Δημοσιεύθηκαν σε σχετική αρθρογραφία επιχειρήματα για την αποκρυπτόμενη ευχέρεια αυτάρκειας των ελληνικών δημοσιονομικών και άρα για την δυνατότητα σταθεροποίησης τους εξαιτίας της μικρής απόκλισης του ποσοστού δαπανών και εσόδων του ελληνικού δημοσίου ως ποσοστό του ΑΕΠ σε σχέση με τα αντίστοιχα μέσα ποσοστά στην ΕΕ, (βλ. Γ. Σταθάκης «Ένα σχεδιάγραμμα της δημοσιονομικής σταθεροποίησης» Η ΑΥΓΗ, 27/05/2012) [1]. Είναι ατόπημα να διαμορφώνεται ένα οικονομικό πρόγραμμα διακυβέρνησης μιας χώρας με τη «μέθοδο» σύγκρισης των σχετικών ποσοστιαίων αποκλίσεων – συγκλίσεων. Επί μιας τέτοιας απλουστευτικής μηχανιστικής (και όχι μεθοδολογίας) οι κριτικές παρατηρήσεις μπορούν να είναι πραγματικά πάρα πολλές. Μία εξίσου απλή είναι η κάτωθι. Το ποσοστό των κρατικών δαπανών ή εσόδων στην ελληνική οικονομία βασίζεται στο δεδομένο της τεράστιας παραοικονομίας. Ωστόσο οι παραοικονομούντες συνεχίζουν να αποτελούν πολίτες αυτής της χώρας. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι οι κατά κεφαλή δαπάνες είναι πολύ λιγότερες καθώς αφορούν και κατανέμονται όχι μόνο τους νομίμως οικονομούντες αλλά και τους παραοικονομούντες. Ουσιαστικά οι πολίτες αυτής της χώρας απολαμβάνουν πολύ λιγότερα από αυτά που καταγράφουν τα επίσημα στοιχεία. Το ίδιο ισχύει και στην πλευρά των εσόδων καθώς οι παραοικονομούντες ουδόλως συμβάλλουν σε αυτά με αποτέλεσμα οι νομίμως οικονομούντες να επιβαρύνονται πολύ περισσότερο από ότι υπονοούν οι επίσημοι αριθμοί. Άρα, όταν μειώνουμε τις δαπάνες η κατά κεφαλή μείωση γίνεται κοινωνικά πιο επώδυνη, ενώ όταν αυξάνουμε τα έσοδα η κατά κεφαλή αύξηση είναι επαχθέστερη. Και αυτό χωρίς να έχουμε λάβει υπόψη τον ήδη ταξικό προσδιορισμό της επίσημης πολιτικής δαπανών και εσόδων. Συμπερασματικά, οι κατά κεφαλή πραγματικές και πολιτικά βαρύνουσες αποκλίσεις, είναι πολύ, μα πάρα πολύ μεγαλύτερες. Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι η μακροσκοπική αναγνώριση των διαρθρωτικών αδυναμιών της. Αυτά τα μάθαμε από το σχολείο, και δυστυχώς ελάχιστα έχουν αλλάξει. Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η μικροδιάρθρωση που καταλήγει στις μακροοικονομικές ανισσοροπίες. Τι θα γίνει με τα κλειστά επαγγέλματα; θα συνεχίσουν τα προνόμια, οι περιορισμοί στην είσοδο και έξοδο από αυτή. Τι θα γίνει με τις ολιγοπωλιακές αγορές; Πως θα ενταθεί ο ανταγωνισμός ώστε να μειωθούν οι τιμές και να βελτιωθεί η ποιότητα των παρεχόμενων προϊόντων και υπηρεσιών; Τι θα γίνει με τις δημόσιες υπηρεσίες που είναι αντιπαραγωγικά διατεταγμένες και προσφέρουν τελικά ακριβές υπηρεσίες χαμηλού επιπέδου. Τι θα γίνει με τη φοροδιαφυγή και τη διαφθορά των δημοσίων υπηρεσιών; Την πολυνομία και τη γραφειοκρατία; Τι θα γίνει με τις ΔΕΚΟ που επιβαρύνουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις με υψηλές τιμές; Τι θα γίνει με τους συνδικαλιστές και τα προνόμια που τους φέρουν συνδιοικητές ελέω των επιλογών των μετόχων και του δημοσίου συμφέροντος;
.
