Τα δυο χρόνια που η ΝΔ είναι στην κυβέρνηση είναι αρκετά για μια πρώτη αποτίμηση της Εξωτερικής πολιτικής που ασκεί. Με δεδομένη την διατήρηση του ευρωπαϊκού πλαισίου και των διεθνών συμμαχιών της χώρας επικεντρωνόμαστε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις . Το άλλο μεγάλο αγκάθι στην Εξωτερική πολιτική , το Μακεδονικό , αφαιρέθηκε επιτυχώς χειρουργικά από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως τα απόνερα της εθνικιστικής αντίδρασης στην Συμφωνία που ενορχήστρωσαν από κοινού η Ακροδεξιά και η ΝΔ , εξακολουθούν να δηλητηριάζουν την κοινή γνώμη και να παρεμποδίζουν την ολοκλήρωση της Συμφωνίας με το πάγωμα της κύρωσης τριών σημαντικών μνημονίων συνεργασίας από την Βουλή . Τα μνημόνια αφορούν την εναέρια αστυνόμευση ( όπου η Τουρκία πρόθυμα θα προσερχόταν σε αντικατάσταση μας) την οικονομική συνεργασία και την παροχή τεχνογνωσίας για τις ενταξιακές διαδικασίες της Βόρειας Μακεδονίας με την ΕΕ.
Πως όμως να προχωρήσει απρόσκοπτα το τελευταίο όταν μεγάλο μέρος του κυβερνώντος κόμματος και της ενδοχώρας του επιχαίρει επειδή η Βουλγαρία παρεμποδίζει την έναρξη των συζητήσεων για την ένταξη της γείτονος.. Προβάλλουν δε με ασύγγνωστη ικανοποίηση το προσφιλές στους πάσης φύσεως εθνικιστές θέμα της γλώσσας για να δικαιολογήσουν την δική τους στάση απέναντι στην συμφωνία των Πρεσπών. Επι δύο χρόνια ενώ η επίσημη Ελλάδα αναγνωρίζει την συμφωνία , η ΝΔ για να μην έχει απώλειες στο εσωτερικό της ακροατήριο κωλυσιεργεί και δεν φέρνει τα μνημόνια στην Βουλή.Και αν για το Μακεδονικό οι μάχες οπισθοφυλακών φαίνεται ότι θα περιοριστούν στην απουσία Σαμάρα από την ψηφοφορία στην Βουλή, στα Ελληνοτουρκικά τα πράγματα είναι αλλιώς και οι συσχετισμοί διαφορετικοί. Πέρα από την Ακροδεξιά πτέρυγα με καταγωγή κυρίως από το ΛΑΟΣ , τον Σαμαρά που δεν μπορεί να κάνει διάλογο με πειρατές , στο μέτωπο της ακινησίας προσχώρησε ρητά το τελευταίο διάστημα και ο Κώστας Καραμανλής. Στην αντιπαράθεση με τον Κώστα Σημίτη για το Ελσίνκι και την παραλίγο συμφωνία στις διερευνητικές το 2003, σπάζοντας την σιωπή του ο πρώην πρωθυπουργός ξεκαθάρισε ότι δεν βλέπει έδαφος για λύση στις ελληνοτουρκικές διαφορές. Με αυτό τον τρόπο βρίσκεται σε συνέχεια και συνέπεια με την πολιτική που ο μέντορας του και Υπουργός Εξωτερικών Πέτρος Μολυβιάτης χάραξε την επομένη της εκλογικής νίκης της ΝΔ το 2004.
Η αιτιολογία Μολυβιατη αξίζει να παρατεθεί γιατί ακόμα σήμερα προσδιορίζει την πολιτική της ΝΔ ακόμα και αν θεωρητικά ο Πρωθυπουργός Κυριακος Μητσοτάκης , πριν αναλάβει πρωθυπουργός ήταν πιο κοντά στην σχολή της επίλυσης των διαφορών με διάλογο και έντιμο συμβιβασμό , στην οποία ανήκε και ο πατέρας του. Το σκεπτικό του Πέτρου Μολυβιάτη είναι το εξής : επειδή στην υφαλοκρηπίδα και σε άλλα θέματα - ειδικά στην αιγιαλίτιδα ζώνη και τον εθνικό εναέριο χώρο- η Ελλάδα θα χρειαστεί , θέλοντας και μη, να υποχωρήσει περισσότερο από ότι αναμένει το ευέξαπτο ελληνικό κοινό ( που αγνοεί τα θέματα του Αιγαίου ) η επίλυση θα είχε μεγάλο πολιτικό κόστος που δεν θα έπρεπε σε καμμία περίπτωση να επωμιστεί μια κυβέρνηση της ΝΔ. ( Πέτρος Μολυβιάτης « Προτάσεις για την εξωτερική πολιτική» στο Ανασκόπηση Αμυντικής και Εξωτερικής Πολιτικής 2000 ΕΛΙΑΜΕΠ). Είναι η πεμπτουσία της σχολής της ακινησίας , που δεν επιθυμεί μεν - σε αντίθεση με τους ποικιλώνυμες εθνικιστικές ομάδες - να οδηγηθούν τα πράγματα στα άκρα με τον ισχυρό γείτονα αλλά δεν έχει και την διάθεση να προχωρήσει σε ουσιαστικό διάλογο για τις υπαρκτές διαφορές με κατάληξη ένα προωθητικό συμβιβασμό ή την παραπομπή των διαφορών που παραμένουν στην Χάγη. Κάνουμε έτσι σημειωτόν, αφήνοντας τον χρόνο να τρέχει και τα προβλήματα άλυτα.
