Έλληνες και ιστορικός χρόνος

Χρίστος Αλεξόπουλος 18 Νοε 2012

Κάθε φορά που ο ημερολογιακός χρόνος συναντάται με εθνικές επετείους αναδύονται ανάγλυφα μερικά από τα χαρακτηριστικά της σχέσης του Έλληνα με το ιστορικό του παρελθόν και ο βαθμός νοητικής και συναισθηματικής επεξεργασίας της ιστορικής του πορείας. Μια πιο συστηματική ανάλυση αυτών των δεδομένων οδηγεί σε πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για τη σύγχρονη πραγματικότητα και τις προοπτικές ανάπτυξης κοινωνικής δυναμικής. Το τελευταίο αποτελεί σημείο αναφοράς του κάθε θεσμικού εκπροσώπου, όταν κάθε φορά κάνει δημόσια τοποθέτηση, εξάροντας τις αρετές του έθνους και αναζητεί συμβολισμούς, οι οποίοι θα μπορούσαν να συνδέσουν το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον. Σε αυτή την αναζήτηση βεβαίως κυριαρχούν οι εξιδανικεύσεις και ο γενικευτικός λόγος, ενώ ταυτοχρόνως ερεθίζεται και ο συναισθηματισμός των σύγχρονων απογόνων των ηρωικών μορφών της ιστορίας. Ίσως δεν θα ήταν υπερβολή η επισήμανση, ότι σε κάθε επέτειο από την εποχή θεσμοθέτησης τους μέχρι σήμερα οι λόγοι, που εκφωνούν οι θεσμικοί εκπρόσωποι όλων των επιπέδων, αποτελούν «παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα» και ας έχουν περάσει 10ετίες και τα κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά δεδομένα έχουν αλλάξει τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Το ερώτημα είναι, ποια χαρακτηριστικά έχει αυτή η σχέση των Ελλήνων με το ιστορικό παρελθόν και με τι αποτελέσματα σε σχέση με το παρόν και τη δυναμική της εξέλιξης τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Κατ’αρχήν από τη παιδική ηλικία αρχίζει να διαμορφώνεται μια σχέση με το παρελθόν, η οποία βασίζεται στη εξιδανίκευση και την συναισθηματική φόρτιση. Οι σχολικές εορτές στις εθνικές επετείους δείχνουν με τον πιο ανάγλυφο τρόπο το πνεύμα, το οποίο καλλιεργείται. Σε ευθυγράμμιση με την λογική της εξιδανίκευσης και της εθνικής έξαρσης ή με άλλα λόγια συναισθηματικής φόρτισης λειτουργούν οι παρελάσεις και ο τρόπος, με τον οποίο παρουσιάζονται από τους δημοσιογράφους στα διάφορα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Η πραγματικότητα μπαίνει στο περιθώριο. Στη θέση της κυριαρχεί το φαντασιακό πεδίο των κατορθωμάτων του έθνους. Σε αυτό το επίπεδο δεν υπάρχουν αντιθέσεις, αντιφάσεις και προβλήματα. Η λογική του έθνους τα αποσιωπά και στη θέση τους έρχονται οι αρετές του λαού, οι οποίες πάντα κινούνται στον αντίποδα της πραγματικότητας της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής και της απουσίας κοινωνικής συνείδησης.

Εάν παρακολουθήσει κάποιος είτε την παρουσίαση των επετειακών εκδηλώσεων από τους διάφορους σχολιαστές είτε τις δηλώσεις θεσμικών εκπροσώπων, διαπιστώνει, ότι λειτουργεί μια γενικευτική λογική στην προσέγγιση μεμονωμένων ιστορικών γεγονότων, τα οποία ανταποκρίνονται σε αξίες, οι οποίες δεν συναντώνται στην καθημερινότητα σε γενικευμένο βαθμό. Μόνο σε θεωρητικό επίπεδο ισχύει η αλληλεγγύη. Στην πράξη με την μαζική φοροδιαφυγή η κοινωνική αλληλεγγύη είναι ανύπαρκτη. Ακόμη και αξίες, όπως «η κοινωνική δικαιοσύνη», για τις οποίες αγωνίσθηκε ο ελληνικός λαός, όποτε χρειάσθηκε στο παρελθόν, παραμένουν ζητούμενο ακόμη και σήμερα, αν και η εθνική ανεξαρτησία είναι δεδομένη. Εξάλλου για ποια κοινωνική δικαιοσύνη και αλληλεγγύη μπορεί κάποιος να μιλάει όταν οι κυρίαρχες αξίες στην εποχή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού είναι ο ατομικισμός και ο άκρατος ανταγωνισμός.