.
Τα παραπάνω αλλά και τα τόσα άλλα μικροοικονομικά σαν τα παραπάνω δεν απαντώνται από το πρόγραμμα της ακραίας αριστεράς κρυπτόμενα πίσω από τη γενική επίκληση για «βαθιές μεταρρυθμίσεις» (ποιών άραγε και με τι περιεχόμενο), αφήνοντας σημαντικά διαχειριστικά προβλήματα του υφιστάμενου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αλώβητο. Τι είναι άραγε αριστερό όταν αφορά στην μικροοικονομία που νοσεί και καταλήγει έτσι στη μακροοικονομική κατάρρευση αλλά εν τέλει και στην μακροοικονομική καταγγελία του συστήματος;
.
Αυτά όσον αφορά τα βασικά και τετριμμένα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Ας περάσουμε τώρα και στα βασικότατα μη τετριμμένα προβλήματα. Ποια είναι η πολιτική που προτείνεται για την αντιμετώπιση των περιορισμών ρευστότητας και της πιστωτικής κατάρρευσης που συντίθεται στην τεράστια αύξηση των επιτοκίων, την εκμηδένιση όλων των εγκρίσεων εκταμιεύσεων δανείων και τέλος την μείωση των υπολοίπων δανείων που έχουν χορηγηθεί στην οικονομία από τις τράπεζες. Ποια θα είναι η πολιτική έναντι του ολιγοπωλιακού τραπεζικού συστήματος που ταλανίζει την οικονομία και καθιστά ακόμα πιο επώδυνη τη ήδη εκτεταμένη πιστωτική κατάρρευση; Και εάν η απάντηση σε όλα αυτά είναι το εκκωφαντικό περί κρατικοποίησης του τραπεζικού συστήματος, ας περάσουμε στην επόμενη ερώτηση: Πως θα αντιμετωπισθεί το πρόβλημα της πιστωτικής κατάρρευσης από το κρατικοποιημένο τραπεζικό σύστημα; Πως θα αντιμετωπισθεί το πρόβλημα της κρίσης ρευστότητας και της τεράστιας μείωσης των καταθέσεων που δυναμιτίζει τη νομισματική ισορροπία και την τραπεζική πίστη; Μήπως με εκκλήσεις προς την ΕΚΤ να αυξήσει τα όρια χρηματοδότησης των ελληνικών – κρατικών – τραπεζών (οπότε πάνε στο βρόντο όλες οι θέσεις για καταγγελία του μνημονίου); Μήπως η εκτύπωση ελληνικών ευρώ και η υιοθέτηση εθνικού νομίσματος (οπότε πάνε στο βρόντο όλες οι θέσεις υπέρ της διατήρησης του ευρώ ως εθνικού νομίσματος); Και εάν ναι, ποιο είναι το σχέδιο για την επόμενη μέρα, βδομάδα, μήνα(ες), όταν οι τράπεζες δεν θα έχουν το νέο νόμισμα (καθώς θα βρίσκεται στη διαδικασία της έγκρισης από τη Βουλή, τα αρμόδια όργανα και της εκτύπωσης), ενώ θα καταγράφεται και έλλειψη και από το παλιό (καθώς η ΕΚΤ δεν έχει κανένα λόγο να χρηματοδοτήσει το χρεοκοπημένο και κρατικό ελληνικό τραπεζικό σύστημα).
.
.
