Η πολυπολιτισμικότητα έγινε πρόσφατα θέμα στον τύπο και στη χώρα μας, όταν δύο κείμενα τάραξαν τα νερά και γιατί υπενθύμισαν τα αδιέξοδα ενός αφελούς μοντέλου της. Αυτό ισχύει περισσότερο για το άρθρο της Σώτης Τριανταφύλλου, λογοτέχνιδας με «αριστερές» καταβολές, που εμφανίζεται να τολμά υπέρβαση της πολιτικής ορθότητας. Το δεύτερο από το Θάνο Τζήμερο, νεόκοπο αστέρα της πολιτικής μιας ιδιόρρυθμης «δεξιάς» προέλευσης, κλείνει με μια χρυσαυγίτικη θα τολμούσα να πω υπεροψία. Τόσο το ύφος όσο και το περιεχόμενο των δύο κειμένων διαφέρει πολύ, αλλά τα διατρέχει το ίδιο νήμα μιας βαθύτατης ξενοφοβίας και προβληματικών λύσεων στα προβλήματα πολυπολιτισμικής συνύπαρξης.
Διόλου τυχαία γράφονται στην Ελλάδα της κρίσης. Η μετανάστευση γίνεται πάντα ορατή ως πρόβλημα σε συνθήκες κρίσης για διάφορους λόγους. Περισσεύει εργατικό δυναμικό με αποτέλεσμα να προκρίνονται φραγμοί σε αυτήν. Eπειδή οι φραγμοί χρειάζονται και ιδεολογική στήριξη αλλά και για άλλους λόγους οι μετανάστες γίνονται αποδιοπομπαίος τράγος για διάφορα κοινωνικά προβλήματα. Πλέον χαρακτηριστική είναι η απόδοση της εγκληματικότητας σε αυτούς, χωρίς ερείσματα. Πρόσφατα στοιχεία και στη χώρα μας δείχνουν μόλις 3% των εγκληματικών πράξεων να συντελούνται από μετανάστες, με σημαντικό μέρος μάλιστα να αφορά την παράνομη είσοδο. Βεβαίως, σε συνθήκες κρίσης τα κοινωνικά προβλήματα εντείνονται περιλαμβάνοντας και τους μετανάστες, ειδικά μάλιστα εάν προσθέσουμε και την αθρόα πλέον εισροή τους από εμπόλεμες και αντιδημοκρατικές χώρες της Ασίας κυρίως. Τα προβλήματα αυτά τόσο από την πλευρά των γηγενών όσο και των μεταναστών οφείλουμε να μην τα κρύβουμε κάτω από το χαλί στο όνομα ανθρωπιστικών στάσεων.
Σε αυτά πάντως τα συμφραζόμενα, τα δύο κείμενα καλούν τους «ξένους» να παραμείνουν στις «δυτικές» κοινωνίες μόνο εάν υιοθετήσουν τις αρχές αυτών των κοινωνιών και εγκαταλείψουν τις ιδαιτερότητές τους. Επικαλούνται δηλαδή τη λογική που έχει αποκληθεί αφομοίωση και στην οποία αντιτάχθηκε η λογική της ενσωμάτωσης, κυρίαρχη μάλιστα συχνά η τελευταία στις πιο δημοκρατικές δυτικές κοινωνίες. Η ενσωμάτωση μέσα από υιοθέτηση κάποιων αρχών της κοινωνίας υποδοχής, διατήρησης παλαιότερων, όπως και δημιουργικής τους ανάμιξης ή ανάδυσης νέων δεν ισοδυναμεί με την πολυπολιτισμικότητα την οποία χτυπά η κ. Τριανταφύλλου, δηλ. τη συνύπαρξη διαφορετικών κλειστών κόσμων με κάποιους μάλιστα να αντιστέκονται σε στοιχειώδη δικαιώματα και ελευθερίες. Και ναι, φαίνεται να πέτυχε σε αρκετές περιπτώσεις όπως στην ανάδυση ενός ήθους πολυγλωσσίας σε ορισμένες μεγαλουπόλεις της Δύσης.
Ούτως ή άλλως, το επίτευγμα της συνύπαρξης με τρόπο ειρηνικό και εμπλουτιστικό για όλους παραμένει όπως έγραψε κάποτε και ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης (σε άρθρο που ατυχώς παρομοιάστηκε πρόσφατα με αυτά που συζητώ εδώ) ένα ζητούμενο των δημοκρατικών κοινωνιών. Συνιστά μάλιστα απόλυτη ανάγκη στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, όπου η μετανάστευση είναι αναπότρεπτη και δεν περιλαμβάνει μόνο φτωχούς και πρόσφυγες αλλά κατεξοχήν στην Ευρωπαϊκή ‘Ενωση και τους μορφωμένους μεοσαστούς. Σύνθετα και διαφορετικά σε κάθε κοινωνικοιστορικό περιβάλλον εμπόδια χρειάζεται να παρακαμφθούν γι’ αυτό. Η υπέρβασή τους δεν υπήρξε ποτέ εύκολη στις δυτικές κοινωνίες που τείνουμε να εξιδανικεύουμε, γιατί δεν έχουν εκλείψει σε αυτές ούτε οι ανισότητες ούτε οι εθνοκεντρικές ιδεολογίες της ομοιογένειας του πληθυσμού με βάση τις οποίες οικοδομήθηκαν – παρότι έχουν εν μέρει περιοριστεί σε χώρες με υψηλή κοινωνική πρόνοια και στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Δεν υιοθετήθηκαν μάλιστα όχι μόνο κοινοί τρόποι αντιμετώπισης των ζητημάτων αυτών αλλά και φιλοσοφίες. Αρκεί να θυμίσω τη διαφορά αγγλοσαξονικής και γαλλικής αντιμετώπισης πρακτικών όπως η χρήση της μαντήλας, που θεωρείται αναφαίρετο ατομικό δικαίωμα στην πρώτη περίπτωση ενώ ποινικοποιείται στη δεύτερη. Μάλιστα τα προβλήματα που χρειάζεται να αντιμετωπιστούν είναι ενίοτε δύσκολα όπως το πώς συμβιβάζεται η δημοκρατία με την θρησκευτική ελευθερία, όταν η τελευταία αντικρούει την πρώτη.
