Ελληνικός και ευρωπαϊκός πατριωτισμός

Αικατερίνη Μπέζα- Τσουρουπάκη, 17 Ιαν 2025

«Θα ξεφυτρώσει άραγε και από αυτήν την παγκόσμια γιορτή του θανάτου, μέσα από την άγρια πυρκαγιά, που πυρπολεί τον βροχερό βραδινό ουρανό τριγύρω, κάποτε η αγάπη;». – Τόμας Μαν, «Το μαγικό βουνό».

Με δύο πολύνεκρους πολέμους τριγύρω μας, τις φονικές απειλές, τη διαφαινόμενη ανατροπή των συσχετισμών ισχύος, εντός της αποκαλούμενης «Δύσης», τους κινδύνους και τους φόβους που προβάλλονται εμπρός μας με την επιστροφή των εθνικισμών και την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, που ξυπνούν τα φαντάσματα της ιστορίας, το οδυνηρό και αναπάντητο αυτό ερώτημα του Τόμας Μαν στο «Μαγικό βουνό», που συνοψίζεται στο τέλος του, αποκαλύπτει ένα πεπρωμένο: Την ανάγκη μιας αληθινά ενωμένης Ευρώπης, που σήμερα με την οργισμένη αναστάτωση που υπονομεύει τη δυτική δημοκρατία και όλα τα μεταπολεμικά επιτεύγματα που εμπερικλείει, κακοφορμίζει σιωπηρά. Είναι το πεπρωμένο που ως ύστατος οιωνός αναγγέλλεται δραματικά από τον ποιητή Auden όταν λέει: «Πρέπει να αγαπήσουμε ο ένας τον άλλον ή να πεθάνουμε». Άλλωστε ο νόμος της αυτοκαταστροφής και ο νόμος της αυτοσυντήρησης είναι το ίδιο ισχυροί στην ανθρωπότητα, όπως φωνάζει ένα από τα πρόσωπα στο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι «Ο Ηλίθιος».

Είναι πιθανό να βρισκόμαστε σ’ ένα ιστορικό μεταίχμιο, που σήμερα φαίνεται να συνάγει συμπερασματικά και η πολιτική σκέψη, την οποία πάντα απασχολούν τα μεγάλα ερωτήματα και που εξαιτίας της σημασίας που υπονοεί υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια της εποχής του. Μπορούμε ίσως να υποθέσουμε ότι βρισκόμαστε στη μεταιχμιακή στιγμή του τέλους της σημερινής τάξης πραγμάτων και της μετάβασης σε μία νέα εποχή, που το μέλλον θα μοιάζει υπερεθνικό. Θα τείνε προς μία πολυεθνική ευρωπαϊκή πατρίδα και ένα ευρωπαϊκό πατριωτισμό, χωρίς την κατάργηση ή τη συγχώνευση των εθνών, αλλά μέσα σε συγκεκριμένα γεωγραφικά και εθνογραφικά όρια. Θα πρόκειται υπό μία έννοια για ένα νέου τύπου έθνος, πάνω από τα παλαιά έθνη, αφού κανένα κράτος δεν έχει διάθεση να δεχθεί μειώσεις της εθνικής προσωπικότητάς του. Ο στόχος είναι ένας νέος εθνισμός, ως ένα φαινόμενο ενός υπερκρατικού κοινωνικοπολιτικού συστήματος.