Αντί της μερικής, και απλουστευτικής θεώρησης της ελληνικής οικονομίας και των αναγκών ανασυγκρότησης της χρειάζεται μια ουσιαστική, δομική και προοδευτική θεώρηση επί ουσιωδών βασικών παραδοχών. Και ναι, αυτή η θεώρηση υπάρχει και είναι διακριτά αριστερή (βλέπε Πασχου Μανδραβελη « Υπάρχει «αριστερή απάντηση» στην κρίση; «Καθημερινή», 27/5/2012). [2] Παραδοχή 1. Το ελληνικό μόρφωμα χρειάζεται μεταρρυθμίσεις. Χρειαζόμαστε άμεσα αλλαγές και πρόγραμμα (το δικό μας «μνημόνιο») για να γίνουμε παραγωγικοί και ανταγωνιστικοί. Ανοικτές και προσβάσιμες αγορές με ισχυρές εποπτικές αρχές. Διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας με προσαρμογή και απλούστευση του νομοθετικού πλαισίου. Κράτος πρόνοιας με παροχές στήριξης των πραγματικά οικονομικά ασθενέστερων και μέριμνα για την ενίσχυση της πρόσβασης όλων σε αυτές. Πολιτικό σύστημα που να ακυρώνει κάθε πελατειακή εξάρτηση και να αποκαθιστά την εκπροσώπηση και κυριαρχία της κοινωνίας έναντι των πολιτικών και των κομματικών μελών. Κατάργηση του επαγγελματισμού της πολιτικής και θέσπιση ανωτάτου ορίου δύο θητειών σε όλες ανεξαιρέτως τις εκλόγιμες θέσεις. Κοινωνία ίσων ευκαιριών με ισονομία και ισοπολιτεία. Τραπεζικό σύστημα ανταγωνιστικό με θέσπιση κινήτρων εγκατάστασης ξένων τραπεζών και ενίσχυση των συνεταιριστικών ώστε να λειτουργούν με διαφάνεια και φερεγγυότητα. Μέριμνα για φθηνό χρήμα και αναπτυξιακό σχεδιασμό. Ενίσχυση κλάδων, επιχειρήσεων και επιχειρηματικότητας με ανταγωνιστικότητα και καινοτομία. Ενίσχυση της απασχόλησης με πλήρη ανασχεδιασμό του ΟΑΕΔ και κίνητρα για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Ριζική αλλαγή στην παιδεία και στα συστήματα εκπαίδευσης που να αναδεικνύουν την κριτική γνώση και τη δημιουργικότητα. Άμεση ηλεκτρονικοποίηση όλων των δημόσιων υπηρεσιών και ανασχεδιασμό του κράτους με κέντρο την εξυπηρέτηση του πολίτη και της επιχείρησης. Ανασχεδιασμό του φορολογικού πλαισίου και των σχετικών υπηρεσιών με ενίσχυση της άμεσης φορολόγησης σε σχέση με την ταξικά άδικη έμμεση. Άμεση και πραγματική καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και συγκέντρωση των διαφυγόντων εσόδων. Και τόσα μα τόσα άλλα!! Παραδοχή 2. Χρειαζόμαστε χρηματοδότηση. Η εφαρμογή ενός τόσου μεγάλου προγράμματος αλλαγών και μεταρρυθμίσεων χρειάζεται χρηματοδότηση που θα εξασφαλίζει τους όρους βιωσιμότητας της οικονομίας και της κοινωνίας όσο διάστημα χρειάζεται ο σχεδιασμός και η μετάβαση στο νέο σύστημα. Η χρηματοδότηση γίνεται είτε με ίδια είτε με δανειακά κεφάλαια. Ωστόσο ίδια κεφάλαια δεν είναι δυνατό να εξευρεθούν από μια οικονομία που παράγει ελλείμματα τουλάχιστον μέχρι να καταγράψει πλεονάσματα. Από την άλλη δανειακά κεφάλαια δεν είναι δυνατό να προσελκυσθούν όταν οι δανειστές έχουν ήδη εκτεθεί σε εκτεταμένο δανεισμό έναντι της χώρας ενώ ο δανειζόμενος αποδεικνύεται ανίκανος να ανταπεξέλθει στις συμβατικές υποχρεώσεις έναντι των δανείων του και έχει καταρρεύσει η πιστοληπτική του δυνατότητα. Χρηματοδότηση μέσω των αγορών σε αυτά τα υψηλά επιτόκια είναι πλέον απαγορευτική καθώς έχει λάβει χαρακτηριστικά τοκογλυφίας. Το μόνο σενάριο που παραμένει ενεργό είναι αυτό της χρηματοδότησης μέσω διακρατικών συμφωνιών για όσο διάστημα απαιτείται μέχρι την επιστροφή μας στις αγορές. Σίγουρα, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση των διακρατικών συμφωνιών υπάρχουν ανταλλάγματα η διαφάνεια των οποίων εξαρτάται από το δανειστή. Η συμμετοχή μας στην ΕΕ έχει ουσιαστικά υποχρεώσει την ευρωπαϊκή κοινότητα να διαδραματίσει αυτό το ρόλο, ενώ το κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας της ΕΕ αποτελεί τον εγγυητή των όρων διαφάνειας. [3] Παραδοχή 3. Χρειαζόμαστε συναλλαγματική