Ο άλλος εμφύλιος είναι αυτός που συμβαίνει μέσα μας, που εξελίσσεται με το μίσος, το φανατισμό, την επιθυμία αφανισμού του άλλου. Τον παρακολουθούμε να μαίνεται ανεξέλεγκτος στα social media, όπου ο “διάλογος” συντελείται με όρους κανιβαλισμού και αλληλοεξόντωσης. Στρατόπεδα, χαρακώματα, πυρά, ενέδρες, στρατηγικές εξόντωσης, πολεμική και ο φόβος των αμάχων που παρατηρούν τις σκληρές συγκρούσεις με την απόγνωση που φέρνει η αίσθηση της αδυναμίας σε όποιον δεν ανήκει σε μία από τις αντιμαχόμενες ομάδες.
Τώρα ήρθε η ώρα των ψυχαναλυτών. Αργησαν αλλά θα μιλήσουν. Στις ημερίδες που θα γίνουν στις 20 και 27 Ιανουαρίου με θέμα “ο Ελληνικός εμφύλιος – μια ψυχαναλυτική προσέγγιση” (στις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ) θα συζητηθούν, για πρώτη φορά, συμπεράσματα που προκύπτουν από την ψυχοθεραπευτική εμπειρία σχετικά με την διαγενεακή μεταφορά του τραύματος του εμφυλίου. Κάποιοι από τους σημαντικότερους ψυχιάτρους-ψυχαναλυτές της χώρας ανοίγουν τα συρτάρια του ιατρείου τους για να φέρουν στο φως βιώματα θεραπευομένων τους που αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στα ανείπωτα ενός εθνικού διχασμού που, ακόμη σήμερα, καθορίζει την αντίληψη για την εξωτερική πραγματικότητα και σε κάποιες περιπτώσεις τη λειτουργία της εσωτερικής πραγματικότητας.
Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι η εγγραφή στον ενδοψυχικό κόσμο του οικογενειακού παρελθόντος, ακουσμάτων και αφηγήσεων, συμπεριφορών που καθορίστηκαν από το εμφυλιοπολεμικό ίχνος, αποδεικνύεται πολυεπίπεδη και απρόβλεπτη: Συνδέεται με αισθήματα ντροπής και οδύνης, με καταθλιπτικές τάσεις και ψυχαναγκασμούς, με φοβίες και άγχη που μπορεί να φτάσουν στα όρια της διαταραχής ή και πέρα από αυτά.
Πίσω από τις κλειστές πόρτες των συνεδριών, οι ψυχαναλυτές έχουν ανακαλύψει βαθύτατες συνδέσεις προβλημάτων που ταλαιπωρούν τους ασθενείς τους με ό,τι έχει περάσει μέσα τους από το εμφυλιοπολεμικό βίωμα, όπως τους μεταφέρθηκε και όπως το κουβαλούν μέσα στα χρόνια, άλλοτε σαν πέτρα με βάρος ασήκωτο και άλλοτε σαν εξάνθημα στο δέρμα.
Σε πολλές περιπτώσεις οι ίδιοι οι αναλυόμενοι δεν ξέρουν από πού προέρχεται η αιτία της αμφιθυμίας, της δυσθυμίας, της ενοχής ή της δυσκολίας τους στην επικοινωνία. Μαζί με τον ψυχαναλυτή τους συνκατασκευάζουν την υπαρξιακή τους αλήθεια και την νοηματοδοτούν για να μπορέσουν να την υποφέρουν. Αναγνωρίζουν το θυμό τους, ανακαλύπτουν τις ρίζες αισθημάτων ματαίωσης και διάψευσης, καταλαβαίνουν πώς και γιατί έχουν δημιουργηθεί εσωτερικές αντιφάσεις και αντιθέσεις.
Από τους ψυχαναλυτές περιμένουμε να μάθουμε αν και πώς είναι δυνατή η υπέρβαση του διχαστικού βιώματος, με ποιον τρόπο μπορεί να αντιμετωπιστούν ασυνείδητες διεργασίες που κατατείνουν στην πόλωση και τη μισαλλοδοξία, αν η νέα γενιά έχει απαλλαγεί από αυτά τα φορτία λόγω άγνοιας και, κυρίως, πώς μπορεί να επιτευχθεί η συγχώρεση και η συμφιλίωση για να αναπτυχθεί συλλογική κουλτούρα συναίνεσης και σύνθεσης.
Στις ημερίδες θα παρουσιαστούν τα θετικά παραδείγματα της Ρουάντα και της νότιας Αφρικής όπου οι κοινωνίες αντέδρασαν με δημιουργικό τρόπο για τη θεραπεία της καταστροφικότητάς τους, οι αναποτελεσματικές απόπειρες της Αργεντικής και της Ισπανίας, η αποτυχία στην Γιουγκοσλαβία. Μέσα από τη σύνδεση διεθνών εμπειριών μεταεμφυλιοπολεμικής επούλωσης τραυμάτων με την ελληνική κατάσταση θα φανεί, τελικά, γιατί η ελληνική πληγή αιμορραγεί ακόμη.
Το πείραμα των ψυχαναλυτών που θα συζητήσουν με άλλους επιστήμονες (ιστορικούς, κοινωνιολόγους) τα ευρήματά τους από την κλινική πρακτική είναι πρωτοποριακό και μπορεί να αποβεί πολύ σημαντικό για την “αναλυόμενη” χώρα μας, αν υπάρχει συλλογική βούληση για θεραπεία.
Δεν είναι απλό. Οι ψυχαναλυτές κάνουν ερμηνείες, δεν δίνουν συμβουλές. Ρωτούν, δεν απαντούν. Οι αναλυόμενοι μέσα από μια διαδικασία αυτογνωσίας και αναστοχασμού φτάνουν τελικά στον εαυτό τους ή τουλάχιστον σε ένα κομμάτι του, αναλύοντας διαρκώς τις αντιστάσεις που παρουσιάζονται σ αυτή την επίπονη διαδρομή και οι οποίες κάποιες φορές μπορεί να αποδειχθούν ισχυρότερες από την ίδια την ψυχαναλυτική δυναμική.