Η μεγάλη εικόνα
Στην αέναη συζήτηση για την κατάσταση της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα δεν χρειάζεται πολλή φαντασία, ούτε ιδιαίτερη τόλμη –πολιτική βούληση χρειάζεται, ώστε να πραγματοποιηθούν αυτά που όλοι γνωρίζουμε ότι πρέπει να γίνουν.
Στο τρίπτυχο των βασικών ζητημάτων, και των αντίστοιχων προβλημάτων –Αποτελεσματικότητα, Ανεξαρτησία, Ποιότητα- εμπεριέχεται όλη η παθογένεια και συγχρόνως διαγράφονται οι «λύσεις» (αντί πολλών, βλ. τον συλλογικό τόμο «Η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα. Προτάσεις για ένα σύγχρονο δικαστικό σύστημα», από την διαΝΕΟσις, 2018).
Βασικές συνιστώσες της Αποτελεσματικότητας αποτελούν:
α) η χωροταξία, που αναδεικνύει την ανάγκη για έναν «νέο δικαστικό χάρτη» (κατά την έκφραση του δικαστή και καθηγητή Μιχάλη Πικραμένου, ο οποίος μάλιστα τον έχει «σχεδιάσει», με βασικό κριτήριο την περιφερειακή οργάνωση της χώρας –βλ. τη συμβολή του στον προαναφερθέντα συλλογικό τόμο, καθώς και το ειδικό βιβλίο του «Χωροταξική οργάνωση και διαχείριση χρόνου των δικών στα διοικητικά δικαστήρια», 2017),
β) η χρήση της τεχνολογίας, όπου αναδεικνύεται η καθυστέρηση της χώρας μας στη δικαστική μηχανοργάνωση, στη χρήση «ψηφιακών δικογράφων» και ψηφιακής υπογραφής, στη μέσω υπολογιστών και διαδικτύου συγγραφή, «καθαρογραφή» και δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων,
γ) οι εξωδικαστικές μορφές επίλυσης διαφορών για αποφόρτιση των δικαστηρίων, πρακτική που δεν ρίζωσε και δεν χρησιμοποιείται σε ικανοποιητικό βαθμό στην Ελλάδα, παρά την ύπαρξη σχετικού νομοθετικού πλαισίου (ν. 2298/1995 για τη συμβιβαστική επίλυση διαφορών, ν. 4055/2012 για τη δικαστική διαμεσολάβηση, ν. 4512/2018 για τη διαμεσολάβηση γενικώς),
δ) η δικαστική εκπαίδευση, που μάλλον έχει χάσει τα «τρένα» της τεχνολογίας, της εξειδίκευσης και της πρακτικής υποβοήθησης των μελλοντικών δικαστών, παρά το αρκετά ικανοποιητικό επίπεδο της Εθνικής Σχολής Δικαστών, η οποία λειτουργεί, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, από το 1994,
ε) τη στήριξη από υπαλληλικό προσωπικό, που δεν είναι, στη χώρα μας, ούτε κατάλληλα εκπαιδευμένο, ούτε στον απαιτούμενο αριθμό (ο μέσος όρος στην Ευρώπη, για τη σχέση δικαστικών υπαλλήλων-δικαστικών λειτουργών, είναι 3,5 προς 1, ενώ στην Ελλάδα είναι 1 προς 1).
Για την Ανεξαρτησία, για την οποία θα αφιερωθεί ειδική ανάλυση πιο κάτω, αρκεί, στο πλαίσιο της γενικής θεώρησης, να πούμε ότι υπάρχει πρόβλημα, ή –κάτι που δεν διαφέρει πολύ- η κοινωνία αισθάνεται ότι υπάρχει πρόβλημα, ενώ
- οι συνταγματικές προβλέψεις είναι πολλές και πλήρεις: άρθρο 87 παρ. 1 και 2 περί της έννοιας και των εγγυήσεων της δικαστικής ανεξαρτησίας, άρθρο 88 παρ. 1 για τον τρόπο διορισμού των δικαστών, 88 παρ. 2 για τις αποδοχές τους, 89 παρ. 1 για την απαγόρευση άσκησης άλλου επαγγέλματος, 90 παρ. 1 για τις υπηρεσιακές μεταβολές, 91 για τον τρόπο άσκησης πειθαρχικού ελέγχου,
- έχουν επιπλέον τεθεί κανόνες Δεοντολογίας, που αποτυπώνουν σε μεγάλο βαθμό τις αντίστοιχες διεθνείς επιταγές (Αρχές Bangalore, MagnaCartaCCJE) περί αμεροληψίας, ακεραιότητας, ευπρέπειας, αποφυγής σύγκρουσης συμφερόντων κλπ,
- η μεγάλη πλειοψηφία των δικαστικών λειτουργών και ευσυνείδητοι και με αίσθηση καθήκοντος υπό αντικειμενικά δύσκολες συνθήκες είναι.