σταθερότητα. Η επιλογή του ευρώ θα μπορούσε να αιτιολογηθεί επαρκώς από την προαναφερθείσα ανάγκη χρηματοδότησης μας. Επιπλέον θα μπορούσε να ενισχυθεί καταλυτικά από το γεγονός ότι είναι αυτή η συμμετοχή μας στο ευρώ που οδήγησε στο κούρεμα του χρέους και την ριζική μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του εναπομείναντος. Ωστόσο υπάρχει ένας ακόμα ισχυρότατος πολιτικός και ιδεολογικός λόγος. Η ιστορική μας πορεία με όρους συναλλαγματικής ευελιξίας τις περιόδους της δημοκρατικής διακυβέρνησης της χώρας είναι σύμφυτη με την αναβλητικότητα των μεταρρυθμίσεων και την έξαρση του πελατειακού κράτους. Αντίθετα οι περίοδοι της ιστορίας μας όπου οι πολιτικές των διολισθήσεων και των υποτιμήσεων της δραχμής αποδείχθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματική, ήταν περίοδοι αντιδημοκρατικών και αυταρχικών καθεστώτων. Οι επιτυχείς μεγάλες μεταρρυθμίσεις σε μια πραγματικά δημοκρατική πολιτεία απαιτούν συναλλαγματική σταθερότητα. Αναστροφή στη δραχμή θα δώσει παράταση ζωής σε όλο το καθεστώς ανομίας του πελατειακού πολιτικού συστήματος, στις πρακτικές και τους ανθρώπους που μας έφεραν ως εδώ. Παράλληλα θα δώσει την ευκαιρία του πλουτισμού όλων των επιτήδειων κερδοσκόπων και καιροσκόπων που μετέφεραν τον πλούτο τους στο εξωτερικό για να εκμεταλλευτούν την απαξίωση της περιουσίας των μη επιτήδειων ελλήνων μετά την εγκατάλειψη του ευρώ. Τέλος, αδιαμφισβήτητα η δραχμή θα οδηγήσει σε μια περίοδο υπερπληθωρισμού που όσο μικρή και να είναι θα θέσει σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή (κλειστές τράπεζες, τεράστια ανεργία και φτώχεια) και τελικά, την ίδια τη δημοκρατία. [4]Παραδοχή 4. Νομισματική ευελιξία. Η επιτυχής υλοποίηση των παραπάνω απαιτεί νομισματική ευελιξία που θα περιορίζει το κόστος χρήματος και θα παρέχει την αναγκαία ρευστότητα στην οικονομία ώστε να εισέλθει το ταχύτερο δυνατό στη φάση ανάκαμψης. Το πλαίσιο νομισματικής πολιτικής που εξασκεί η Ευρωπαϊκή κεντρική Τράπεζα με τις οδηγίες της Γερμανίας δεν συνηγορούν σε μια τέτοια προσπάθεια. Επιπλέον, η ολιγοπωλιακή λειτουργία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος δεν συμβάλλει σε μια τέτοια προσπάθεια. Συνεπώς η προοδευτική στόχευση είναι ο πολιτικός αγώνας στα πλαίσια της ΕΕ ώστε να αλλάξει η μονεταριστική αντίληψη που κυριαρχεί στους κόλπους της να επαναπροσδιοριστεί ο ρόλος και το καταστατικό της ΕΚΤ, όσο και να ανασχεδιασθεί το πλαίσιο λειτουργίας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος με ικανή εποπτεία και αύξηση του ανταγωνισμού που θα συνεισφέρει στη μείωση του κόστους χρήματος και την αύξηση της ρευστότητας στην οικονομία. Παραδοχή 5. Ελλάδα και ΕΕ. Η ΕΕ αποτελεί την μοναδική ενότητα κρατών που διακατέχεται από πολιτισμικές αρχές που σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, και τις αρχές της δημοκρατίας και εθνικής κυριαρχίας. Σε αυτό το δημοκρατικό πλαίσιο ευρωπαϊκής συνύπαρξης καλούμαστε να δίνουμε τον αγώνα μας κάθε μέρα ώστε να αλλάζει στις κατευθύνσεις της Ευρώπης των λαών που επιλέγουμε να υπηρετούμε. Η συγκυριακή μειοψηφία μας δεν μπορεί να οδηγεί σε έξοδο από το κοινό νόμισμα στην προοπτική της επανόδου μας όταν θα αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί. Έτσι δεν λειτουργούν οι δημοκρατικές ενότητες αλλά οι κοινότητες κοτζαμπάσηδων της Πελοποννήσου στην Ελλάδα της τουρκοκρατίας. Επιτέλους, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να διακυβεύει με τη στάση του (πχ δραχμή) πολιτικά ερωτήματα μεγαλύτερα από αυτά που του τίθενται (πχ Ελλάδα στην ΕΕ). Κάτι τέτοιο ξεφεύγει σαφώς από τα όρια ης αστικής δημοκρατίας και καταλήγει σε πολιτική ανομία και χάος. Επιτέλους, η Ελλάδα είναι Ευρώπη!!!!!
