αλλά πρωτίστως για λόγους πολιτικών μικροϋπολογισμών του κ.Τσίπρα.
Έχουμε μπει σε μια προεκλογική περίοδο στην οποία το μόνο που δεν συζητείται είναι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η χώρα και οι μεγάλες προκλήσεις ενώπιον των οποίων θα βρεθούμε τα επόμενα χρόνια. Ο ΣΥΡΙΖΑ, εκτιμά ότι το ζήτημα των σχέσεων εκκλησίας-κράτους (σε συνδυασμό με άλλα θέματα δικαιωμάτων) προσφέρεται για την πιο σαφή χάραξη των διαχωριστικών γραμμών με τη ΝΔ και στην οικοδόμηση του δίπολου προόδου-συντήρησης με το οποίο θέλει να πάει στις κάλπες. Προχώρησε λοιπόν σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τον Αρχιεπίσκοπο ελπίζοντας ότι θα καταφέρει τελικά να κρατήσει και την εκκλησία δίχως μεγάλες αντιδράσεις και να στήσει και το σκηνικό που θέλει.
Επί της ουσίας, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε καμιά από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις μιλάει για πλήρη διαχωρισμό. Η συζήτηση αφορά σε διακριτούς ρόλους και οι αλλαγές που προωθεί η κυβέρνηση είναι οριακές.
Σε συνταγματικό επίπεδο η πιο σημαντική είναι η αναφορά στο άρθρο 3 ότι “το κράτος είναι θρησκευτικά ουδέτερο”. Κατα τα λοιπά γίνονται δευτερεύουσες τροποποιήσεις στο υπόλοιπο άρθρο, μένει στο προοίμιο του Συντάγμαος το “Eις τo όνoμα της Aγίας και Oμooυσίoυ και Aδιαιρέτoυ Tριάδoς”, ενω το άρθρο 16 στο οποίο αναφέρεται ότι “η παιδεία απoτελεί βασική απoστoλή τoυ Kράτoυς και έχει σκoπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Eλλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης”, δεν τίθεται καν προς αναθεώρηση.
Διαχωρισμός σημαίνει πολλά πράγματα, ξεκινώντας από την κατάργηση των παραπάνω άρθρων. Θα σήμαινε επίσης ότι περίπου 10.000 κληρικοί παύουν να μισθοδοτούνται από το κράτος, τα εκκλησιαστικά ιδρύματα γίνονται νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, τα θρησκευτικά σύμβολα φεύγουν από τα δημόσια κτίρια, καταργείται ο θρησκευτικός όρκος πολιτειακών οργάνων και ο θρησκευτικός όρκος στα δικαστήρια, δεν υπάρχουν επίσημες δοξολογίες.
Στην περίπτωση διαχωρισμού θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν και ζητήματα με άλλου είδους συνέπειες όπως το λεπτό ζήτημα των σχέσεων του Κράτους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, του τρόπου επιλογής των Μουφτήδων της Δυτικής Θράκης, που σήμερα επιλέγονται από το ελληνικό κράτος και το ζήτημα της διοίκησης του μουσουλμανικού τεμένους στον Ελαιώνα, στο οποίο προβλέπεται η εποπτεία του κράτους.
‘Ολα αυτά θα συνιστούσαν πλήρη διαχωρισμό των σχέσεων Εκκλησίας-κράτους. ‘Ομως είναι σαφές ότι θα δημιουργούσαν σοβαρά ζητήματα, πέραν των πολιτικών περιπλοκών. Ηδη στην Ευρώπη, υπάρχει η αντίστροφη τάση και η Γαλλία που είναι η μοναδική χώρα στην οποία υφίσταται πλήρης διαχωρισμός κράτους-εκκλησίας κάνει βήματα σε διαφορετική κατεύθυνση αφού η Πολιτεία έχει πλέον εποπτεία στους τόπους λατρείας. Δηλαδή δεν μπορούν να λειτουργούν χωρίς έλεγχο στη σύσταση τους, ούτε εκκλησίες, ούτε τζαμιά. Κι αυτό προκειμένου να υπάρχει έλεγχος της προέλευσης των χρημάτων για την οικοδόμησή των τζαμιών, με δεδομένη τη στόχευση της Τουρκίας και της Σαουδικής Αραβίας για ισλαμική διείσδυση.
Ο κ.Τσίπρας λοιπόν πόνταρε στη συναίνεση του Αρχιεπισκόπου, δεν υπολόγισε όμως την αντίδραση στο εσωτερικό της Εκκλησίας για το οικονομικό μέρος της συμφωνίας. ‘Οχι για τα ζητήματα της εκκλησιαστικής περιουσίας, αλλά της μισθοδοσίας των ιερέων κι αν θα συνεχίσουν να είναι δημόσιοι υπάλληλοι.
Από την αρχή της δημιουργίας του ελληνικού κράτους, η Εκκλησία οργανώθηκε ως δημόσια αρχή, ουσιαστικά ως προέκταση της κρατικής εξουσίας. Μια νέα οριοθέτηση των σχέσεων Κράτους- Εκκλησίας είναι απαραίτητη. Η Εκκλησία έχει διαφορετικό ρόλο από εκείνο της δημόσιας υπηρεσίας. Το ίδιο και οι λειτουργοί της σε σύγκριση με τους δημοσίους υπαλλήλους. Επιτελούν άλλο, έργο. Πρέπει να διασφαλιστούν τα εργασιακά δικαιώματά τους όμως δημόσιοι υπάλληλοι δεν είναι παρότι θα εξακολουθούν να πληρώνονται από το κράτος. Και είναι προκλητικό να θέλει η κυβέρνηση να τους αντικαταστήσει επιβαρύνοντας τους φορολογούμενους με άλλες 10.000 προεκλογικές προσλήψεις στο δημόσιο.
Αυτό που χρειάζεται, είναι ένας ειλικρινής, απροκατάληπτος και νηφάλιος διάλογος, με γνώση των ιστορικών, οικονομικών, συνταγματικών και εκκλησιολογικών δεδομένων και των τάσεων στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Η συνταγματική αναθεώρηση θα έπρεπε να αποτελέσει ευκαιρία για το πολιτικό σύστημα να λύσει προβλήματα με σεβασμό στην ιστορία, τις παραδόσεις και το φρόνημα της μεγάλης πλειοψηφίας χωρίς άγονες αντιπαλότητες, ώστε το κράτος να επιτελεί τον δικό του ρόλο και η Εκκλησία να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην πνευματική και κοινωνική της αποστολή. Αντ΄αυτών είχαμε μια μυστική διαπραγμάτευση και άλλη μια αφορμή για νέο διχασμό.