Οι γερμανικές εκλογές της 22ης Σεπτεμβρίου, έχουν αποκτήσει σχεδόν μεταφυσικές διαστάσεις στο συλλογικό υποσυνείδητο των Ευρωπαίων του Νότου, σηματοδοτώντας το τέλος ενός (καταστροφικού) οικονομικού κύκλου και την αρχή ενός νέου. Υπερβολές. Δεν προβλέπονται κοσμογονικές αλλαγές, παρά τις προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί και αυτό είναι κάτι που γνωρίζει ήδη η ελληνική κυβέρνηση. Η σπουδή, στα όρια του πανικού ή και πέρα από αυτά, για την εφαρμογή του μέτρου της διαθεσιμότητας στο Δημόσιο, έχει να κάνει ακριβώς με την αγωνία της εξασφάλισης διαπραγματευτικών πλεονεκτημάτων, σε μια δύσκολη συζήτηση που θα ξεκινήσει το φθινόπωρο, εφ’ όλης της ύλης του ελληνικού ζητήματος.
Πρώτο θέμα για την ελληνική πλευρά, είναι η κάλυψη των ελλειμμάτων και του χρηματοδοτικού κενού χωρίς νέα μέτρα λιτότητας, δηλαδή η εξασφάλιση ενός νέου πακέτου οικονομικής στήριξης χωρίς νέο μνημόνιο.
Οι πληροφορίες που έχουν στο Μέγαρο Μαξίμου και στο οικονομικό επιτελείο συγκλίνουν στα εξής:
-Νέο δάνειο δεν προβλέπεται γιατί δεν περνάει από τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών μελών, όπου η κοινή γνώμη θεωρεί ότι τα χρήματα των Ευρωπαίων φορολογούμενων πέφτουν σε ένα βαρέλι χωρίς πάτο.
-Αμεσο κούρεμα με συμμετοχή του επίσημου/θεσμικού τομέα (ΕΚΤ, κεντρικές τράπεζες, κράτη μέλη ευρωζώνης) επίσης δεν προβλέπεται, γιατί η προεκλογική δέσμευση που ανέλαβε η Α. Μέρκελ είναι έντονη και ισχυρή, απέναντι σε μια γερμανική κοινωνία απολύτως επιφυλακτική ως προς το συγκεκριμένο θέμα.
-Αναπτυξιακή βοήθεια με τη μορφή ενός νέου σχεδίου Μάρσαλ, που θα βοηθούσε στην καταπολέμηση της εφιαλτικής ύφεσης που μαστίζει τη χώρα, δεν περιλαμβάνεται στους σχεδιασμούς και οποιαδήποτε πρωτοβουλία για την ρευστότητα θα περιοριστεί στα πλαίσια που καθορίστηκαν κατά την πρόσφατη επίσκεψη Σόιμπλε στην Αθήνα (απελευθέρωση χαμηλότοκων δανείων και ελεγχόμενη αξιοποίηση κεφαλαίων από τα διαρθρωτικά ταμεία).
-Η έκδοση ευρωομολόγου θα μπει στο τραπέζι, αλλά μέσα από μια πολύ αργή διαδικασία που δεν θα περατώνεται στο άμεσα ορατό μέλλον ώστε να θεωρηθεί λύση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων δανεισμού των υπερχρεωμένων χωρών.
Επομένως; Το πιθανότερο είναι ότι αφού γίνει μια απογραφή για να διαπιστωθεί η πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, θα συμφωνηθεί ένα πρόγραμμα που θα περιλαμβάνει μείωση ή και μηδενισμό επιτοκίων, παράταση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων ή και μακρά περίοδο χάριτος, μετακύλιση ενός ποσού από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών στον ΕΣΜ προκειμένου να ελαφρυνθεί το χρέος, επιστροφή κερδών που έχουν βγάλει από τα ελληνικά ομόλογα η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες.
Προφανώς, όλα αυτά δεν αρκούν για να πάρει ανάσα η δοκιμαζόμενη ελληνική οικονομία, που απλώς θα συντηρείται στον αναπνευστήρα μέχρι νεωτέρας.