.
.
.
Τα ως άνω συνιστούν αριστερή απάντηση στην κρίση και στηρίζονται σε Νεοκευνσιανές αντιλήψεις που θέλουν ελευθερία επιχειρηματικής λειτουργίας σε ανοικτές και προσβάσιμες αλλά ωστόσο εποπτευόμενες αγορές με υψηλή και ουσιαστική ρύθμιση. Που θέλουν περιορισμό του κράτους σε εποπτικό και συντονιστικό ρόλο. Που διεκδικούν και εφαρμόζουν υποστηρικτική ( accommodating ) νομισματική πολιτική με μέριμνα για ανταγωνιστικό τραπεζικό σύστημα με εποπτεία και φθηνό και προσβάσιμο χρήμα. Που θεωρούν την ευελιξία της αγορές εργασίας ως το απαύγασμα της κοινωνίας ίσων ευκαιριών υπό την αυστηρή προϋπόθεση της λειτουργίας ενός πραγματικού κοινωνικού κράτους με δίκτυ κοινωνικής προστασίας που καλύπτει αποτελεσματικά τους πολίτες στις φάσεις οργάνωσης και αναδιοργάνωσης της επαγγελματικής και φυσικής τους ζωής, Επιπλέον, βασίζονται στην κατανόηση της χρεοκοπίας του πελατειακού συστήματος αλλά και των γενεσιουργών συνιστωσών του και διεκδικούν τον ανασχεδιασμό της δημοκρατίας με άμεση προτεραιότητα την κυριαρχία της κοινωνίας των πολιτών έναντι της πολιτικής κοινωνίας και την από-επαγγελματοποίηση της πολιτικής ως το μόνο μέσο υπέρβασης του πελατειακού πολιτικού συστήματος στο πλαίσιο της 4 ης ελληνικής δημοκρατίας.
.
.
.
.
[1][1] http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=691383
.
[2]http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_27/05/2012_483612
.
[3] Επιτέλους, αν υπάρχει άλλη σοβαρή πρόταση για την εξωτερική χρηματοδότηση της χώρας ας κατατεθεί όχι ως σεναριολογική εκδοχή αλλά ως πραγματική εναλλακτική με όρους, δεσμεύσεις και ανταλλάγματα αλλά και πρωταγωνιστές (Κινέζοι;, Άραβες; Λατινοαμερικάνοι;).
.
[4] Ειρήσθω εν παρόδω: Το πρόγραμμα ανόρθωσης της οικονομίας ακόμα και με δραχμή ουδόλως αποκλίνει από το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία και πολιτεία. Αντίθετα, οι μεταρρυθμίσεις με δραχμή θα πρέπει να γίνουν σε καθεστώς ελλιπέστατης χρηματοδότησης λόγω της αποκοπής μας από τις πηγές δανειοδότησης (βλέπε ΕΕ) και με πλήρη αναζωπύρωση των πάσης φύσεως διεθνών πιέσεων (οικονομικών, εδαφικών κλπ) μετά την παραβίαση των συμβατικών όρων εξυπηρέτησης του χρέους μας.