Αυτό καταδεικνύει την έλλειψη κριτικής επεξεργασίας του ιστορικού χρόνου και της παράδοσης με στόχο την μετεξέλιξη τους στο πλαίσιο των αναγκών της σύγχρονης πραγματικότητας. Το παρελθόν, ως ιστορικός χρόνος, απλά χρησιμοποιείται με ιδεοληπτική λογική χωρίς να γίνονται διεργασίες στο κοινωνικό σώμα για την λειτουργικότητα επίκλησης ιστορικών γεγονότων του παρελθόντος στη σύγχρονη πραγματικότητα.

Το μόνο που επιτυγχάνεται είναι η παροδική συναισθηματική φόρτιση, η οποία όμως έχει στιγμιαία διάρκεια, διότι δεν μετασχηματίζεται σε ερέθισμα για την ανάπτυξη δραστηριότητας στο παρόν. Οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Και αυτό όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε ευρωπαϊκό και ευρύτερα διεθνές επίπεδο.

Η βιωνόμενη πραγματικότητα έχει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά. Σήμερα οι συνθήκες στην Ευρώπη είναι εντελώς διαφορετικές από αυτές του Α’ και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ειρήνη και η συνεργασία βρίσκονται σε στάδιο εμπέδωσης και δεν υπηρετούνται από την λογική της εξιδανίκευσης του ιστορικού παρελθόντος και της ιδεοληπτικής επίκλησης του. Αυτή η αντίφαση ουσιαστικά αποδυναμώνει και φθείρει την αξιοπιστία των επικαλούμενων, ενώ παραλλήλως παρακάμπτει πλήρως την πραγματικότητα και τις ανάγκες της σε σχέση με τη λειτουργικότητα των αξιών, όταν αυτές διαπερνώνται και από εθνικιστικό άρωμα. Οι συνθήκες σήμερα απαιτούν την αλληλεγγύη των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Και αυτές δεν υπηρετούνται από εθνικιστικών διαστάσεων εξιδανικεύσεις του παρελθόντος.

Εκείνο που χρειάζεται στη σύγχρονη εποχή είναι η κριτική προσέγγιση του παρελθόντος, ώστε να αντιμετωπισθούν υπερβατικά οι όποιες αγκυλώσεις και η εσωστρέφεια, η οποία αναπτύσσεται, όταν οι κοινωνίες προσπαθούν να αντλήσουν δυναμική από την ιδεοληπτική προσέγγιση του ιστορικού χρόνου. Ιδιαιτέρως μάλιστα όταν το φαινόμενο της μετακίνησης πληθυσμών έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις.

Παγκοσμίως υπάρχουν 191 εκατομμύρια μεταναστών. Ευτυχώς που οι μισοί σχεδόν μετανάστες κινούνται μεταξύ των χώρων του Νότου. Σύμφωνα με εκτιμήσεις το 47 % περίπου των μεταναστών από αναπτυσσόμενες χώρες ζουν σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες. («Άτλας της παγκοσμιοποίηση», Le Monde Diplomatique, Παρίσι, 2009).

Το υπόλοιπο ποσοστό διακινείται στις χώρες του Βορρά. Η έξαρση του εθνικισμού θα οδηγούσε σε φαινόμενα βίας κατά των μεταναστών. Ιδιαιτέρως σε περιόδους οικονομικής κρίσης, η κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνικές ταραχές, χωρίς να επιλύεται και το συνεχώς οξυνόμενο πρόβλημα της γήρανσης των κοινωνιών του ανεπτυγμένου Βορρά. Η Ελλάδα ανήκει σε αυτές τις χώρες του Βορρά, οι οποίες πλήττονται σε υψηλό βαθμό από αυτό το πρόβλημα.