Ο ευρωπαϊκός άνθρωπος, που τείνει να διαμορφωθεί, είναι ένας καινούργιος τύπος, ιδεολογικός, πολιτικός, κοινωνικός και εθνικός, με την έννοια που προανέφερα. Αλλά για να κατανοήσουμε τι αντιπροσωπεύει αυτός ο νέος τύπος, θα πρέπει πρώτα να δούμε τι περιέχει ο νέος εθνισμός. Εμπεριέχει ασφαλώς μία εθνική συνείδηση νέου τύπου, που προϋποθέτει ότι όλα τα έθνη της Ευρώπης αποδέχονται συνειδητά την ταυτότητα του Ευρωπαίου πολίτη. Προσυπογράφουν το ευρωπαϊκό σύνταγμα, καταρτίζοντας με αυτόν τον τρόπο ένα συμβόλαιο πλήρους ευρωπαϊκής ενοποίησης (πολιτικής, οικονομικής και αμυντικής), αυτό ακριβώς δηλαδή που θα αποτελεί τη νέα εθνική συνείδηση των ενωμένων ευρωπαϊκών εθνών. Αυτό δε σημαίνει συγχώνευση των παλαιών εθνών, αλλά μία πολυεθνική ευρωπαϊκή πατρίδα, που θα αποτελεί ένα νέου τύπου έθνος, πάνω στα παλαιά έθνη, προορισμένο στο εξής να επηρεάζει την εξέλιξη του κόσμου, σαν μία ηγετική παγκόσμια δύναμη. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στη συνείδηση του πολίτη θα είναι δυνατό να συνυπάρχουν δύο επίπεδα: Στο επάνω επίπεδο ο πολίτης είναι ευρωπαίος και στο κάτω επίπεδο είναι Έλληνας, Γάλλος, Γερμανός κλπ. Όμως ο ιδιότυπος αυτός πολυεθνικός ευρωπαϊκός οργανισμός, θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα άγχος αφομοίωσης και απώλειας ταυτότητας, ιδίως σε ένα μικρό κράτος όπως είναι το δικό μας. Ωστόσο είναι αρκετά τα ιστορικά παραδείγματα, που μπορούν να διαψεύσουν τον φόβο αυτόν όπως είναι των Σικελών, των Ουαλλών, των Βαυαρών κλπ. Άλλωστε η πατρίδα παρότι καταδικαζόταν από τα κομμουνιστικά κόμματα, ως ιδέα ιστορικά ξεπερασμένη, όταν ο Χίτλερ επιτέθηκε στη Σοβιετική Ένωση, αυτή κήρυξε τον πατριωτικό πόλεμο και ο λαός πολέμησε ηρωικά, όπως άλλοτε για την «πατρίδα».

Η ιδέα αυτή είναι μία αληθινή πρόκληση απέναντι στην ιστορία και είναι ακόμη πιο σημαντική, διότι αυτό θα οδηγήσει σε ένα νεώτερο συγχρονισμένο πανευρωπαϊκό ανθρωπισμό, που θα διαμορφώσει τις συνθήκες μιας πανευρωπαϊκής κοινότητας, με μικρότερες ανισότητες. Το πόσο πιθανό είναι αυτό μας το αποδεικνύει το παράδειγμα της Αθήνας με τη Σπάρτη στον πελοποννησιακό πόλεμο που ήταν θανάσιμοι εχθροί. Σήμερα αυτό φαντάζει εξωφρενικό.

Πιστεύω ότι κανένας ενήμερος άνθρωπος δε θα ήθελε να αρνηθεί την ιδέα μιας αληθινά ενωμένης Ευρώπης, μιας πιο ισχυρής, πιο ολοκληρωμένης, πιο συλλογικής. Μιας Ευρώπης χωρίς τους ανταγωνισμούς που τη φτωχαίνουν και χωρίς τους εθνικισμούς, που εμπεριέχουν τον κίνδυνο παραγωγής μίσους και πολέμων. Οι εθνικισμοί θα πρέπει να αποκτήσουν ένα πιο ουσιαστικό περιεχόμενο, πιο ανθρωπιστικό, πιο δημοκρατικό και εν τέλει πιο πατριωτικό. Είναι αναγκαία η μετάβασή μας από τον επιζήμιο εθνικισμό, στον δίκαιο και αληθινό πατριωτισμό. Έναν πατριωτισμό, στον οποίο συμπίπτουν το αρχέγονο πάθος για την πατρίδα, ως ιδέα και η αξεπέραστη αίσθηση της ζεστασιάς του οικείου, ως εμπειρία.

Είναι αναγκαίο ωστόσο να πούμε, ότι παρότι θεωρητικά καταλαβαίνουμε τη διάκριση ανάμεσα στον πατριωτισμό και τον εθνικισμό, στην πράξη είναι συχνά πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τις έννοιες αυτές, που με τις αλληλοσυναιρέσεις τους και τις αλληλοαναιρέσεις τους, μας αφήνουν κάποιο δισταγμό και μία αμηχανία. Μία θαμπή σύλληψη, για το πού τελειώνει ο πατριωτισμός και πού αρχίζει ο ιδιότυπος και κάποιες φορές επιζήμιος εθνικισμός.