Μόνο έχοντας υπόψη αυτό το σκεπτικό μπορούμε να κατανοήσουμε την αλλοπρόσαλλη στάση Δένδια - με την οποία εκών άκων έτρεξε αρχικά να συνταχθεί και ο πρωθυπουργός- που την μια έστησε αναίτια τηλεοπτικό καυγά με τον Τσαβούσογλου και στην επόμενη συνάντηση δεν ακούστηκε η φωνή του. Το μήνυμα ήταν οτι οι διερευνητικές θα συνεχιστούν , ο τροχός όμως θα συνεχίσει να γυρνάει στον αέρα, δεν πάμε για ουσιαστικό διάλογο και αναζήτησή λύσης, ενδιαφερόμαστε μόνο για αποκλιμάκωση . .
Ο πρωθυπουργός στην συνέντευξη του στην Κυριακάτικη Καθημερινή 4 / 7 και τον Μιχάλη Τσιντσίνη ήταν σαφής : Δεν πάμε για λύση τώρα , θέλουμε ένα ήσυχο καλοκαίρι, δεν έχω δυσκολία να σηκώσω το τηλέφωνο και να μιλήσω με τον Ερντογάν. Κανείς δεν υποτιμά την ανάγκη για ήσυχο καλοκαίρι και την χρησιμότητα άμεσης επικοινωνίας των δυο ηγετών. Όσο όμως δεν δρομολογείται η επίλυση των διαφορών ελλοχεύει ο κίνδυνος νέας κλιμάκωσης της έντασης είτε από αυτό που κάθε πλευρά ερμηνεύει ως προκλητική ενέργεια του άλλου είτε από τυχαίο γεγονός. Δεν ισχυρίζομαι βέβαια ότι είναι εύκολη υπόθεση η επίλυση χρονίων προβλημάτων , είναι όμως εξαιρετικά ανησυχητική η αντίληψη ότι ο χρόνος τρέχει υπέρ μας, οι ψευδαισθήσεις ότι ΗΠΑ ή ΕΕ θα συστρατευτούν μαζί μας σε ανοιχτή αντιπαράθεση με την Τουρκία, ότι θα υπάρξουν - ακόμα και ότι μας συμφέρει να υπάρξουν πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο- κυρώσεις από μέρους της ΕΕ που θα δαγκώνουν.
Όλο δηλαδή το ψευδοοπλοστάσιο που επικαλούνται όσοι θέλουν πάση θυσία να αποφύγουν την δρομολόγηση διαδικασιών που θα οδηγήσουν σε έντιμο συμβιβασμό. Ειδικά αυτό το διάστημα αν η κυβέρνηση προχωρούσε πέραν της προσωρινής αποκλιμάκωσης σε προώθηση συντεταγμένου διαλόγου για λύση φαίνεται ότι θα είχε την στήριξη της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο Αλέξης Τσίπρας ξεπερνώντας αρχικούς δισταγμούς και τις απαιτήσεις ενός τμήματος του κόμματος του να ανταποδώσει τα ίσα στην ΝΔ για την απαράδεκτη στάση της στην Συμφωνία των Πρεσπών , έκανε ένα σημαντικό βήμα. Πρότεινε να προχωρήσουμε σε Ελσίνκι νο 2 και να ακολουθηθεί ο οδικός χάρτης που θα έχει τελευταίο σταθμό την Χάγη , για μια « έντιμη συμφωνία» όπως την προσδιόρισε.
Ο μόνος τρόπος για να παρακαμφθεί η παραλυτική επίδραση του ευέξαπτου και διακομματικά συγκροτημένου ελληνικού κοινού είναι η κοινή στάση των βασικών πολιτικών δυνάμεων της χώρας ώστε να αντιμετωπιστεί η εθνικιστική απορριπτική γραμμή και να επιμεριστεί το πιθανό πολιτικό κόστος. Μια τέτοια πρωτοβουλία θα είχε ευεργετικά αποτελέσματα όχι μόνο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις αλλά και στην εσωτερική πολιτική ζωή γιατί θα αποδείκνυε ότι οι πολιτικές δυνάμεις πέραν της αντιπαράθεσης εντός του δημοκρατικού πλαισίου μπορούν και να συνεννοηθούν σε κρίσιμα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Θα λειτουργούσε δε διαπαιδαγωγικά για τους πολίτες που δεν γνωρίζουν τις πλευρές του Διεθνούς Δικαίου , του Δικαίου της Θαλασσής και των διαφορών στο Αιγαίο και πιστεύουν ότι σε όλα έχουμε εμείς δίκιο και κατά συνέπεια περιττεύει ένας έντιμος συμβιβασμός. Δυστυχώς οι εσωτερικές αντιφάσεις και αντιθέσεις της ΝΔ απομακρύνουν αυτό το ενδεχόμενο. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είτε πλέον δεν θέλει είτε δεν μπορεί -γιατί δεν έχει τους συσχετισμούς - να προχωρήσει σε αυτή την κατεύθυνση. Και το καλοκαίρι κάποτε θα τελειώσει.
Πηγή: tvxs.gr