Όμως η έλλειψη δυναμικής στο κοινωνικό και οικονομικό πεδίο προσδίδει αρνητική προοπτική στην αντιμετώπιση του. Αντιθέτως σε άλλες χώρες με μειούμενο πληθυσμό έχουν ήδη αναγνωρίσει, ότι η κινητικότητα είναι πηγή δημιουργικότητας καθώς και οικονομικής και κοινωνικής δυναμικής. Αυτό βεβαίως ισχύει κάτω από την προϋπόθεση, ότι είναι εφικτή η κοινωνική και οικονομική ένταξη των μεταναστών στο πλαίσιο μιας συστηματικής πολιτικής και δυνατότητας της κοινωνίας να λειτουργήσει με ανοικτούς ορίζοντες και διαπολιτισμική λογική.

Στην Ελλάδα η διαχείριση του ιστορικού χρόνου περνάει και μέσα από τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, τόσο σε σχέση με το ρόλο του να νομοθετεί όσο και με την κομματική λειτουργία στην επικοινωνία με το εκλογικό σώμα και τον συμβολισμό που εκπέμπεται.

Δεν είναι άσχετο το αναντίστοιχο ειδικό βάρος, το οποίο δίδεται στο εθνικό συμφέρον σε σχέση με την πραγματική του διάσταση, ως κριτηρίου στην εφαρμοσμένη πολιτική. Ειδάλλως, πώς να ερμηνευθεί η τεράστιας έκτασης φοροδιαφυγή και η διαφθορά, που χαρακτηρίζουν την πραγματικότητα. Ο συμβολισμός, ο οποίος εκπέμπεται από την κομματική λειτουργία σε επικοινωνιακό επίπεδο, εξαντλεί τα όρια του στην δυνατότητα αποκόμισης κομματικού οφέλους. Η πλειοδοσία σε εθνικό συμφέρον από τη μία πλευρά και το πατριωτικό στη θέση του εθνικού συμφέρον από την άλλη πλευρά εμπεριέχονται στα δομικά χαρακτηριστικά του πολιτικού λόγου. Και στις δύο περιπτώσεις, από το ένα έως το άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος το συναίσθημα και η εξιδανικευτική λογική αποτελούν την πολιτική στόχευση για την αποκόμιση κομματικού οφέλους.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Η εξιδανικευτική και έντονα ιδεοληπτική προσέγγιση του ιστορικού χρόνου με απόληξη την καλλιέργεια εθνικού συναισθήματος καθιστά την κοινωνία εύκολα χειραγώγημη θεωρητικά. Και τούτο, διότι πρέπει να πληρούνται και ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες έχουν σχέση με την βιωνόμενη πραγματικότητα. Όταν αυτή η πραγματικότητα οριοθετείται από παράγοντες, οι οποίοι υπερβαίνουν τα εθνικά όρια, τότε η εθνικιστική οπτική διαχείρισης του ιστορικού χρόνου έχει βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα σε σχέση με την διαμόρφωση κοινωνικού κλίματος. Αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι στη σύγχρονη πραγματικότητα, οι παράγοντες εκείνοι που αποκτούν δομικά χαρακτηριστικά, υπερβαίνουν τα εθνικά όρια.

Για παράδειγμα, το παγκόσμιο κλίμα είναι ένα συγκεκριμένο καθολικό αγαθό, μια μορφή φυσικού δικαίου, από το οποίο πλήττεται κάθε έθνος, ακόμα και εμμέσως λόγω της αναγκαιότητας αντιμετώπισης των επιπτώσεων του κλίματος σε άλλα σημεία του πλανήτη και υποδοχής του ρεύματος μετακίνησης πληθυσμών. Σίγουρα το ποιος πλήττεται, εξαρτάται από τη γεωγραφική θέση. Οι επιπτώσεις όμως διαχέονται ευρύτερα. Η Ελλάδα υφίσταται αυτές τις επιπτώσεις. Το πρόβλημα βεβαίως δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί σε εθνικό επίπεδο. Οι μετακινήσεις πληθυσμών δεν μπορούν να σταματήσουν με την εθνική εσωστρέφεια και τον ρατσισμό. Πολύ πιο λειτουργική και αποτελεσματική θα ήταν η δημιουργία θεσμών σε πλανητικό επίπεδο, οι οποίοι θα διαχειρισθούν τη δυναμική, που αναπτύσσεται.