Σήμερα η Ευρώπη μετά και τις αμερικάνικες εκλογές, μοιάζει πλέον αναπόδραστα ανοχύρωτη σ’ ένα επέρχεσθαι γεμάτο διακυβεύσεις και το πόσο σημαντική για την επιβίωσή της είναι η ολοκλήρωση της ενοποίησής της, μας το θυμίζει ο Αλμπέρ Καμύ λέγοντας: «Η πρόοδος δεν είναι να αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά να τον βοηθήσουμε να μην διαλυθεί». Ωστόσο οι ευρωπεσιμιστές θα απαντούσαν ότι αυτό βρίσκεται στα όρια μιας αφελούς αισιοδοξίας ή ίσως μιας αξεπέραστης χίμαιρας. Αυτό δε σημαίνει ωστόσο ότι δεν πρέπει να θυμίζουμε στον εαυτό μας το πόσο κρίσιμο είναι σήμερα, παρά τις πραγματικές περιπλοκές, να χτιστεί κάτι διαφορετικό.

Είναι γεγονός ότι η εθνική συνείδηση και τα ζωηρά πατριωτικά συναισθήματα, στηρίζονται στην κοινότητα της ιστορικής καταγωγής και της συλλογικής μνήμης από κοινές ευτυχίες, δόξες και συμφορές. Τα έθνη βαθιά ριζωμένα το καθένα στη γη του, διεκδικούν με αγάπη αλλά και με πάθος την εθνική τους αυθυπαρξία, τη γλώσσα τους, τον πολιτισμό τους, τις αξίες τους, την εθνική τους ιδιοτυπία. Με την έννοια αυτή οι λαοί μιλούν μία γλώσσα πατριωτική, που εμπερικλείει σεβασμό προς τις εθνικές συνειδήσεις και παραδόσεις και ένα συλλογικό πνεύμα υπεροχής, βαθιά ριζωμένο στην ψυχή του πλήθους. Αυτό εκφράζεται και με τη χρήση της αντωνυμίας «μας», όπως «ο πολιτισμός μας», «η δημοκρατία μας», και ούτω καθ’ εξής.

Έτσι, επιχειρώντας μία αντικειμενική ερμηνεία της ελληνικής εθνικής αυτοσυνείδησης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πίστη στον ελληνισμό ήταν πάντα κάτι απόλυτα προσδιορισμένο και αδιαμφισβήτητο. Υπαγόρευε μία στάση ζωής, που σκοπό είχε να δώσει μορφή στην αφηρημένη ατομικότητα που ονομάζεται ελληνισμός. Αφηρημένη γιατί δύσκολα μπορείς να προσδιορίσεις το περιεχόμενό του και ατομικότητα αφού συμβάλλει μέσω της γλώσσας και του τοπίου της παιδικής ψυχής στη συγκρότηση του χαρακτήρα και της μοναδικότητας. Ο ελληνισμός συνδέεται με καθετί που δίνει νόημα στον ελληνικό πατριωτισμό. Συνδέθηκε επιπλέον και με καθετί που ονομαζόταν παράδοση και είχε μόνιμη και δημιουργική επίδραση σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Είναι η χώρα που κατά μία άποψη παρέδωσε στην ανθρωπότητα τον πολιτισμό και χωρίς καμία αμφιβολία τη δημοκρατία, που ίσως πρόκειται μετά και την επίδραση του ελληνικού πολιτισμού στον δυτικό πολιτισμό, για ένα παγκόσμιο πολιτισμό. Είναι η παράδοση με την οποία συνδέθηκε κάθε γενιά για να μπορέσει να κατανοήσει τον κόσμο και την ίδια της την εμπειρία. Αυτό έγινε από τότε που οι Ρωμαίοι, υιοθέτησαν την ελληνική σκέψη και την ελληνική παιδεία και τις θεώρησαν σαν «κλασσικές» και βάζοντας τη δική τους παιδεία, κάτω από την εξάρτηση της πνευματικής παράδοσης της Ελλάδας, έκαναν την ελληνική κληρονομιά, παράδοση.

