Η εκτενής, κατατοπιστική και στοχαστική μελέτη «Ελληνική πεζογραφία 1974-2010, το μέτρο και τα σταθμά», βιβλίο με το θέμα του τίτλου του, της Ελισάβετ Κοτζιά, εκδ.Πόλις, διαθέτει την ικανότητα να διεισδύει αναλυτικά και σε βάθος στα ζητήματα που θέτει. Το βιβλίο περιέχει κριτικά μέρη που αξιολογούν και κρίνουν συγκεκριμένα έργα νεοελλήνων συγγραφέων και αυτούς τους πεζογράφους που δημοσίευσαν μετά την πτώση της δικτατορίας, έως την χρονολογία της εμφάνισης της κοινωνικοοικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, το 2010. Σπουδαιότερες αρετές του μεγάλου αυτού δοκιμίου είναι η αναλυτική ικανότητα της συγγραφέως και η δυνατότητά της να απλώνεται στα παρεμφερή, συγγενή θέματα με αυτά που ασχολείται και να εμβαθύνει τη μελέτη της με ανατομικές αναλυτικές δεξιότητες.
Οι μεταπολιτευτικοί ζωγράφοι αποτελούν το κυρίως σώμα της εμβριθούς εργασίας της Ελισάβετ Κοτζιά. Η Κοτζιά εντοπίζει σημαντικούς πεζογράφους μας με ικανότητες ρεαλιστικής προσέγγισης κι απόδοσης της κοινωνικής πραγματικότητας, τη Μ.Δούκα, τον Αλ.Πανσέληνο, τον Συμπάρδη, τον Δ.Νόλλα και τον Καλούτσα.
Άλλοι συγγραφείς όπως ο Τηλέμαχος Κώτσιος κι ο Σωτήρης Δημητρίου επικρίνουν τη στάση των αριστερών στις σοσιαλιστικές-κομμουνιστικές χώρες όπου η συμπεριφορά τους εξομοιώθηκε με των αντιδραστικών δεξιών…
Ανάμεσα στους μεταπολιτευτικούς πεζογράφους, ορισμένοι νεότεροι όπως ο Τ.Θεοδωρόπουλος, ο Χρίστος Βακαλόπουλος – της Γραμμής του ορίζοντος, 1991 – και ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, ενδιαφέρθηκαν για την ελληνική εθνική ταυτότητα, σε αντιδιαστολή με την ευρωπαϊκή.
Άλλοι, όπως οι λογοτέχνιδες Ε.Σωτηροπούλου και Μήτσορα και οι Γ.Σκαμπαρδώνης και Τ.Καλούτσας(1) ασχολήθηκαν κυρίως με τον ιδιωτικό βίο και την ιδιωτική σφαίρα των χαρακτήρων τους. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 εμφανίστηκαν πεζογραφήματα ξανά για τον δημόσιο και κοινωνικοπολιτικό, ελλαδικό χώρο, από τους Βαλτινό, Π.Μάρκαρη και Α.Αποστολίδη με τα ρεαλιστικά αστυνομικά τους, και τον Β.Μπούτο και τον Ν.Θέμελη. Ο Β.Χατζηβασιλείου εκτιμά πως στην περίοδο 1974-2010 η πεζογραφία μας διανύει μια κίνηση εκκρεμούς ανάμεσα στο συλλογικό και το ατομικό, και ξανά μεταξύ κοινωνικού και προσωπικού, μεταβάλλοντας κάθε τόσο τα όρια των πεδίων τους.
