Η χώρα από την ένταξή της στην τότε ΕΟΚ το 1981 κατάφερε να αλλάξει εντυπωσιακά. Έφτιαξε δρόμους, αεροδρόμια, νοσοκομεία, μετρό κλπ., τις βασικές υποδομές της δηλαδή, έστω με καθυστερήσεις, έστω με υπερβάσεις στους προϋπολογισμούς, έστω με κάποιες μίζες. Αυτό όμως που θα άλλαζε πραγματικά τα τοπίο και θα έκανε την διαφορά δηλαδή τον θεσμικό της εκσυγχρονισμό, ούτε που τον ακούμπησε. Οι θεσμοί μπορεί να πήγαν σε καινούργια κτίρια και να έβαλαν υπολογιστές η εσωτερική τους λειτουργία όμως παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη. Εξ ’ου και το φαινομενικά παράδοξο η χώρα να αλλάζει παραμένοντας όμως ίδια.
Η θεσμική καχεξία της χώρας οφείλεται κατά κύριο λόγο στην λειτουργία των κομμάτων (εννοείται με διαφορετικό βαθμό ευθύνης το καθένα), τα οποία ενώ διαθέτουν τα κλειδιά της λύσης αρνούνται να τα χρησιμοποιήσουν.
Κόμματα και πράξη
Κοινό τους χαρακτηριστικό είναι ότι η πολιτική τους καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από πελατειακού τύπου πρακτικές, ενώ η ρητορική τους από έντονο άρωμα λαϊκισμού. Τους αρέσει να περιορίζονται σε συνθηματικούς όρους για την αντιμετώπιση των προβλημάτων χωρίς περαιτέρω ανάλυση και κυρίως χωρίς καμία σύνδεση των προτάσεων πολιτικής με την πράξη, ενώ ταυτόχρονα είναι παντελώς αδιάφορα στις συνέπειες που μπορούν να έχουν οι αποφάσεις πολιτικής που λαμβάνουν και παντελώς ανίκανα να εξηγήσουν το εάν οι πολιτικές που εφαρμόζουν επιφέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και με ποιο τρόπο. Το αγαπημένο τους σπορ είναι η σύγκρουση, ενώ έχουν μια τεράστια αδυναμία να παράξουν συναινέσεις και να συμφωνήσουν έστω στα βασικά. Οι δηλώσεις τους επαναλαμβάνονται οι ίδιες και οι ίδιες λες και έχει σταματήσει ο χρόνος. Έχουν μάθει να στηρίζουν την αναπαραγωγή τους μέσα από αυτή την προσέγγιση των πραγμάτων.
Κόμματα και λόγος
Έχουν καταφέρει επίσης να επιβάλλουν τη δική τους μονοδιάστατη ατζέντα στο δημόσιο λόγο. Η δημόσια συζήτηση περιστρέφεται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από τα ασήμαντα πράγματα των κομμάτων και έχει σκεπάσει τα πάντα. Ποιος έφαγε με ποιον, ποιος συμμάχησε με ποιον, ποιος είπε τι, τι δήλωσε ο ένας και τι ανταπάντησε ο άλλος, τι λένε οι δημοσκοπήσεις. Η συντριπτική πλειοψηφία του πολιτικού δυναμικού της χώρας γυρίζει γύρω από αυτά. Που και που πετάνε κάτι γενικόλογα περί ανάπτυξης, επενδύσεων κλπ., έτσι για ξεκάρφωμα, αλλά πολύ γρήγορα επανέρχονται στο γνωστό σπορ. Ταυτόχρονα δείχνουν μια παθολογική αγάπη στο να μεταφράζουν την πραγματικότητα με τρόπο που να πλήττει τον αντίπαλο. Το ζητούμενο δεν είναι η πραγματικότητα αλλά ο αντίπαλος. Από κοντά και οι δημοσιογράφοι πολλοί από τους οποίους ερμηνεύουν τα γεγονότα με τρόπο που να αβαντάρει το κόμμα που στηρίζουν. Θεωρούν ότι μόνο αυτό πρέπει να απασχολεί τη χώρα και τους πολίτες. Το τι θα κάνει η χώρα σε ένα κόσμο που αλλάζει με τρομακτική ταχύτητα, άστο καλύτερα, αυτά είναι ψιλά γράμματα.
