Διαβάζω για το μουσείο γραφειοκρατίας που κάποιοι ευφάνταστοι επιχειρηματίες δημιούργησαν στη Γερμανία. Μ’ αυτό προσπαθούν να καυτηριάσουν το γεγονός ότι η γερμανική γραφειοκρατία εμμένει κι επιμένει στην εφαρμογή των νόμων (βλ. κράτος δικαίου) και στην αργή προσαρμογή της στη σύγχρονη ψηφιακή πραγματικότητα.
Και σκέφτομαι ότι θα ήταν ενδιαφέρον να δημιουργούσε κανείς στην Ελλάδα ένα μουσείο πελατοκρατίας. Να δείξει, δηλαδή, πως ο πελατειασμός- στην ελληνική του εκδοχή- πλαγιοκοπεί όχι μόνον το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία αλλά και τις μεταρρυθμίσεις που τις υπονομεύει εκ των ένδον. Να δείξει ότι υπάρχει στην ΕΕ ένα πολιτικο-διοικητικό σύστημα που προσποιείται, μιμείται αλλά δεν εφαρμόζει και τορπιλίζει τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις.
Το βασικό εργαλείο που διαθέτει το δικό μας πελατειακό σύστημα είναι η πλημμελής εφαρμογή των νόμων. Αυτό γίνεται με την βοήθεια μιας εργαλειοθήκης που περιλαμβάνει: Την ψήφιση των νόμων χωρίς σχέδιο εφαρμογής τους, την προσθαφαίρεση, κατά το δοκούν, ρυθμίσεων που ακυρώνουν τις αρχικές, την απουσία σταθερών διαδικασιών εφαρμογής τους και την υπονόμευση των εσωτερικών ελέγχων. Η κακή νομοθέτηση επικουρείται από περίπλοκα δομικά σχήματα με αλληλεπικαλυπτόμενες αρμοδιότητες που δεν «συνομιλούν» μεταξύ τους και, βεβαίως, με τον ισοπεδωτισμό και την αναξιοκρατία στην πολιτική «ανάπτυξης» του ανθρώπινου δυναμικού.
Όλα αυτά υποκρύπτονται πίσω από πολυδιαφημισμένους νόμους και οργανώσεις που υποτίθεται ότι προωθούν τη διαφάνεια, την ενίσχυση της ισότητας και της δημοκρατίας. Ο πελατειασμός- στην παλαιότερη ή τη νεότερη εκδοχή του-λειτουργεί ως ένα καλά αρθρωμένο άτυπο σύστημα που παρασιτεί στο κράτος δικαίου και τους δημοκρατικούς θεσμούς μας. Μια αναδρομή στην τελευταία δεκαπενταετία, αρχής γενομένης από τα καταστροφικά, από διοικητικής απόψεως, μνημόνια θα περιελάμβανε πολλά σχετικά παραδείγματα. Ορισμένα, μάλιστα, απ’ αυτά αποτελούν πραγματικές αντι-μεταρρυθμίσεις, εξοβελίζοντας τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις μέσω της δυσφήμισής τους. Μάλιστα, η διαρκής αναφορά σε μεταρρυθμίσεις, οι οποίες δεν είχαν τον χαρακτήρα των διοικητικών αλλαγών αλλά συγκεκριμένων οικονομικών προσαρμογών, δημιούργησαν σύγχυση στο κοινωνικό σώμα τόσο ως προς την έννοια όσο και ως προς τις πρακτικές που οι κυβερνήσεις ακολούθησαν. Οι μεταρρυθμίσεις δυσφημίστηκαν κι έγιναν αντιπαθείς στην κοινή γνώμη. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η αξιολόγηση, μια μεταρρύθμιση που υπονομεύθηκε πανταχόθεν (τόσο από τους εργοδότες όσο κι από τους εργαζόμενους) κι έγινε αντικείμενο του πολιτικού παιγνίου. Η μεγαλύτερη ζημιά που προκαλείται, όμως, από αποτυχημένες η ημιτελείς μεταρρυθμίσεις είναι ότι δυσφημούν ανεπανόρθωτα τις ίδιες τις μεταρρυθμίσεις, δημιουργώντας μια «μεταρρυθμιστική κόπωση». Μια αντίστοιχη πρακτική ακολουθήθηκε με την «επανίδρυση» του κράτους η οποία, κατά την περίοδο διακυβέρνησης Καραμανλή, μετατράπηκε σε ανέκδοτο, απαξιώνοντας, στη χώρα μας, ένα από τα σημαντικότερα μεταρρυθμιστικά κινήματα, του Νέου Δημόσιου Μάνατζμεντ.
Θα ήταν, όμως, απαραίτητο σ’ ένα μουσείο πελατοκρατίας να δειχθεί, επίσης, ότι το ελληνικό πελατοκεντρικό σύστημα δεν είναι άτρωτο και πως υποχωρεί, μπροστά σε επίμονες, καλά σχεδιασμένες μεταρρυθμίσεις που υλοποιούνται από εμπνευσμένους και αφοσιωμένους στην υπόθεση της διοικητικής μεταρρύθμισης πολιτικούς. Κι επειδή, εκεί ακριβώς, είναι η ένδειά μας, θα είχε παιδαγωγικό ενδιαφέρον να έβλεπαν και να μάθαιναν οι νέοι συμπολίτες μας ποιοι ήταν εκείνοι που έφτιαξαν και κράτησαν το ΑΣΕΠ, τα ΚΕΠ , τον «Καποδίστρια», τον «Καλλικράτη» και τη «Διαύγεια», τις εμβληματικές μεταρρυθμίσεις της μεταπολίτευσης.
Τα πρόσωπα, βέβαια, έχουν την αυτονόητη σημασία τους, όταν υπάρχει καλά μελετημένο σχέδιο εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων. Και οι προηγούμενες μεταρρυθμίσεις στηρίζονταν τόσο σ’ ένα καλό σχέδιο όσο και στην αφοσίωση των υπουργών που ανέλαβαν, μαζί με πολλά στελέχη της δημόσιας διοίκησης, την πραγματοποίησή τους.
Γιατί, εν τέλει, η διοικητική μεταρρύθμιση είναι εφικτή και η θέση της πελατοκρατίας είναι στο μουσείο!