Η φετινή απελπισία δεν έχει προηγούμενο από το 2008. Όλοι οι επιχειρηματίες , μικροί και μεγάλοι, δεν φαίνονται να παρασύρονται διόλου από την γοητεία της καλοκαιρινής ραστώνης, δεν μελώνουν τις ξάστερες βραδιές, δεν εμπνέονται από το απέραντο γαλάζιο της ελληνικής θάλασσας. Οι αϋπνίες τους δεν οφείλονται στη ζέστη, μα στην αγωνία για το κοντινό μέλλον. Οι ιστορίες για τον Βαρουφάκη και τον Λαφαζάνη ποσώς τους απασχολούν. Αντίθετα, όλοι τους σκέφτονται το Σεπτέμβριο, κι από κει τον επόμενο χειμώνα που προβλέπεται εντελώς απελπιστικός, και για κείνους και για τους εργαζομένους τους. Άλλοι συλλογίζονται πολύ απλά να τα παρατήσουν και να το ρίξουν στην οικοτεχνία, άλλοι να μεταφερθούν ολοκληρωτικά κάπου έξω, κατά προτίμηση στη Βουλγαρία, και μερικοί στέλνουν βιογραφικά σε μεγάλους διεθνείς ομίλους, αναζητώντας μια νέα καριέρα ως μισθωτοί πλέον. Το ηθικό τους ισοπεδώθηκε όχι μόνο λόγω των capital controls, που ευνοούν τα μέγιστα μόνο τις εν Ελλάδι πολυεθνικές, αλλά και εξαιτίας της αύξησης της ήδη παράλογης φορολογίας με το τρίτο Μνημόνιο. Μετά επτά χρόνια εξάντλησης των όποιων χρηματικών αποθεμάτων, ήρθε κι η σειρά των ψυχικών.
Ίσως έχετε δει στο παρελθόν το «Τhe formula». Για όσους αγνοείτε την ταινία ή απλά δεν την θυμάστε, πρόκειται για μια αμερικανική παραγωγή του 1980, με θέμα μια συνομωσία πανίσχυρων παραγόντων , που σκοπό έχουν την εξαφάνιση της μυστικής διαδικασίας που είχαν αναπτύξει οι Γερμανοί κατά τον Β’ΠΠ, ώστε να παράγουν συνθετικά καύσιμα από ορυκτό άνθρακα. Η φόρμουλα μετατροπής του άνθρακα σε ΦΑ, ντήζελ ή βενζίνη θεωρούνταν στα τέλη του ’70 ιδιαίτερα σημαντική, λόγω του ότι η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση, σε συνδυασμό με την σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, είχαν αναδείξει την, τότε, τεραστία αμερικανική ενεργειακή ανασφάλεια: οι ΗΠΑ θα ήταν έρμαια των εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής για όσο θα ταυτίζονταν με τα συμφέροντα των μεγαλοπετρελαιάδων, των ίδιων που παρασκηνιακά εμπόδιζαν την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών ενέργειας. Το σενάριο ήταν όμως ένα ακόμη χολιγουντιανό παραμυθάκι. Η διαδικασία Fischer-Tropsch είναι πασίγνωστη, έχει δοκιμαστεί από πολλά κράτη, έχει τελειοποιηθεί πρόσφατα από τους Γερμανούς, τους Ρώσους, και (από ποιους άλλους?) τους Κινέζους, ενώ η χρήση της δεν έχει γενικευθεί λόγω της σχετικά χαμηλής τιμής του πετρελαίου αλλά κυρίως λόγω της παγκόσμιας έκρηξης στον τομέα εξόρυξης σχιστολιθικών καυσίμων, του παράγοντα που έχει καταποντίσει τις διεθνείς τιμές.
Όλα αυτά τα ενδιαφέροντα προέκυψαν μέσα από μια πρόσφατη απογευματινή κουβέντα με βορειοελλαδίτες επιχειρηματίες, κυρίως της μεταποίησης, των logistics και των κατασκευών. Το υψηλότατο κόστος βιομηχανικού ρεύματος , το υψηλότερο των Βαλκανίων (ίσως και της Ευρωζώνης, εφόσον συνυπολογιστούν παράγοντες όπως είδος καυσίμου, μέσος εθνικός μισθός, κλίμα κλπ), συνδυασμένο με τις ιδιαίτερα υψηλές τιμές υγρών καύσιμων (λόγω στρεβλώσεων στην αγορά πετρελαιοειδών) και τέλος με τις σχεδόν εξωπραγματικές τιμές φυσικού αερίου (εδώ ισχύει ακόμη η παγκόσμια πρωτοτυπία να εξαρτάται η τιμή αγοράς της ΔΕΠΑ από την διεθνή τιμή του πετρελαίου) καταβαραθρώνουν την ανταγωνιστικότητα των ταλαίπωρων ιδιωτικών ελληνικών βιομηχανιών. Των γνωστών, αυτών που μέμφονται οι «σοφοί» μας επειδή δεν είναι αρκετά… εξωστρεφείς. Επιμένοντας λοιπόν στα συνθετικά καύσιμα, που σημειωτέον παράγονται θαυμάσια και από λιγνίτη, ιδιαίτερα μάλιστα από τα βαθέα και ασύμφορα πεδία, η παρέα των επιχειρηματιών αναρωτήθηκε γιατί δεν εφαρμόζουμε αυτή την τεχνολογία και στην Ελλάδα, συμπληρωματικά με τις ανεκμετάλλευτες ΑΠΕ. Η χώρα είναι μακράν η πανευρωπαϊκή πρωταθλήτρια στην εισαγόμενη ενέργεια, γεγονός που έχει μεγάλη αρνητική επίδραση στο εμπορικό μας ισοζύγιο, όποτε θα υπήρχε ιδιαίτερο συμφέρον να μειωθούν οι αντίστοιχες εισαγωγές. Πέραν δε αυτού του προφανούς, θα δημιουργούνταν και θέσεις εργασίας αλλά και θα μπορούσε να αναπτυχθεί και εγχώρια σχετική τεχνολογία αιχμής.