Η ερμηνευτική κριτική
Στα έξι κεφάλαια του Δεύτερου Μέρους, Η ερμηνευτική κριτική, η Ε.Κοτζιά παραθέτει έξι τύπους, έξι τάσεις και ταξινομήσεις της μεταπολιτευτικής πεζογραφικής μυθοπλασίας. Θα μπορούσε να τοποθετήσει κι άλλη μία κατηγορία, μιλώντας περιφραστικά αυτή της ατομικής, προσωπικής και υπαρξιακής κατάστασης κι αναζήτησης, όπου θα μπορούσαν να ενταχτούν πεζογραφήματα, τάσεις και θέματα ψυχογραφικά, υπαρξιακά, ψυχολογικά κι ερωτικά(2), θέματα ωρίμανσης κι (αυτό)διαμόρφωσης· πρόκειται για την ιδιωτική-υπαρξιακή υποκατηγορία/ταξινόμηση της οποίας η Κοτζιά παρουσιάζει πολλά παραδείγματα σε διάφορα αποσπάσματα του βιβλίου. Αναρωτιόμαστε αντιστοίχως, ορισμένες φορές, μήπως η Ε.Κοτζιά φόρτωσε στην παρωδία περισσότερα έργα από όσα της ανήκουν.
Η πρώτη ενότητα με την οποία ασχολείται η Κοτζιά είναι αυτή της πεζογραφίας ρεαλιστικής στόχευσης της πρώιμης μεταπολιτευτικής μυθοπλασίας. Αναφέρεται στη σχέση της με τον ρεαλισμό, με τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, με την αριστερά, τις οικογενειακές σχέσεις, τη γυναικεία, εργασιακή και ερωτική χειραφέτηση και τον ιδιωτικό βίο και ρόλο, εν μέσω κοινωνίας.
Μέσα στη μεταπολίτευση γεννιέται ένα νέο υποκείμενο, πιο εξατομικευμένο και ιδιαίτερο, σε έργα του Σκαμπαρδώνη, της Δούκα, του Συμπάρδη, του Πανσέληνου και του Καλούτσα, απομακρυσμένο από την πολιτική συνείδηση κι αγωνιστικότητα των παλιότερων υποκειμένων της πεζογραφίας. Οι αλλαγές της περιόδου 1980-2010 στο πώς διαμορφώνεται η ζωή στην πόλη, στις οικογενειακές σχέσεις στο σπίτι, στον έρωτα και στην επιμέλεια του εαυτού εκφράζονται στα πεζογραφήματα του Συμπάρδη, του Πανσέληνου, της Δούκα, της Καλούτσα, του Τατσόπουλου, της Σωτηροπούλου, του Κούρτοβικ, του Χαρτοματσίδη και άλλων. Αναφορικά με τις ερωτικές και σεξουαλικές σχέσεις, την αγάπη, τη χειραφέτηση των γυναικών, τα ζευγάρια και τον έρωτα, εντοπίζουμε μερικά ή συνολικά-γενικά ή αποσπασματικά, μια διαφορετική, πιο απελευθερωτική νοοτροπία και αντιμετώπιση ευρύτερα, σε έργα αρκετών γυναικών, έμμεσα ή και άμεσα, των Έρσης Σωτηροπούλου(1), Αγγέλας Καστρινάκη, Μαρίας Ευσταθιάδη, Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, Ζυράννας Ζατέλη, Μαρίας Γαβαλά, Μ.Μήτσορα, Σώτης Τριανταφύλλου, Μ.Δούκα, Λένας Διβάνη, Μ.Βαμβουνάκη, Ευγενίας Φακίνου, Μαρλένας Πολιτοπούλου, Λίας Μεγάλου-Σεφεριάδη, Μαργαρίτας Καραπάνου, Αργυρώς Μαντόγλου, Φωτεινής Τσαλίκογλου, Καρολίνας Μέρμηγκα, Κλαίρης Μητσοτάκη και αρκετών άλλων λογοτέχνιδων.
Η εργασία εμφανίζεται στα μεταπολιτευτικά πεζογραφήματα κατ’ εξαίρεση (στους Συμπάρδη και Μ.Δούκα) γιατί συνήθως επικεντρώνονται στο τι κάνει το άτομο μετά τη δουλειά, συνήθως στον ελεύθερο χρόνο του. Μερικές φορές επιδίδεται σε ενέργειες παράνομες για εύκολο πλουτισμό… Αντιπροσωπευτικότεροι ήρωες είναι αυτοί που τα περιμένουν όλα έτοιμα, καλομαθημένοι και ηδονοθήρες, αυτά είναι τα μαζικά παραγόμενα πρότυπα ανθρώπων. Βρίσκουμε τους παλιούς, στερημένους ανθρώπους και τα παλιά λαϊκά πρότυπα της μιζέριας σε πεζογραφήματα του Θ.Βαλτινού, του Συμπάρδη και του Δρακονταειδή.
