Αν διαβάσει κανείς το περιεχόμενο της απάντησης του Κώστα Καραμανλή, στο πρόσφατο άρθρο του Κώστα Σημίτη για την συμπλήρωση 20 χρόνων από την απόφαση της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε. στο Ελσίνκι για την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, θα κατανοήσει το εξής: το πώς ένα τμήμα του πολιτικού συστήματος και του διπλωματικού κατεστημένου εμποδίζει την Ελλάδα να επιλύσει τις διαφορές της με την Τουρκία, βασιζόμενο σε ξεπερασμένα στερεότυπα εξωτερικής πολιτικής.
Το αποτέλεσμα είναι να μένουν άλυτα προβλήματα και εκκρεμότητες από το 1973-1974, που -κατά καιρούς και υπό ορισμένες συγκυρίες- «εκρήγνυνται» και οδηγούν την χώρα μας στα πρόθυρα στρατιωτικής αναμέτρησης, σε οικονομική αιμορραγία λόγω υπέρογκων εξοπλισμών αλλά και σε απώλεια ανθρώπινων ζωών εν καιρώ ειρήνης (με πτώσεις πιλότων στην θάλασσα μετά από σκληρές αερομαχίες κ.α.).
Στοιχεία της απορριπτικής πολιτικής φάνηκαν στην πολιτική της κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή (2004-2009). Το σκεπτικό του παλαίμαχου διπλωμάτη Πέτρου Μολυβιάτη, που ήταν ο κύριος χειριστής της εξωτερικής πολιτικής στη Νέα Δημοκρατία, ήταν: επειδή στα θέματα της υφαλοκρηπίδας, των χωρικών υδάτων και του εναέριου χώρου, η Ελλάδα -προκειμένου να βρεθεί μια από κοινού αποδεκτή λύση- θα χρειαστεί «να υποχωρήσει» περισσότερο από όσο «αναμένει η ελληνική κοινή γνώμη», καλό είναι η όλη κατάσταση «να τεθεί στο ψυγείο».
Με βάση την λογική αυτή, καμία ελληνική κυβέρνηση, και πάντως όχι μια κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, δεν πρέπει να βρεθεί στην δύσκολη θέση να σηκώσει το πολιτικό κόστος τέτοιων συμβιβασμών. Βλέπουμε δηλαδή μια ήπια απορριπτική γραμμή: επιφανειακά «ναι» στον διάλογο, αλλά ουσιαστικά «πάγωμα» του διαλόγου.
Δύο αντιλήψεις
Άρα βλέπουμε ότι διαμορφώνονται στην χώρα μας δύο αντιλήψεις και πρακτικές για τα ελληνοτουρκικά θέματα:
1. Η μία αποκρυσταλλώνεται στη φράση που χρησιμοποίησε και ο Κώστας Καραμανλής στη δήλωση του: υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ είναι η μόνη διαφορά που αναγνωρίζουμε. Αυτή είναι η αντίληψη της απραξίας και της άρνησης ανάληψης πρωτοβουλιών. Είναι αυτή που ευθύνεται για την εξέλιξη των σχέσεων των δυο χωρών.
Με δεδομένο ότι α) αυτή η θέση δεν είναι αποδεκτή από την άλλη πλευρά, και β) την εξέλιξη της ισορροπίας ισχύος μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, μάλλον οι σχέσεις τους θα επιδεινώνονται και το κλίμα έντασης θα οξύνεται με απρόβλεπτες συνέπειες.
2. Η δεύτερη αντίληψη είναι αυτή που λέει ότι: πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες με σκοπό την επίλυση όλων των προβλημάτων στις μεταξύ μας σχέσεις, και αυτών που θεωρεί η Τουρκία ως διαφορές, επειδή ακριβώς τα προβλήματα δεν εξαφανίζονται, όταν κάποιος δεν τα αποδέχεται ως τέτοια.