Το ίδιο ισχύει και για άλλους τομείς ανάπτυξης δραστηριότητας. Στην οικονομία, με την παγκόσμια διαπλοκή που διαπερνά τον καταμερισμό εργασίας και τις μετακινήσεις κεφαλαίων, η διαχείριση δεν μπορεί να κυριαρχείται από εθνική εσωστρέφεια. Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν η χώρα είναι μέλος σε ένα υπερεθνικό μόρφωμα, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και μάλιστα με νομισματική δέσμευση, ενώ η ίδια δεν διαθέτει ανταγωνιστική οικονομία. Η εξιδανικευτική και με εθνικιστικές εξάρσεις διαχείριση του ιστορικού χρόνου με παράλληλες φαντασιώσεις, ότι αυτό αποτελεί το μέσο επίλυσης των προβλημάτων, οδηγεί την κοινωνία κατευθείαν στην κατάρρευση και στην απομόνωση από το ένα μέρος και από το άλλο αναπτύσσεται ο ευρωσκεπτικισμός. Και αυτό προοπτικά αναιρεί την ειρηνική πορεία των λαών της Ευρώπης τις τελευταίες δεκαετίες.

Παραλλήλως αποκτά η εξιδανικευτική διαχείριση του ιστορικού χρόνου φολκλορικά χαρακτηριστικά με αποτέλεσμα από το ένα μέρος να μην συνδέεται λειτουργικά με το παρόν και να μην συμβάλλει στην μετεξέλιξη της παράδοσης σύμφωνα με τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες και από το άλλο μέρος να βοηθά στην διαμόρφωση συνθηκών αποσταθεροποίησης της κοινωνικής συνοχής και ευθύνης. Αυτό είναι αποτέλεσμα της απουσίας συνδετικών κρίκων μεταξύ του ιστορικού χρόνου και των συνθηκών, οι οποίες εκφράζουν το παρόν και τις αξίες που ισχύουν, οι οποίες όμως δεν διαμορφώνονται στο επίπεδο της τοπικής κοινωνίας. Αυτό γινόταν στο παρελθόν. Στη σημερινή εποχή η δυναμική της εξέλιξης προσδιορίζεται από παραμέτρους, οι οποίες υπερβαίνουν όχι μόνο την τοπική αλλά και ευρύτερα την εθνική κοινωνική πραγματικότητα.

Δεν είναι τυχαίο, ότι οι νέοι έχουν μια αποστασιοποιημένη σχέση με το παρελθόν. Παρά την εκπαίδευση που δέχονται από την παιδική ηλικία προσανατολίζονται περισσότερο σύμφωνα με πολιτισμικά πρότυπα, τα οποία υπερβαίνουν τα όρια του ιστορικού χρόνου σε εθνικό επίπεδο, τα οποία εντελώς ανεπεξέργαστα δεν απέκτησαν την απαραίτητη δυναμική, ώστε να ανταποκρίνονται στη σύγχρονη πραγματικότητα. Με αυτό τον τρόπο μεγαλώνει ακόμη περισσότερο η απόσταση μεταξύ των γενεών. Και αυτό σε βάθος χρόνου συμβάλλει επίσης στην αποσταθεροποίηση της κοινωνικής συνοχής.

Η ενίσχυση του εθνικισμού ή της άλλης όψης του νομίσματος της αναγόρευσης των λαϊκών αγώνων σε ιδεολογικό εφεύρημα πατριωτισμού οδηγούν στη διαμόρφωση ενός ιδιόμορφου πολιτικού εθνικού λαϊκισμού, ο οποίος αξιοποιείται με διαφόρους τρόπους από τα κόμματα για αύξηση της επιρροής τους στην κοινωνική βάση.