Η παρωδιακή μυθοπλασία
Εξετάζοντας τη λογοτεχνική, διακειμενική ή εξωκειμενική, μοντερνιστική ή μεταμοντέρνα, παρωδιακή μυθοπλασία, με σάτιρα, ειρωνεία ή χιούμορ, η συγγραφέας εντοπίζει τα πεζά που εντάσσονται στην κατηγορία αυτή και τους χαρακτήρες και τύπους της μεταπολιτευτικής εποχής που περιλαμβάνουν συνήθως. Στο υποείδος της γκροτέσκας παρωδίας (σε αντιδιαστολή με τη κατά Μπαχτίν, σοβαρή παρωδία) εντάσσει έργα της Ε.Σωτηροπούλου, του Τατσόπουλου, του Άρη Σφακιανάκη, των μεγαλύτερων Σουρούνη, Ξανθούλη, Μαργαρίτας Καραπάνου, και των πρεσβύτερων (και θεατρικών συγγραφέων, επίσης) Μουρσελά, Μάτεσι και Σκούρτη. Η εξωφρενική, επιθετική, οργισμένη (ή καταγγελτική) και κυνική, γκροτέσκα παρωδία δεν κριτικάρει την κοινωνία, μα τη θεωρεί δεδομένη, γράφει η Κοτζιά.
Όμως ο Β.Χατζηβασιλείου, η Μάρη Θεοδοσοπούλου και ο Θ.Δ.Φραγκόπουλος διαφωνούν και είναι επιεικείς και δεκτικοί απέναντί της.
Η συγγραφέας σχολιάζει και την νεοελληνική ρεαλιστική δημόσια παρωδία (πεζογραφήματα των Γιώργου Δενδρινού, Χαριτόπουλου, Τατσόπουλου, Χωμενίδη, Σάκη Σερέφα και Μάκη Τσίτα) και τη ρεαλιστική ιδιωτική παρωδία, βλέπε Σ.Δημητρίου· την αλληγορική παρωδία του Γιατρομανωλάκη, του Τ.Θεοδωρόπουλου και του Χωμενίδη, και την υπαρξιακή παρωδία σε έργα των Γιατρομανωλάκη, Απόστολου Δοξιάδη, Β.Τσιαμπούση, Σ.Δημητρίου, Β.Ραπτόπουλου, Κ.Κατσουλάρη, Αμάντας Μιχαλοπούλου. Ακολουθεί η ψυχαγωγική παρωδία (Μανίνα Ζουμπουλάκη, Λένα Διβάνη, Βασίλης Αλεξάκης, Αύγουστος Κορτώ, Τατσόπουλος, Ξανθούλης και Μάιρα Παπαθανασοπούλου). Τέλος αναλύεται η ελληνική, μεταπολιτευτική, διακειμενική παρωδία (Νάσος Βαγενάς, Θ.Βαλτινός, Γιατρομανωλάκης, Α.Δοξιάδης, Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Λ.Διβάνη, Κώστας Βούλγαρης, Ανδρέας Στάικος, Σταύρος Κρητιώτης, Α.Κορτώ).
Την Ελ.Κοτζιά απασχολεί για πολλές σελίδες (σελ. 196-263), η ιστορική μυθοπλασία, οι ορισμοί της, τα είδη και τα θέματά της, καθώς και οι συγγραφείς της.