Ωστόσο, το θάμπωμα της ανάμνησης των πρώτων αρχών της παράδοσης και το τέλος της, με τη σιωπή αυτής της νύχτας που έσπασε τη συνέχεια της ιστορίας του δυτικού κόσμου, λόγω της αδυναμίας της παράδοσης της σκέψης μας να δώσει αποκρίσεις στα καινούργια προβλήματα, συνεπέφερε και τον επαναπροσδιορισμό όλων των αξιών. Η πνευματική μοναξιά του νεότερου ανθρώπου, βρίσκει την πρώτη έκφρασή της σε αυτήν την αμηχανία της σύγχυσης και της απελπισίας, που επικράτησε όταν η παράδοση πέθανε και οι ιδέες του Πλάτωνα έχασαν την ικανότητά τους να φωτίζουν τον κόσμο και το σύμπαν. Οι ιδέες μεταμορφώθηκαν σε απλές αξίες ανταλλάξιμες και αντικαταστατές, που αφέθηκαν στον κοινωνικοποιημένο άνθρωπο, ο οποίος αποφάσισε να μην εγκαταλείψει αυτό, που για τον Πλάτωνα ήταν το «σπήλαιο» των ανθρώπινων πραγμάτων. Έναν κόσμο κατοικημένο μονάχα από σκιές και φαινομενικότητες, σε αντίθεση με τον κόσμο των αιώνια αληθινών ιδεών.

Παλινδρομώντας και πάλι στον διαχωρισμό των εννοιών πατρίδας και έθνους, πατριωτισμού και εθνικισμού, θα πρέπει να αναφερθούμε στον Γάλλο ιστορικό Charles Le Goff, ο οποίος αφού κάνει τον διαχωρισμό ανάμεσα στην πατρίδα και το έθνος, χαρακτήρισε τον εθνικισμό ως «έναν από τους μεγαλύτερους εχθρούς της κοινωνίας» αφού «το έθνος αποκλείει τα άλλα έθνη ενώ η πατρίδα αναγνωρίζει τη νομιμότητα των άλλων πατρίδων».

Η σωστή Ελλάδα θα πρέπει να είναι η σύνθεση των θετικών πλευρών της νεοελληνικής ταυτότητας και παράδοσης με τις θετικές πλευρές της Δύσης και όχι η προσήλωση σε μύθους και οράματα, όπως μας λέει ο Εμμ. Κριαράς. Οι μύθοι είναι πολλοί στη σημερινή ελληνική αυτοσυνείδηση, με κυρίαρχο αυτόν που αφορά την φυλετική και πολιτισμική ανωτερότητα των προγόνων και τον σχετικό με αυτόν μύθο της ιδιαιτερότητας και υπεροχής.

Παρά τους μύθους όμως και τις σημαντικές περιπλοκές που παρουσιάζει το ζήτημα της ουσιαστικής εμβάθυνσης και ενοποίησης της Ευρώπης, νομίζω ότι βρισκόμαστε στη μεταβατική εποχή της αναγκαστικής συμφιλίωσης του παρελθόντος με το νέο, για να γεννηθεί κάτι βιώσιμο για την ορατή πια μελλοντική περίοδο της Ευρωπαϊκής Ιστορίας. Η Έκθεση του Μάριο Ντράγκι το επισημαίνει αυτό με τον πιο δραματικό τόνο και προτείνει λύσεις που ίσως σήμερα από κάποιους να θεωρούνται ουτοπικές. Αλλά ωστόσο το ίδιο το σύστημα αντιλαμβανόμενο την ανελέητη τυραννία της ανάγκης, αναπροσαρμόζεται πρακτικά συνεχώς στη ζωντανή πραγματικότητα που ξετυλίγεται με ποικίλους τρόπους, χειραφετημένο από τις προβλέψεις των θεωρητικών. Το σύστημα ίσως προνοεί ώστε να μας μείνει ο πρώτος πολιτισμός στην ιστορία που διατηρεί και καλλιεργεί όλες τις τάσεις και παραδόσεις για να μη μείνουμε με τον κόσμο των φαινομένων, ο οποίος όμως κατά τον Νίτσε έχει και αυτός καταστραφεί μαζί με τον πραγματικό κόσμο.

Ο προβληματισμός αυτός για την πορεία της ανθρωπότητας που πλέον τείνει προς ένα τοπίο μόνιμων απειλών πολέμου, εκφράστηκε αξεπέραστα ως σήμερα από τον Μπέρτραντ Ράσσελ (Το μέλλον της ανθρωπότητας), ανεπανάληπτο απολογητή του ανήσυχου 20ου αιώνα, θέτοντας με δραματικό τρόπο το δίλημμα το οποίο σήμερα, ιδίως για την Ευρώπη που διατρέχει τον κίνδυνο ενός υπαρξιακού σοκ, είναι ακόμη πιο επιτακτικό: αν θα ζήσουμε κάποτε σε μία παγκόσμια αρμονία ή αν θα σταθούμε μάρτυρες εμείς ή τα παιδιά μας μιας βιβλικής Αποκάλυψης, ενός πυρηνικού Αρμαγεδώνα.