Αρκεί να ακούσει κάποιος τους εκπροσώπους των κομμάτων στις δηλώσεις, που κάνουν στις διάφορες ιστορικές επετείους ή τους πανηγυρικούς που εκφωνούν. Με εργαλείο την γενικευτική λογική συνδέουν τους απελευθερωτικούς αγώνες για παράδειγμα με την σύγχρονη οικτρή κατάσταση λόγω της κρίσης χρέους και τον αγώνα που δίνει ο ελληνικός λαός για να την ξεπεράσει. Σε αυτή δε την προσπάθεια είναι αξιοπερίεργο, ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τους, ότι ομιλούν για δύο διαφορετικά πράγματα. Στη μεν πρώτη περίπτωση ο αγώνας αφορούσε στην αντιμετώπιση εξωτερικής απειλής και μάλιστα σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες στον ευρωπαϊκό και ευρύτερα παγκόσμιο χώρο. Στη δε δεύτερη ανακηρύσσουν τον ελληνικό λαό σε θύμα, αλλά αποσιωπούν τόσο τη δική τους ευθύνη όσο και τις αρνητικές παραμέτρους της κατάστασης στην ελληνική κοινωνία με τη διαφθορά και τη φοροδιαφυγή. Όταν μάλιστα ένα κόμμα είναι στην αντιπολίτευση παρά το δημοκρατικό πολίτευμα, και τους λειτουργικούς του κανόνες, καλεί την κοινωνία να προβεί σε πράξεις, οι οποίες αναιρούν το δημοκρατικό διάλογο. Ειδάλλως πώς να ερμηνευθούν καλέσματα για «ξεσηκωμό και διαδηλώσεις με στόχο την ανάληψη της εξουσίας από το λαό», δηλ. το συγκεκριμένο κόμμα, το οποίο εργολαβικά εκφράζει το λαϊκό συμφέρον. Ιδιαίτερη μάλιστα εντύπωση προκαλεί η αποστροφή «ή αυτοί ή εμείς». Ελλάς το μεγαλείο σου.

Είναι καιρός πλέον να υπάρξουν ριζικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα, πριν είναι αργά για τον τόπο. Η ευθύνη που βαρύνει το σύνολο των πολιτικών σχηματισμών, είτε διαχειρίστηκαν κυβερνητική εξουσία, είτε κινήθηκαν στην αντιπολίτευση, είναι μεγάλη. Στην πρώτη περίπτωση, διότι με τις αποφάσεις τους δέσμευαν τις εξελίξεις. Στη δεύτερη, διότι με την αντιπολιτευτική τους πρακτική συνέβαλλαν στην διόγκωση της πελατειακής λογικής και στην μετατροπή του συνδικαλισμού σε προέκταση του κομματικού συστήματος. Μέχρι και χωριστές διαδηλώσεις κάνουν τα κομματικά ελεγχόμενα συνδικάτα. Εάν επιθυμούν τόσο τα κόμματα όσο και η ελληνική κοινωνία να υπάρξει ομαλή συνέχεια στον ιστορικό χρόνο, τότε είναι η ώρα για ανάπτυξη εποικοδομητικού διαλόγου σε όλα τα επίπεδα, αυτοκριτική, ανάληψη ευθυνών και πολυδιάστατο στρατηγικό σχεδιασμό για συνέχιση της πορείας στο πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης και της Ευρωζώνης και οικοδόμηση μιας παραγωγικής οικονομίας και κοινωνίας με δυναμικές δομές.

Πάνω από όλα όμως βασική προϋπόθεση είναι ο αναπροσανατολισμός τόσο της κοινωνίας όσο και των πολιτών σε ό,τι αφορά το ρόλο του ιστορικού χρόνου τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Δεν βοηθάει πλέον στην βιωσιμότητα της ελληνικής κοινωνίας στο πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης και όχι μόνο, το ιδεολόγημα, ότι ο ιστορικός χρόνος νομιμοποιεί τις επιλογές του παρόντος και του μέλλοντος. Αυτή η οπτική δεν συμβάλλει στην ανάπτυξη δυναμικής στην ελληνική κοινωνική, πολιτική, οικονομική και πολιτισμική πραγματικότητα. Πρέπει να συνειδητοποιηθεί, ότι το μέλλον δεν βρίσκεται στην εσωστρέφεια και στο φόβο μπροστά σε μορφώματα, τα οποία υπερβαίνουν τα εθνικά όρια. Εάν δεν υπάρξει υπέρβαση και δεν αποκτήσει η Ελλάδα χαρακτηριστικά ανοικτής ευρωπαϊκής κοινωνίας και δυναμικές δομές, τότε η κρίση θα διευρυνθεί και θα πλήξει το σύνολο των κοινωνικών συστημάτων, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε παρακμή. Πρέπει να επιταχυνθεί η ροή του χρόνου και στην Ελλάδα και αυτό είναι εφικτό μόνο, εάν απαλλαγεί η χώρα από την λογική της στατικής θεώρησης του ιστορικού χρόνου.