Επίσης, η αστυνομική μυθοπλασία και η φανταστική μυθοπλασία. Στη μελέτη της αστυνομικής μυθοπλασίας, η Ε. Κοτζιά διερευνά τη σχέση της αστυνομικής ίντριγκας με τον κοινωνικοπολιτικό χώρο ή πλαίσιο, όπου αυτή η σχέση υπάρχει. Για τον δημοφιλή Πέτρο Μάρκαρη, γράφει πως στα πρώτα έργα του η ρεαλιστική διάσταση είναι λειτουργική, ενώ στα τελευταία του, στερεοτυπική. Η Ε.Κοτζιά βρίσκει πιο σωστά διαρθρωμένες την αστυνομική πλοκή με τον ρεαλισμό στα αστυνομικά μυθιστορήματα του Ανδρέα Αποστολίδη.
Ακόμη, ασχολείται με τη ρεαλιστικών στοχεύσεων όψιμη μεταπολιτευτική μυθοπλασία. Γίνεται αισθητή η εντύπωση πως τα ρεαλιστικών προσεγγίσεων πεζογραφήματα την απασχολούν και την αφορούν περισσότερο. Στα πλαίσια αυτών ασχολείται ενδελεχώς κι ευφυώς με τον αφηγηματικό υβριδισμό.
Εξετάζει, επίσης, τις μυθοπλασίες των μεσοπολεμικών πεζογράφων που δημοσίευσαν έργα τους στη μεταπολίτευση. Και κατόπιν των μεταπολεμικών πεζογράφων (Χατζής, Φραγκιάς, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Αλεξάνδρου, Τσίρκας, Aριστοτέλης Νικολαΐδης, Μπακόλας, Νίκος Κάσδαγλης, Χρ.Μηλιώνης, Γ.Ιωάννου, Πλασκοβίτης, Άλκη Ζέη, Μένης Κουμανταρέας, Αμπατζόγλου, Μάριος Χάκκας, Γιώργος Χειμωνάς, κ.α.) που έγραψαν και δημοσίευσαν στη μεταπολιτευτική περίοδο.
Μετά το μέρος της Ερμηνευτικής κριτικής και πριν αυτό της Αξιολογικής κριτικής, η συγγραφέας ενέταξε μια ενότητα που αποτελεί παρέκβαση και την ονομάζει η «Μεταφυσική της φόρμας» (δεν κατάλαβα γιατί γράφει «μεταφυσική», εγώ θα τιτλοφορούσα το κεφάλαιο, ακριβέστερα ως προς το περιεχόμενο, η «φόρμα», ή σωστότερα, η «αισθητική»).
Η αισθητική ή μεταφυσική της φόρμας
Το χρήσιμο μεθοδολογικό κομμάτι «Μεταφυσική της φόρμας», ξεκινά με την παλαιά λογοτεχνική αρχή και το λογοτεχνικό αίτημα κι επίτευγμα της οργανικής φόρμας. Η αρχή της οργανικής φόρμας δεν καταργήθηκε μα κλονίσθηκε από την εισβολή του χάους και του μηδενός, της αταξίας και της απροσδιοριστίας ή αμφισημίας του μοντερνισμού, τις οποίες η οργανική μορφή προσπαθεί να ενσωματώσει.
O Μπέκετ είπε, μας λέει η Κοτζιά σε μια συνέντευξή της, πως «θα υπάρχει νέα φόρμα, και πως η φόρμα αυτή θα είναι τέτοια ώστε θα αποδέχεται το χάος και δεν θα προσπαθεί να πει πως το χάος είναι στ΄αλήθεια κάτι άλλο… Όταν ο συγγραφέας που εγκατέστησε το κενό μέσα στην καρδιά της λογοτεχνικής Δύσης, μιλάει για φόρμα, καταλαβαίνουμε ότι η προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για να έχουμε λογοτεχνία είναι η μορφή. Φόρμα και λογοτεχνία αποτελούν όρους ταυτόσημους. Η διαφορά ανάμεσα στην δική μας εποχή και στην παλαιότερη είναι πως στον μεν μοντερνισμό είχες μια φόρμα που ως επί το πλείστον ήταν κεντρομόλα, όλα οδηγούσαν σε ένα νόημα, ενώ η δική μας εποχή έχει πάψει να πιστεύει στην κεντρική θέση του νοήματος. Η σύγχρονη φόρμα ενέταξε επομένως μέσα της την ετερογένεια, την τυχαιότητα, την απροσδιοριστία και την πολυσημία σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι ο μοντερνισμός. Η δική μας πεζογραφία υπήρξε πολύ περισσότερο φυγόκεντρη.»