Ο εξοστρακισμός της πραγματικότητας
Είναι αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά των κομμάτων που κρατούν τη χώρα καθηλωμένη. Είναι αυτή η εμμονή τους να βιάζουν συνεχώς την πραγματικότητα και το αυτονόητο.
Το αποτέλεσμα αυτών των πρακτικών είναι η πλήρης διαστροφή της πραγματικότητας ή μάλλον ο πλήρης εξοστρακισμός της από το πεδίο του νοητού. Εάν δεν συμφωνεί η πραγματικότητα με τις αναλύσεις μας τόσο το χειρότερο για αυτήν. Η ερμηνεία οποιασδήποτε δημόσιας τοποθέτησης υποκρύπτει συνεχώς στο υπόστρωμα της, το γνωστό ‘’ή με εμάς ή αναγκαστικά με τους άλλους’’. Η ίδια πραγματικότητα μεταφράζεται με διαφορετικό τρόπο κατά πως μας βολεύει κάθε φορά. Για παράδειγμα οι προσλήψεις στο δημόσιο είναι καλές όταν τις κάνουμε εμείς αλλά άλωση του κράτους όταν τις κάνουν οι άλλοι. Οι παροχές είναι καλές όταν τις κάνουμε εμείς αλλά θέτουν σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα όταν τις κάνουν οι άλλοι. Τελικά ποιοι είμαστε εμείς, ποιοι είναι οι άλλοι και ποια είναι η πραγματικότητα;
Φθάνουμε έτσι πολύ εύκολα σε ένα απέραντο νοηματικό χάος, όπου είναι αδύνατον να βγάλεις άκρη. Αδύνατον να μιλήσουμε με ένα τρόπο που να μετράνε μόνο τα δεδομένα και τα επιχειρήματα. Αδύνατον να πεις το αυτονόητο, ότι για παράδειγμα τη δημόσια διοίκηση την χρειαζόμαστε όχι για να εξυπηρετεί εμάς ή τους άλλους, αλλά για να εξυπηρετεί τους πολίτες και την οικονομία της χώρας.
Το λέγειν για το λέγειν ή άλλα λόγια να αγαπιόμαστε
Εξ’ ου και η τεράστια δυσκολία που έχουμε στο να κάνουμε μια χρήσιμη συζήτηση. Μια συζήτηση η οποία να εστιάζει στις σημαντικές πτυχές ενός προβλήματος και να καταλήγει σε κάποιο λογικό συμπέρασμα. Μια συζήτηση η οποία να ψάχνει το κλειδί της λύσης και όχι την αφηρημένη περιγραφή του προβλήματος. Μας αρέσουν βλέπετε οι θεωρητικές αναλύσεις, και το γνωστό αφού το λένε οι άλλοι είναι οπωσδήποτε λάθος. Ουσιαστικά συζητούμε ακατάπαυστα χωρίς να λέμε απολύτως τίποτα. Λες και το κάνουμε επίτηδες να εγκλωβίζουμε κάθε φορά τη συζήτηση εκεί που δεν υπάρχει λύση.
Η θεσμική παραλυσία της χώρας και η απουσία νοήματος
Όλες αυτές οι πρακτικές αναπαράγουν με μεγάλη ευκολία την θεσμική παραλυσία της χώρας και αυτή με την σειρά της την στρέβλωση του νοήματος. Οι θεσμοί δεν βρίσκονται εδώ για να επιβάλουν τους κανόνες και να γίνεται υποφερτή η κοινωνική συμβίωση. Βρίσκονται εδώ απλώς για να παρακολουθούν την κάθε μικρή ή μεγάλη συντεχνία να ορίζει η ίδια τι είναι καλό και τι κακό, τι είναι δίκαιο και τι όχι και να το επιβάλει στους άλλους.