Κορυφαίοι υπουργοί της κυβέρνησης έχουν να λένε πόσο επίμονη ήταν η Τρόικα στην τελευταία της επίσκεψη εδώ, σχετικά με τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας για κόκκινα στεγαστικά δάνεια. Η σχετική απαγόρευση λήγει τον Δεκέμβριο και οι εκπρόσωποι των πιστωτών αναμένεται από το φθινόπωρο να πιέσουν ασφυκτικά, προκειμένου να μη δοθεί νέα παράταση. Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι πρόκειται για την τελευταία πόρτα που, αν ανοίξει, η κοινωνική ένταση μπορεί να γίνει απόλυτα ανεξέλεγτκη. Και ενώ αυτό έχει εξηγηθεί με πολύ σαφή τρόπο στην άλλη πλευρά, δεν διαπιστώνεται κατανόηση. Τι ακριβώς συμβαίνει; Δεν καταλαβαίνουν; Δεν τους ενδιαφέρει; Η και τα δύο μαζί;
Σταθερή απάντηση δεν δίνουν ούτε οι πιο έμπειροι στις διαπραγματεύσεις κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Αυτό που επισημαίνουν είναι ότι υπάρχει πολύ βαθιά δυσπιστία λόγω των καθυστερήσεων και των παλινωδιών που έκανε η ελληνική πλευρά τα τελευταία τρία χρόνια. «Από την πρώτη στιγμή», εξηγεί υψηλόβαθμη κυβερνητική πηγή, «η Τρόικα ζητούσε κυρίως δύο πράγματα: Αναδιαρθρώστε το άρρωστο κράτος σας, φτιάξτε τους φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς σας για να πιάσετε τη φοροδιαφυγή. Δεν κάναμε ούτε το ένα, ούτε το άλλο». Κατά την ίδια πηγή, επειδή ακριβώς υπάρχει η δυστοκία στα συγκεκριμένα, η Τρόικα αμφισβητεί την ύπαρξη πολιτικής βούλησης για πραγματικές διαρθρωτικές αλλαγές, πολώνεται και συμπεριφέρεται άκρως τιμωρητικά. Αυτή η αντίληψη, άλλωστε, έχει διαχυθεί στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ειδικά στο Βερολίνο, όπου είναι εμπεδωμένη η αίσθηση ότι η πλέον υπερχρεωμένη χώρα της ευρωζώνης σέρνεται στο δρόμο των μεταρρυθμίσεων, χωρίς να το εννοεί, και για το λόγο αυτό οι επιδόσεις είναι αναιμικές.
Υπό αυτό το πρίσμα, το ότι βρισκόμαστε για έκτη χρονιά στην ύφεση και πάμε ολοταχώς προς την έβδομη, ότι η ανεργία έχει φτάσει στο 27% και η κοινωνική συνοχή διαρρηγνύεται, ότι η ανελέητη λιτότητα μας ρίχνει στο φαύλο κύκλο της απόλυτης οικονομικής στασιμότητας, αντιμετωπίζεται από εταίρους και πιστωτές ως αναγκαίο κακό, ως σύμπτωμα, όχι ως αιτία, της σύγχρονης ελληνικής ασθένειας.
Οι απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, έτσι όπως δρομολογούνται, είναι το τελευταίο χαρτί που παίζει η κυβέρνηση προκειμένου να πείσει εκτός συνόρων ότι θέλει και μπορεί να βάλει το μαχαίρι βαθιά στο σώμα του ελληνικού πελατειακού κράτους, που θεωρείται από τους ελεγκτές ως η ρίζα του ελληνικού κακού. «Αν ούτε τώρα δεν αναγνωρίσουν πως διανύσαμε την απόσταση που μας αναλογεί, δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθεί σημείο επαφής ποτέ», μονολογεί κορυφαίος υπουργός που χειρίζεται ένα από τα πλέον εκρηκτικά χαρτοφυλάκια.
Με άλλα λόγια, ακόμη μία φορά, υπάρχει ατμόσφαιρα τελευταίας ευκαιρίας ή τελευταίας ζαριάς. Όπως ανακοίνωσε η Eurostat, το ελληνικό χρέος έφτασε στο 160% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στην ΕΕ ως προς το ύψος του χρέους, ακολουθουμένη από την Ιταλία με 130%, την Πορτογαλία με 127% και την Ιρλανδία με 125%. Ο στόχος του προγράμματος προσαρμογής για μείωση του χρέους στο 120% του ΑΕΠ μέχρι το 2020, είναι απλώς ανέφικτος χωρίς κάποια δυναμική παρέμβαση και αυτό το αναγνωρίζει πρωτίστως το ΔΝΤ, που θα ασκήσει όλη του την επιρροή για να βρεθεί λύση προς αυτή την κατεύθυνση. Ένα κίνητρο για όσους μοιράζουν τα χαρτιά στο παιχνίδι της ευρωζώνης, είναι ότι αυτή η κατάσταση ανεβάζει γενικά τον μέσο όρο χρέους στην Ευρωζώνη. Ένα αντικίνητρο είναι ότι η Γερμανία και πέντε άλλες χώρες, μείωσαν το ποσοστό χρέους τους. Ποιο από τα δύο θα επικρατήσει;
ΠΗΓΗ: Ελεύθερος Τύπος