Την περασμένη εβδομάδα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Αποδοτικότητα της Δικαιοσύνης (CEPEJ) έδωσε στη δημοσιότητα την Έκθεση αξιολόγησης των δικαστικών συστημάτων των κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η έκθεση βασίζεται σε στοιχεία του 2022 και αφορά τα 44 κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και δύο κράτη παρατηρητές, το Ισραήλ και το Μαρόκο. Λαμβάνοντας υπόψη το χρονικό διάστημα στο οποίο βασίζεται η έκθεση παρατηρούμαι ότι δεν έχει λάβει υπόψη της, τις πρόσφατες αμφιλεγόμενες κυβερνητικές πρωτοβουλίες στον τομέα της Δικαιοσύνης, οι οποίες σε κάθε περίπτωση απαιτούν ικανό χρόνο για να ολοκληρωθούν. Ωστόσο, περιλαμβάνει ολόκληρη, σχεδόν, την πρώτη τετραετία της σημερινής κυβέρνησης. Το ερώτημα εύλογο: πήγαμε μπροστά ή πίσω; Ας δούμε τι λένε οι αριθμοί.
Καταρχάς, να επισημαίνουμε ότι οι περισσότεροι δείκτες της συγκεκριμένης έκθεσης δεν ασχολούνται με ζητήματα ποιότητας απονομής δικαιοσύνης. Ποιότητα και ταχύτητα δεν ταυτίζονται. Η πρώτη, ως έννοια, συμπεριλαμβάνει τη δεύτερη. Αντιθέτως, η ταχύτητα στον τρόπο απονομής της Δικαιοσύνης – πολλές φορές στην ελληνική πραγματικότητα -οδηγεί σε μη δίκαιες αποφάσεις. Αλλά και στον τομέα της ταχύτητας per se, προφανώς υστερούμε. Σύμφωνα με την έκθεση, οι πολιτικές υποθέσεις απαιτούν κατά μέσο όρο 746 ημέρες στον πρώτο βαθμό, ενώ στον δεύτερο βαθμό ο χρόνος εκδίκασης μειώνεται στις 422 ημέρες. Στις ποινικές υποθέσεις, η εικόνα είναι πιο ενθαρρυντική. Στον πρώτο βαθμό, η εκδίκαση ολοκληρώνεται κατά μέσο όρο σε 223 ημέρες, ενώ στον δεύτερο βαθμό ο χρόνος φτάνει τις 294 ημέρες. Από την άλλη, στη διοικητική δικαιοσύνη οι υποθέσεις εκδικάζονται σε 464 ημέρες στον πρώτο βαθμό, στον δεύτερο βαθμό οι χρόνοι ανεβαίνουν στις 661 ημέρες και στο ανώτατο διοικητικό δικαστήριο στις 1.239 ημέρες.
Συμπέρασμα: οι αλλεπάλληλες νομοθετικές πρωτοβουλίες της σημερινής κυβέρνησης (αλλά και όλων όσοι κυβέρνησαν την τελευταία δεκαετία) δεν έλυσαν το ζήτημα της ταχύτητας στην απονομή της Δικαιοσύνης (με την ποιότητα εν γένει, άλλωστε, ουδόλως ασχολήθηκαν).
Τί φταίει, άραγε, για αυτήν την υστέρηση; Χρειαζόμαστε περισσότερους δικαστές; Κάποια νούμερα αποκαλύπτουν την αλήθεια. Η ελληνική έννομη τάξη (πολιτική, ποινική και διοικητική) διαθέτει 37 δικαστές ανά 100.000 κατοίκους. Ο αριθμός είναι υπερδιπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου που ανέρχεται στους 17. Αντιθέτως, έχει πολύ λιγότερους δικαστικούς υπαλλήλους ανά δικαστή (στην Ελλάδα η αναλογία είναι 1:1, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 3:1). Την ίδια ώρα, η έννοια ψηφιακή δικαιοσύνη είναι στην πράξη άγνωστη έννοια για τα Ελληνικά Δικαστήρια. Όλα αυτά έχουν μια βασική εξήγηση: ο προϋπολογισμός της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα για το 2022 ανήλθε σε 539,6 εκατομμύρια ευρώ, αντιστοιχώντας σε 50,5 ευρώ ανά κάτοικο. Πολύ κάτω από το μέσο όρο των χωρών που συγκρίνει η έκθεση και ακόμη πιο χαμηλά από τον ευρωενωσιακό μέσο όρο. Και εάν σκεφτεί κανείς ότι η Δικαιοσύνη είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοχρηματοδοτούμενη (για να έχει κάποιος πρόσβαση σε αυτήν πρέπει να πληρώνει ποικίλους φόρους και τέλη όπως για παράδειγμα δικαστικό ένσημο, παράβολο, τέλος απογράφου, μεγαρόσημο, χρηματική ποινή κλπ) γίνονται άμεσα αντιληπτοί οι λόγοι της υστέρησης.
Όσους νόμους να αλλάξουμε, όσες «μεταρρυθμίσεις» και εάν εξαγγείλουμε, εάν δεν γίνουν κατανοητά τα ανωτέρω δύσκολα η Ελληνική Δικαιοσύνη θα βρει την περπατησιά της.
Πηγή: www.makthes.gr