(Με αφορμή τη σειρά: «Η δική μας μεταπολίτευση» της ΕΡΤ, των Σ. Καλύβα και Π. Παναγιωτόπουλου)
Ένα φιλικό μου ζευγάρι μού είχε πει ότι το πρώτο τους παιδί, αν και μεγαλύτερο από τα άλλα δύο, στα μάτια τους παραμένει πάντα νέο, καθώς το συσχετίζουν με τα πρώτα χρόνια του έρωτά τους. Αν κάτι τέτοιο ισχύει, θα μπορούσαμε να αποτολμήσουμε μια μεταφορά. Από όλες λοιπόν τις γενιές της μεταπολίτευσης, ίσως αυτή που θα μπορούσε να τις αποδοθεί το χαρακτηριστικό μιας σφύζουσας και εμμένουσας νεότητας, είναι η γενιά των παιδιών της που γεννήθηκαν ανάμεσα στα μέσα της δεκαετίας του 50 και στις αρχές της δεκαετίας του 60. Η γενιά δηλαδή στην οποία η επίσης νεαρή Τρίτη Ελληνική δημοκρατία παλλόταν - όπως και οι δεκαοκτάρηδες και εικοσάρηδες πολίτες της – από ένα δυναμικό που αναζητούσε αυτονομία και ανεξαρτησία, κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά και ταυτότητα και αυτοπραγμάτωση.
Παράδοξο αυτό, καθώς η συγκεκριμένη γενιά ήταν προϊόν μιας δύσκολης ανάπτυξης. Ενώ γεννήθηκε μέσα στα χρόνια μιας ευφορίας λιτής στην οικονομία, αλλά ελπιδοφόρας στον πολιτισμό και στην πολιτική, μεγάλωσε στη μαυρόασπρη εποχή της δικτατορίας. Εποχή που της έκοψε τη φόρα, όχι όμως τόσο ώστε να την αποκαρδιώσει και να πάψει να διεκδικεί, αλλά το εντελώς αντίθετο: Ό,τι δεν της έδινε το σχολείο, η οικογένεια, η συνοικία το αναζητούσε στη μουσική, στα βιβλία, στις ταινίες και γενικά στα μεγάλα κινήματα του πολιτισμού, της πολιτικής και της κοινωνίας - έστω και αναδρομικά, τα τελευταία.
Έτσι το 1974 η γενιά αυτή ήταν ταυτόχρονα πολλά πράγματα μαζί. Θλιμμένη για τα χρόνια της σφαλιάρας που είχαν προηγηθεί, αλλά και ορμητική καθώς η εξέγερση του Πολυτεχνείου την είχε φέρει στο προσκήνιο. Συνοικιακή, παραδοσιακή κι εσωστρεφής με ορίζοντα το «γεράνι της Δραπετσώνας», τα σφαιριστήρια και τις ΕΒΓΕΣ της γειτονιάς, αλλά και εξωστρεφής κι επαναστατική στο πνεύμα των μουσικών και της μόδας που της έφερε η Δύση, και αργότερα τα κινήματα αμφισβήτησης.
Ήταν μοιραίο λοιπόν να ταλαντεύεται επί μακρόν, ανάμεσα σε δυο ταυτότητες. Μια που την έσπρωχνε να διεκδικεί όλο και μεγαλύτερο δικαίωμα έκφρασης και μια που την οδηγούσε να στρατεύεται σε πολιτικά σχήματα στα οποία παραχωρούσε, εθελούσια, τον περιορισμό της έκφρασής της. Μια που ικανοποιούσε τις αισθητικές, ιδεολογικές, πολιτικές κ.ά. ανάγκες της με τον Κέρουακ, τον Σάλιντζερ και τον Ντύλαν, και μια που τις αναζητούσε στον Οστρόφσκι (Πώς δενόταν το ατσάλι), στον Τζον Ριντ, στις «παγωμένες τσιμινιέρες», στον συμπαθέστατο Θωμά Μπακαλάκο και στα ρεμπέτικα.
Μια που την έκανε να ονειρεύεται αλλαγές και επαναστάσεις και μια που τη φόβιζε, ακόμη και η πιο αυτονόητη αλλαγή.
Παρά ταύτα, θλιμμένη ή διεκδικητική, εσωστρεφής ή εξωστρεφής, εθελόδουλη ή αυτεξούσια, κομφορμίστρια ή καινοτόμος, καθώς τα χρόνια περνούσαν, κατόρθωσε να συμβιβάζει τα αντίθετα, διατηρώντας τη σωτήρια αίσθηση μιας διαρκούς νεότητας, στην οποία είχε δοθεί απεριόριστος χρόνος μέχρι να αποφασίσει. Εκεί βρίσκεται και η αιτία ότι 50 χρόνια μετά, δεν λέει να το βάλει κάτω, και να παραμερίσει λιγάκι, ώστε να κάτσουν και οι νεότεροι. Συνεχίζει να διεκδικεί πολιτικό ρόλο, να επικαλείται τη δόξα και τις εμπειρίες της, και να νεάζει: Ενδυματολογικά, συμπεριφορικά, αισθητικά με τρόπους ενίοτε γραφικούς και αναχρονιστικούς – λες και δεν έχει περάσει μια ημέρα από την αποφοίτησή της από το πανεπιστήμιο.
Ας αφήσουμε λοιπόν αυτήν την κάποτε χρυσή νεολαία, να πιστεύει στον μύθο της. Στο κάτω κάτω είναι πια η μοναδική ζώσα γενιά, το ληξιαρχείο, στο οποίο έχει καταγραφεί το χρώμα, το άρωμα, και η εμπειρία των διαφορετικών περιόδων της σύγχρονης ιστορίας μας.