Κατόπιν η Ελ. Κοτζιά εστιάζει στις αφηγηματικές τεχνικές, στην μονοφωνική, όπως του Ν. Θέμελη, και στην πολυφωνική αναπτυξη· στη μονοθεματική αφήγηση όπως την επιλέγει η Ζυράνα Ζατέλη και ο Μάρκαρης, και στη συνθετότερη πολυθεματική· στη μονοεστιακή ανάπτυξη – των Θεοδωρόπουλου, Δημητρίου, Δοξιάδη, Σώτης Τριανταφύλλου, κ.α. - και στην πολιεστιακή ανάπτυξη. Στους πολυεστιακούς και πολυφωνικούς πεζογράφους ανήκουν η Δούκα, ο Πανσέληνος, η Μιχαλοπούλουκι η Σ.Νικολαΐδου. Τα χαρακτηριστικά της μοντερνιστικής γραφής, π.χ. ο αφηγηματικός τρόπος της ροής της αφήγησης, εμφανίζονται πια στη μεταπολιτευτική πεζογραφία μας αραιά. Αντικαθίστανται από τον υβριδισμό, την αρχειακή σύνθεση και τον κατακερματισμό του μεταμοντέρνου.
Η συγγραφέας μας εξετάζει τις αφηγηματικές στρατηγικές αξιοσημείωτων λογοτεχνών, όπως οι Νόλλας, Ζατέλη, Γιατρομανωλάκης, Σωτηροπούλου, Σκαμπαρδώνης, Συμπάρδης, Πανσέληνος, Μ. Δούκα, κ.α. Ο Θανάσης Βαλτινός αποτελεί υπόδειγμα της τεχνικής του αρχείου και της ετερογένειας, με αποτέλεσμα την πεζογραφία ως παιγνιωδώς αρθρωμένο σύνολο, με πρωταγωνιστές τον λόγο και τη μορφή των ποικίλων ειδών της λογοτεχνίας του. Ίσως η πιο προβληματική σελίδα του στοχαστικού, ευφυούς, αναλυτικού κι εμβριθούς φιλολογικού βιβλίου, να είναι η σελ. 453, που θα έλεγα πως μάλλον υποβαθμίζει συνοπτικά αξιοσημείωτους μεταπολιτευτικούς πεζογράφους όπως τη Σώτη Τιανταφύλλου, τον Χ.Χωμενίδη, τον Α.Κορτώ και στο τέλος τη Ρέα Γαλανάκη (τρεις από αυτούς, τους παρουσιάζει δικαιότερα στο μέρος της «αξιολογικής κριτικής»).
Αξιολογική κριτική
Η αξιολογική κριτική της Κοτζιά περιέχει δύο σχολιασμένους καταλόγους, έναν των πεζογράφων της πρώιμης μεταπολιτευτικής περιόδου που γεννήθηκαν μεταξύ 1940 και 1965, και τον δεύτερο, των πεζογράφων της όψιμης μεταπολιτευτικής περιόδου που γεννήθηκαν μεταξύ 1966 και 1980.
Η Ελ. Κοτζιά έχει κάνει για το βιβλίο της, με πολυμάθεια, μια τεράστια κι εξαντλητική εργασία στοχασμού, ομαδοποίησης και κατηγοριοποίησης των ιδεών της, με κραταιή μεθοδικότητα στην προσέγγιση και στην ανάλυση των θεμάτων που θίγει. Χρησιμοποιεί και πλάθει μια πλούσια και περιεκτική δοκιμιακή γλώσσα αποδεικνύοντας πως και τα δοκίμια μπορούν να στεγάσουν και να λειτουργήσουν εκφραστικά, μια εύφορη, ιδιαίτερη ελληνική γλώσσα.