Κλασσική περίπτωση η βία που ασκείται στο δημόσιο χώρο για παράδειγμα στα πανεπιστήμια. Ανεξάρτητα από τους λόγους και τις ομάδες από τις οποίες ασκείται, αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι ότι όλοι απλώς παρακολουθούμε το φαινόμενο. Τα κόμματα παρεμβαίνουν έναντι του προβλήματος μέσω δηλώσεων και στη συνέχεια ερμηνεύουν τις δηλώσεις μέσω νέων δηλώσεων αποκλειστικά κάτω από το πρίσμα του ενδεχόμενου ψηφοθηρικού κέρδους ξεχνώντας όμως ότι οφείλουν να κάνουν και κάτι για την αντιμετώπισή του. Ορισμένες φορές φθάνουν στο σημείο να προβάλλουν κάτι ακατάληπτες ερμηνείες περί καλής και κακής βίας, ενώ ουσιαστικά αυτό που θέλουν να πουν είναι ότι η βία είναι καλή όταν πλακώνουμε εμείς τους άλλους, αλλά κακή όταν μας πλακώνουν οι άλλοι. Η πραγματικότητα βεβαίως παραμένει ίδια και απαράλλακτη, ο καθένας συνεχίζει να μπαίνει όπου γουστάρει να σπάει ότι γουστάρει, να πουλάει ότι γουστάρει, να επικαλείται ότι γουστάρει.
Ουδείς ασχολείται να θωρακίσει τους θεσμούς, να τους βελτιώσει ώστε να επιτελούν με επάρκεια τον ρόλο τους. Τα κόμματα γνωρίζουν πολύ καλά ότι είναι πρωτίστως δική τους ευθύνη να το πράξουν, όπως γνωρίζουν πολύ καλά επίσης ότι εάν λειτουργήσουν καλύτερα οι θεσμοί υπάρχουν πολλές πιθανότητες να λειτουργήσουν καλύτερα και οι πολίτες. Τους αφήνουν όμως να σαπίζουν με το πέρασμα του χρόνου, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολη την αλλαγή τους στη συνέχεια. Συνέπεια βεβαίως αυτών είναι η απαξίωσή τους κάτι που επιτείνει με την σειρά του την αποχώρηση των πολιτών από τον δημόσιο χώρο και την αναδίπλωση στον εαυτό τους και στον οικογενειακό τους κύκλο, ενισχύοντας έτι περαιτέρω το εθνικό μας σπορ ‘’όλοι εναντίον όλων και ο καθένας για την πάρτη του’’. Ενισχύοντας εν τέλει την αδυναμία μας να κάνουμε τις βασικές διακρίσεις, να δούμε το αυτονόητο, να διακρίνουμε το καλό από το κακό, το λογικό από το παράλογο, να συμφωνήσουμε στην αυτονόητη λύση. Πώς να βγάλεις άκρη έτσι.
Με μας ή με τους άλλους
Όλα αυτά θυμίζουν το γνωστό ανέκδοτο. Κάποιοι συλλαμβάνουν ένα ανθρωπάκο στην Αφρική και του λένε ‘’μεγάλε την έβαψες θα σε σκοτώσουμε’’. Ο ταλαίπωρος άνθρωπος εκλιπαρεί ‘’όχι ρε παιδιά λυπηθείτε με, έχω μικρά παιδιά’’. Αυτοί του λένε ‘’καλά καλά, άστα αυτά, για πες μας με ποιους είσαι με εμάς ή με τους άλλους’’. Ο δύσμοιρος τους λέει, ‘’με εσάς είμαι ρε παιδιά, μα τι λέτε τώρα, με εσάς είμαι’’. Και οι τύποι του απαντούν ‘’φίλε την πάτησες εμείς είμαστε οι άλλοι’’.