Σε μια τέτοια διαδικασία, όσοι ενστερνίζονται αυτήν την αντίληψη, επιθυμούν την εμπλοκή της ΕΕ και των άλλων σχετικών διεθνών οργανισμών και φορέων, επειδή πιστεύουν ότι αυτό μπορεί να εξασφαλίσει δίκαιες και βιώσιμες λύσεις.
Παράδειγμα αυτής της αντίληψης και πρακτικής, είναι η διαδικασία και η επίτευξη της εμβληματικής Συμφωνίας των Πρεσπών, την οποία τώρα αποδέχονται πολλοί από τους τότε επικριτές της. Χωρίς να παραβλέπεται φυσικά το γεγονός ότι, ούτε η ισορροπία ισχύος μεταξύ των δυο χωρών, ούτε η «δυσκολία» του Μακεδονικού, έχουν σχέση με τα αντίστοιχα στις ελληνοτουρκικές διαφορές.
Φαίνεται η δήλωση Κώστα Καραμανλή έχει διπλό στόχο. Από τη μία πλευρά, επιθυμεί να ανασκευάσει το κλίμα και την εικόνα που δημιούργησε το άρθρο του Κ. Σημίτη εις βάρος του. Από την άλλη, στέλνει μήνυμα στον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι είναι απέναντι σε οποιαδήποτε προοπτική ανάληψης πρωτοβουλιών, από την σημερινή κυβέρνηση, για την επίλυση των διαφορών μας με την Τουρκία. Ας προσθέσουμε εδώ πως, ο διαχρονικά εθνικιστής Α. Σαμαράς έχει ήδη εκφραστεί αρνητικά.
Διαφορές και επίλυση
Διαφορά γεννιέται σε κάθε θέμα για το οποίο υπάρχει διαφορετική εκτίμηση μεταξύ των δύο πλευρών. Εφόσον μία πλευρά εγείρει ένα θέμα, αμέσως προκύπτει μια διμερής διαφορά. Το να αρνείται κανείς το δικαίωμα της κάθε πλευράς να θέσει στον διάλογο τα θέματα που επιθυμεί, ισοδυναμεί με άρνηση του ίδιου του διαλόγου.
Η Ελλάδα έχει εδώ και χρόνια επισήμως δεχθεί, και αυτό είναι καταγεγραμμένο διεθνώς, ότι μαζί με το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας υπάρχουν και άλλα σχετιζόμενα ζητήματα. Το ένα είναι το εύρος των χωρικών υδάτων, το οποίο πρέπει να είναι σαφές πριν προχωρήσουμε στην οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.
Το δεύτερο είναι ο εναέριος χώρος. Από την στιγμή που ρυθμίζουμε οριστικά τα χωρικά ύδατα, επιβάλλεται η ρύθμιση του εναέριου χώρου.
Διότι ο εναέριος χώρος πρέπει να ταυτίζεται με τα χωρικά ύδατα, και όχι το αντίστροφο. Η Ελλάδα έχει την διεθνή πρωτοτυπία να έχει ανακηρύξει μονομερώς εναέριο χώρο στα 10 μίλια, ενώ τα χωρικά ύδατα της είναι στα 6 μίλια. Αυτό δεν γίνεται αποδεκτό από πολλές χώρες, όχι μόνο από την Τουρκία, και αποτελεί πηγή έντασης με αερομαχίες στο Αιγαίο.
Στην κατεύθυνση της ρύθμισης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, θα διευκόλυνε ένα δεύτερο «Ελσίνκι». Όχι, δηλαδή, αποκλεισμός της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, αλλά το αντίθετο. Μια διαδικασία επανασύστασης των σχέσεων Ευρωπαϊκής Ένωσης- Τουρκίας σε νέα βάση. Θα μπορούσε να είναι μια προνομιακή ενισχυμένη “ειδική σχέση”, που δεν θα απέκλειε στο μέλλον μια προοπτική πλήρους ένταξης.
Πηγή: tvxs.gr