Τα δύο κείμενα δεν βοηθούν πάντως στην κατεύθυνση λύσεων, παρότι θα μπορούσα να τους αναγνωρίσω ότι άνοιξαν τη συζήτηση σε κύκλους εκτός της εθνικιστικής δεξιάς. Απλουστεύουν με κλασικά τεχνάσματα την πραγματικότητα για να προκρίνουν μια διόλου ρεαλιστική πλέον και κοινωνικά άδικη συνταγή: ομοιογενή εθνικά κράτη και απέλαση όσων δεν συμμορφώνονται. Θα σταθώ μόνο στα στερεότυπά τους για το ποιοι είναι οι «άλλοι» και ποιοι «εμείς».
Οι «άλλοι» ή οι «ξένοι» ταυτίζονται με τζιχαντιστές, αποσιωπώντας την ποικιλομορφία τους μεταξύ άλλων των μουσουλμάνων (παρά κάποια αναφορά σε εξαιρέσεις). Βεβαίως, οι μετανάστες στην Ελλάδα σήμερα ίσως δεν έχουν τέτοιους εκπροσώπους (ακόμη κι αν λίγοι τοποθετούν το Κοράνι υπεράνω όλων). Προέρχονται άλλωστε κυρίως από την Ανατολική Ευρώπη, πρωτίστως την Αλβανία, αλλά και οι προερχόμενοι από την Ασία έχουν σε σημαντικό βαθμό τραπεί σε φυγή από το τζιχαντισμό και όχι μόνο τον πόλεμο και τη φτώχεια. Η ταύτιση λοιπόν των «άλλων» της Ελλάδας με τη μαντήλα και την κλειτεροδεκτομή δεν έχει νόημα. Για τη δε σαρία στη Θράκη ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό το ελληνικό κράτος που την έχει νομιμοποιήσει. Επιπλέον, οι «άλλοι» εμφανίζονται ως απρόθυμοι και πιθανώς ανίκανοι να υιοθετήσουν τις αξίες της χώρας υποδοχής, παραμένοντας προσκολλημένοι σε βάρβαρα ήθη κατά την κ. Τριανταφύλλου. Κι όμως κατά καιρούς τη μεγαλύτερη προθυμία για αφομοίωση στη χώρα υποδοχής την έχουν οι ίδιοι οι μετανάστες, με κατεξοχήν παράδειγμα τους Αλβανούς ανάμεσά μας. Εγκατέλειψαν όπως δείχνουν τόσες μελέτες πια ακόμη και τη γλώσσα τους στο σπίτι για να επενδύσουν στην εκπαίδευση των παιδιών τους και να αποβάλουν το κοινωνικό στίγμα. Δεν χρειάστηκαν μάλιστα εκπαίδευση για την αφομοίωση αυτή, της οποίας η ολοκλήρωση παρεμποδίζεται μόνο από το ρατσισμό των Ελλήνων.
Και ποιοι είμαστε «εμείς»; Πρωτίστως «δυτικοί» βεβαίως, για να μη θυμηθούμε ότι αρχές όπως η κοινωνική δικαιοσύνη δεν υφίσταται για τους «άλλους» συχνά στη γωνιά της Δύσης που λέγεται Ελλάδα. Και ποιες είναι οι αξίες μας; Και εδώ οι απαντήσεις όχι τόσο απλές και γιατί ποικίλες αξίες υιοθετούνται στον ποικιλόμορφο επίσης δυτικό πολιτισμό. Αλλά και γιατί για τις λίγες στις οποίες εύκολα θα συμφωνούσαμε όπως η δημοκρατία, η ελευθερία λόγου και ο σεβασμός της ανθρώπινης ζωής έχει χυθεί τόσο μελάνι όχι μόνο για την άνιση εφαρμογή τους αλλά πρωτίστως για την υλοποίησή τους σε ασυνήθιστες καταστάσεις. Για παράδειγμα, πώς συμβιβάζονται ο σεβασμός της ανθρώπινης ζωής με την ευθανασία ή η ελευθερία του λόγου με την απαγόρευση εισόδου στη δημοκρατική και πολυπολιτισμική Γερμανία συζύγων που δεν μιλούν γερμανικά (διάταξη που αναιρέθηκε πρόσφατα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο παρεμπιπτόντως). Τα δύσκολα προβλήματα της σύγκρουσης αξιών συναντώνται και εντός της Δύσης λοιπόν. Παρόλα αυτά, η δέσμευση έστω για την τήρηση κάποιων αρχών για τις οποίες έχουμε πειστεί αξίζει κάθε υπεράσπισης. Ωστόσο, χρειάζεται, μεταξύ άλλων, να πείσουμε τους «άλλους» γι’ αυτές και όχι πρακτικές εκδίωξής τους.