Αυτό το απλό παράδειγμα, που θα μπορούσε να έχει θεαματικές θετικές επιπτώσεις στην εθνική οικονομία, θα έπρεπε να είναι ένα ακόμη κομματάκι του μεγάλου πάζλ με το όνομα Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης, δηλαδή με το ολόδικό μας Μνημόνιο. Μιλώ για ένα κείμενο εκτενές , τεκμηριωμένο, που θα ανεδείκνυε με στοιχεία κάθε πλεονέκτημα της παραγωγικής βάσης μας, κάθε υποαξιοποιημένη δυνατότητα στον τουρισμό, στις μεταφορές, στην έρευνα, και φυσικά τις δράσεις μεγιστοποίησης της παραγωγικότητας μας. Ένα κείμενο που δεν θα αντιμετώπιζε τους μικρούς επιχειρηματίες σαν ενοχλητικά ζιζάνια, αλλά θα τους οδηγούσε σε παραγωγικές ομαδοποιήσεις, σε ελληνικά clusters εξωστρέφειας και καινοτομίας , πριμοδοτώντας τους με χρήσιμα κίνητρα όπως αυξημένη επιλεξιμότητα για τον αναπτυξιακό νόμο, επιδότηση ασφαλιστικών εισφορών , περίοδο χάριτος για ρυθμίσεις προ το Δημόσιο και άλλα πολλά και χειροπιαστά. Ένα κείμενο που θα προωθούσε εκείνες τις ιδιωτικοποιήσεις με το πιο απτό αποτέλεσμα στην πραγματική οικονομία και εκείνα τα δημόσια έργα με την μεγίστη πολλαπλασιαστική επίδραση. Ένα κείμενο που θα προέβλεπε μείωση της φορολογίας σε συνδυασμό με απόλυτη είσπραξη των οφειλών. Ένα κείμενο που θα αύξανε την αποτελεσματικότητα του ανθρώπινοι δυναμικού στο Δημόσιο, με μειωμένο κόστος για τους πολίτες. Ένα κείμενο που εξισορροπούσε την κατάργηση της σύνταξης για μητέρες με ανήλικα τέκνα, με πολύτιμα επιδόματα για τις νεαρές μητέρες. Ένα κείμενο που θα μείωνε τις αβάσιμες υψηλές συντάξεις και θα μείωνε τις άδικες υψηλές ασφαλιστικές εισφορές. Ένα κείμενο που θα υιοθετούσε με Ελληνικό σκεπτικό τις βέλτιστες πρακτικές του εξωτερικού. Ένα κείμενο που καμιά Τρόικα δε θα μπορούσε να απορρίψει.
Οι πολιτικοί μας κατά πλειοψηφία δεν φαίνονται να παίρνουν χαμπάρι από τις αϋπνίες των ανθρώπων της παραγωγής. Οι παλαιού τύπου προσεγγίσεις τους, οι μεσοβέζικες, οι δήθεν ήπιες και «ανθρωπιστικές» , είναι αυτές που μας έφτασαν σ’αυτά τα χάλια. Οι ωραίες κουβέντες, η καλή τηλεοπτική εικόνα είναι άχρηστες όταν ένας υπουργός δεν(?) αντιλαμβάνεται πως κάποιες ΔΕΚΟ είναι κρατικές για να προσφέρουν σε χαμηλή τιμή τα αναγκαία προϊόντα και υπηρεσίες που η κοινωνία και η οικονομία θα αξιοποιήσουν για να προοδεύσουν από κοινού. Δεν είναι κρατικές για να μοιράζουν τα χρήματα που μαζεύουν από όλους τους Έλληνες σε υπεράριθμους υπαλλήλους, επίλεκτους εργολάβους, προνομιακούς προμηθευτές και στρατηγικούς μειοψηφικούς μετόχους. Ένας υπουργός οφείλει να αντιλαμβάνεται πως το κράτος πρέπει να λειτουργεί με όσα μπορεί κι όχι με όσα θα ήθελε να εισπράξει, και πως θα πρέπει να παρέχει στην κοινωνία τη μέγιστη δυνατή ανταπόδοση με τα μέσα που έχει στη διάθεση του. Δυστυχώς, αμφιβάλλω αν όλα τα παραπάνω περνούν καν από το μυαλό των κυβερνώντων, ειδικά τέτοιες μέρες, νομίζω πως αδημονούν να βρεθούν σε κάποιο παραλιακό ταβερνάκι, όπου θα εξασκηθούν αμέριμνοι στους πολιτικάντικους βυζαντινισμούς τους…