To Τρίτο Μέρος, δηλαδή ο κατάλογος της «αξιολογικής κριτικής» της περιλαμβάνει τους συγγραφείς που προσέγγισε στο Δεύτερο Μέρος της «ερμηνευτικής κριτικής» της, ήτοι την προσέγγιση ανά κατηγορίες και είδη πεζογραφημάτων. Το Τρίτο Μέρος συνιστά, λοιπόν, την «αξιολογική κριτική», δηλαδή τους δυο σχολιασμένους καταλόγους της, με συγγραφείς που της αρέσουν και της ταιριάζουν ή όχι. Όταν κάνει αρνητικά σχόλια σε γνωστούς συγγραφείς, άντρες και γυναίκες, με συνοπτικό τρόπο, σου δημιουργεί την αίσθηση πως θα έπρεπε να επεκταθεί περισσότερο από τον σύντομο σχολιασμό (βρίσκεις τα αναλυτικότερα σχόλια στις κριτικές της Κοτζιά στην Καθημερινή). Σε αυτούς που εκτιμά περισσότερο περιλαμβάνονται οι Θ. Βαλτινός, Ελένη Γιαννακάκη, Αποστ. Δοξιάδης, Μ. Δούκα, Ζ. Ζατέλη, Τάσος Καλούτσας, Α.Πανσέληνος, Γ. Συμπάρδης, Ε. Σωτηροπούλου, Α. Δημητρακάκη, Η. Μαγκλίνης, Ιωάννα Μπουραζοπούλου, κ.α. Εκτιμά επίσης τους συγγραφείς Ρ. Γαλανάκη, Γιατρομανωλάκη, Σωτ.Δημητρίου, Γεράσιμο Δενδρινό, Γιάννη Ευσταθιάδη, Βασιλική Ηλιοπούλου, Νίκο Θέμελη, Κώστα Καλφόπουλο, Δ. Κούρτοβικ, Σκαμπαρδώνη, Κ. Κατσουλάρη, Δ. Κολλιάκου, Μακριδάκη, Δ. Μαμαλούκα, Α. Μιχαλοπούλου, Σοφία Νικολαϊδου, κ.α.
…………………….
(1). Ορισμένες φορές προσθέτω ονόματα ως ενδεικτικά κι αντιπροσωπευτικά μιας αναφερόμενης πεζογραφικής τάσης, ονόματα που νομίζω πως εμπίπτουν στις ομάδες που αναφέρει ή περιγράφει η συγγραφέας, και άλλοτε αφαιρώ ονόματα που νομίζω πως επαναλαμβάνονται συχνά.
(2). Στο υποκεφάλαιο «Παρενδυτικές μεταμορφώσεις», η Κοτζιά αναφέρεται μόνο στον queer ερωτισμό και στην παρενδυτική σεξουαλικότητα, σελ. 387· δεν αναφέρεται στον ετεροφυλόφιλο έρωτα. Με εξαίρεση το εξαντλημένο μυθιστόρημα της Αγγέλας Καστρινάκη Έρωτας την εποχή της ειρωνείας που επανεκδίδεται συντομότατα και το Παιχνίδι: Μια ιστορία της λίμνης, του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, η Ε. Κοτζιά δεν σχολιάζει, δεν αναλύει άλλα μυθιστορήματα από τη σκοπιά της ερωτικής θεματικής τους, τα γνωστά της Έρσης Σωτηροπούλου, το Σχεδόν μελό, της Μαρίας Ευσταθιάδη, ορισμένα πεζά του Πέτρου Τατσόπουλου και του Β. Ραπτόπουλου, κ.ο.κ., που θα μπορούσαν να ενταχτούν στην κατηγορία της ιδιωτικής, ψυχογραφικής κι υπαρξιακής θεματικής που προαναφέραμε.