Εμπιστοσύνη μέσω Πρεσπών;

02 Ιαν 2019

Η υπεύθυνη, συναινετική και ορθολογική αντιμετώπιση των κρίσιμων εθνικών θεμάτων ήταν ανέκαθεν ένα στοίχημα που έχανε διαχρονικά και διακομματικά η χώρα μας. Οι αιτίες ήταν πάντοτε οι ίδιες. Επιδίωξη κομματικής εκμετάλλευσης, αποφυγή πολιτικού κόστους, επίδειξη πατριωτικού λαϊκισμού. Οι διαφορές με τις γειτονικές χώρες από ευκαιρία κατοχύρωσης του σταθεροποιητικού για τη Ευρωπαϊκή Ένωση ρόλου της χώρας στη βαλκανική χερσόνησο έχουν μετατραπεί σε βάλτο απομόνωσης και αποδυνάμωσης της χώρας.
Στο Κυπριακό συνεχίστηκε στην ουσία, με τα γνωστά «μπρος-πίσω», η πολιτική της ντε φάκτο αναγνώρισης της διχοτόμησης που με τόση επιτυχία εφάρμοσε το δίδυμο Καραμανλή-Παπαδόπουλου απορρίπτοντας το σχέδιο Ανάν. Τα Ελληνοτουρκικά έχουν εξελιχθεί – με απόλυτη κυβερνητική (συγ)κάλυψη σε πεδίο βολής των εκατέρωθεν επικίνδυνων τσαμπουκάδων που ονειρεύονται θερμά επεισόδια. Μόνο στο Μακεδονικό δημιουργήθηκαν αρχικά ελπίδες που οδήγησαν μάλιστα αρκετούς καλόπιστους να διακηρύξουν ότι η Αριστερά έδειξε επιτέλους το προοδευτικό πρόσωπό της.
Είναι όμως έτσι; Όσο περνάει ο καιρός και διαφαίνεται ότι η άλλη πλευρά θα ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της συμφωνίας, τόσο εδραιώνεται η πεποίθηση ότι το κρίσιμο και χρονίζον εθνικό θέμα έχει μετατραπεί σε πιόνι της προεκλογικής σκακιέρας για τον καθορισμό του χρόνου των εκλογών με βάση τις ακροδεξιές ορέξεις του κυβερνητικού συνεταίρου κ.λπ.
Το χειρότερο είναι ότι το «προοδευτικό» πρόσωπο της Αριστεράς προσανατολίζεται στην μετατροπή της ψηφοφορίας για την επικύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών σε έμμεση ψηφοφορία εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση για την παράταση της παραμονής της στην εξουσία. Με τα εθνικά θέματα δεν μπορεί όμως να παίζει το Κοινοβούλιο. Ούτε και με το μέλλον της χώρας.