Οι συζητήσεις για την Διατλαντική εταιρική σχέση για το εμπόριο και τις επενδύσεις (Transatlantic Trade and Investment Partnership-ΤΤΙΡ) δηλαδή η Συνθήκη ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ HΠA και EE έχουν φτάσει σε ένα σημείο καμπής. Ο αρχικός σχεδιασμός ο οποίος ήταν να υπάρξει συμφωνία πριν απο το τέλος της προεδρίας Ομπάμα, από ότι φαίνεται δεν θα υλοποιηθεί. Οι δυσκολίες προέρχονται από το γεγονός ότι η Ευρώπη έπαψε να μιλά με κοινή γλώσσα. Η Γερμανία και οι χώρες που παραδοσιακά είναι υπέρ του ελεύθερου εμπορίου (Ολλανδία, Ην. Βασίλειο, σκανδιναβικές χώρες) πιέζουν για να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις. Αντίθετα, κυρίως από τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου διατυπώνονται επιφυλάξεις. Το αποτέλεσμα είναι η Ευρώπη να μην παρουσιάζει ένα ενωμένο μέτωπο και άρα να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση και ενόψει του 14 γύρου διαπραγματεύσεων που θα πραγματοποιηθούν τον Ιούλιο ο Πρόεδρος Γιούνκερ θα ζητήσει από τους Ευρωπαίους ηγέτες στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 28 και 29 Ιουνίου στις Βρυξέλλες να ανανεώσουν την εντολή διαπραγματεύσεων βάσει της οποίας θα συνεχίσει η Επιτροπή να διαπραγματεύεται εξ ονόματος της ΕΕ των 28. Πράγματι, η επίτευξη συμφωνίας αποτελεί μία από τις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και για το σκοπό αυτό η αρμόδια Επίτροπος Σεσίλια Μάλστρομ έχει πυκνώσει τον τελευταίο καιρό τις συναντήσεις με τον Αμερικανό ομόλογό της
Στη σημερινή συγκυρία είναι δύσκολο να καταφέρουν οι Ευρωπαίοι να συγχρονίσουν το βηματισμό τους και άρα να μπορέσουν να αποσπάσουν από τους Αμερικανούς κάποιες υποχωρήσεις. Δεν είναι μόνο οι διαφορές μεταξύ Βορρά και Νότου. Στην ίδια τη Γερμανία και παρά το γεγονός ότι η καγκελάριος Μέρκελ πιέζει για γρήγορη διευθέτηση, η κοινή γνώμη, που παρακολουθεί με μεγάλο ενδιαφέρον τις συζητήσεις, είναι ξεκάθαρα αρνητική με μόνο ένα 20% να εκφράζεται υπέρ της συμφωνίας. Ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, ο σοσιαλδημοκράτης εταίρος της Άνγκελα Μέρκελ θεωρεί ότι με τα σημερινά δεδομένα βαδίζουμε προς “μία κακή συμφωνία” στην οποία δεν θα ήθελε να συμπράξει. Εξάλλου, στη Γαλλία όπου εκφράζονται φόβοι για υποβάθμιση των υπηρεσιών δημοσίου συμφέροντος, ο Πρόεδρος Ολλάντ για πρώτη φορά εκφράστηκε και αυτός αρνητικά για τη συμφωνία.
Και στην Ελλάδα; Υπάρχει πλήρης αδιαφορία. Η Κυβέρνηση τρέχει πίσω από τα «προαπαιτούμενα» και την αξιολόγηση και έχει εγκαταλείψει στην τύχη τους όλα τα άλλα θέματα. Η Βουλή δεν συζητά, η κοινωνία των πολιτών και η κοινή γνώμη στο σύνολο της παραμένει στο σκότος. Όσοι αναφέρονται στο θέμα περιβάλλουν την επί της ουσίας άγνοιά τους με μία γενικόλογη απόρριψη. Εντούτοις, όπως φάνηκε και κατά τον 13ο γύρο συζητήσεων του Απριλίου έχουν ανοίξει θέματα ζωτικής σημασίας για την οικονομία της χώρας μας, όπως οι ενδείξεις γεωγραφικής προέλευσης (Geographical Indication –GI), όπου από ό,τι έχει διαρρεύσει, κινδυνεύει η προστασία της ελληνικής φέτας και της ελιάς Καλαμάτας. Θα είναι ένα ακόμα πλήγμα για τα ελληνικά προϊόντα μετά την πρόσφατη εμπορική συμφωνία της ΕΕ με τη Νότια Αφρική καθώς και με τον Καναδά. Η έκφραση που χρησιμοποιείται στην έκθεση αποτελεσμάτων του 13ου γύρου περί “δημιουργικών ιδεών” (“η ΕΕ θα συνεχίσει να επιδιώκει με ρεαλισμό την επίτευξη των στόχων της για να εξασφαλίσει καλύτερη προστασία ενός επιλεγμένου καταλόγου ευρωπαϊκών γεωγραφικών ενδείξεων (GΙ) καταθέτοντας δημιουργικές ιδέες – creative ideas”) δημιουργεί ευλόγως ερωτηματικά. Πρόκειται στην πραγματικότητα για την κερκόπορτα μέσα από την οποία θα αλωθούν μία σειρά από ευρωπαϊκά προϊόντα.
Ωστόσο, στο διεθνές εμπόριο οι εποχές δεν ευνοούν πλέον τις λογικές του προστατευτισμού. Η πάση θυσία προστασία δεν έχει νόημα: είναι γνωστό ότι η ελληνική παραγωγή φέτας στην καλύτερη περίπτωση δεν καλύπτει παρά το ένα έβδομο της διεθνούς ζήτησης. Θα πρέπει, λοιπόν, να αφήσουμε την μέχρι σήμερα αδιέξοδη στάση μας: με ευελιξία να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα και να αναπροσαρμόσουμε τις επιδιώξεις μας. Να αλλάξουμε έγκαιρα στρατηγική, αντί να τρέχουμε εκ των υστέρων να “καταγγέλουμε” τα τετελεσμένα.
Είναι καιρός να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα στην πρακτική και οικονομική του διάσταση και όχι με τη συνήθη θολή ιδεολογική πολεμική. Θα πρέπει να εργαστούμε βάζοντας ρεαλιστικούς, δηλαδή, εφικτούς στόχους προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός εθνικού μετώπου στο εσωτερικό και συμμαχιών στο εξωτερικό. Πράγμα το οποίο σημαίνει κυρίως να στραφούμε προς την παραγωγή ποιοτικών προϊόντων και στρατηγική ελκυστικού μάρκετιν για την κατάκτηση νέων αγορών. Με πρώτο μέλημα την κατοχύρωση των προϊόντων μας εντός της ΕΕ. Αλλιώς, θα βρεθούμε για άλλη μία φορά στην ανάγκη να πούμε το ψέμα που βολεύει: φταίνε οι “κακοί” ξένοι. Στην πραγματικότητα όμως θα είμαστε, ως ανέτοιμοι από καιρό, για άλλη μία φορά οι χαμένοι.