Στο ζήτημα της Ποιότητας, μακράν κρισιμότερη και ακόμα «άλυτη», παρά μια σχετικά πρόοδο τα τελευταία χρόνια, είναι η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης: πάνω από 1.0000 μέρες κατά μέσο όρο για την ολοκλήρωση μιας υπόθεσης μόνο στον πρώτο βαθμό, ενώ το 2010 ήταν πάνω από 2.000 μέρες, αλλά σε χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία και η Γαλλία είναι κάτω από 500 μέρες. Ακολουθούν τα προβλήματα στις υποδομές (υλικοτεχνικά, ιδίως έλλειψη σε υπολογιστές, χώροι εργασίας, τρόποι λειτουργίας των Γραμματειών), η κακή νομοθέτηση-πολυνομία, καθώς και ζητήματα νοοτροπίας (η περίφημη αλλά δυστυχώς υπαρκτή «δικομανία του Έλληνα», και μάλιστα όχι μόνο πολίτη, αλλά και δικηγόρου).
Αν όλα τα παραπάνω θέλαμε να τα βάλουμε σε τάξη με κριτήριο τη σημασία τους, θα λέγαμε ότι
α) τα δυο θεμελιώδη ζητήματα της Δικαιοσύνης (καθυστέρηση/ανεξαρτησία) δεν λύνονται με συνταγματικές ή νομοθετικές ρυθμίσεις, όσο κι αν είναι απαραίτητες, ωστόσο, λίγες συνταγματικές καιαρκετές νομοθετικές διαρρυθμίσεις (βλ. παρακάτω). Και πάντως: το μεγάλο και βασικό πρόβλημα της ελληνικής Δικαιοσύνης δεν είναι ούτε η ποιότητα των δικαστών ούτε η έλλειψη ανεξαρτησίας, αλλά η καθυστέρηση στη λήψη των αποφάσεων που φτάνει στα όρια της αρνησιδικίας,
β) ο δικαστικός υπερ-πληθωρισμός, αυτό το «βουνό δικών» (300.000 έως 500.000 εκκρεμείς υποθέσεις), δεν θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, ορθό να αντιμετωπιστεί μέσω δυσχέρανσης της δυνατότητας πρόσβασης στα δικαστήρια (μεγάλη αύξηση του κόστους της δίκης, απάλειψη βαθμών δικαιοδοσίας), αλλά κυρίωςμέσω λελογισμένηςαναδιανομής της δικαστικής ύλης στα δικαστήρια (όχι «όλες οι υποθέσεις στην έδρα») κι επίσηςμε αυστηρά μέτρα/εκπαίδευση για τη θέση υποθέσεων στο αρχείο, τις αναβολές(πχ ρητή απαγόρευση πάνω από ένα ορισμένο αριθμό, αυτοματοποίηση πειθαρχικής διαδικασίας σε περίπτωση παράκαμψης του κανόνα από δικαστές), την αλλαγή στάσης του Δημοσίου (που συνηθίζει να οδηγεί όλες οι υποθέσεις σε όλους τους βαθμούς κρίσης, να κάνει υπερβολική χρήση δικονομικών προνομίων κλπ),
γ) ο πλημμελής πειθαρχικός έλεγχος στους δικαστές συνδέεται με το φαινόμενο της καθυστέρησης αλλά και με το δικαστικό φρόνημα, άρα και με την ανεξαρτησία,
δ) είναι ιδιαίτερα σημαντική, και δεν γίνεται στον απαιτούμενο βαθμό, η αξιοποίηση κοινοτικών πόρων -κονδυλίων - προγραμμάτων για ενίσχυση σε προσωπικό, βελτίωση υποδομών.
Η συγκεκριμενοποίηση των προτάσεων
Οι παροικούντες την δικαστική Ιερουσαλήμ, όπως γνωρίζουν τα προβλήματα, έτσι έχουν μελετήσει και τις «λύσεις». Ειδική ομάδα εργασίας που συνέστησε το ΠΑΣΟΚ το Μάρτιο του 2016 (με συντονιστή τον Παναγιώτη Περάκη και συμμετοχή και εμού), είχε προτείνει μια σειρά από κινήσεις-αλλαγές-πρωτοβουλίες που συνεχίζουν να παραμένουν απολύτως επίκαιρες:
Εισαγωγή και επέκταση της τεχνολογίας παντού
-Μηχανοργάνωση όλων των δικαστηρίων της χώρας και διασύνδεσή τους.
-Ένας φορητός Η/Υ σε κάθε δικαστή.
-Ψηφιακή καταγραφή και αποθήκευση όλων των πρακτικών των δικαστηρίων, με ευκολία πρόσβασης για τους διαδίκους (η διαφάνεια καταπολεμά την αυθαιρεσία).
-Διασύνδεση των φυλακών.
-Διασύνδεση των Υποθηκοφυλακείων και Κτηματολογικών γραφείων σ’ ένα κεντρικό σύστημα, δυνατότητα ψηφιακών ελέγχων τίτλων εξ αποστάσεως μέσω διαδικτύου.
Ενθάρρυνση εναλλακτικών μορφών επίλυσης των διαφορών και διαιτησίας(ειδικά για την τελευταία, διερεύνηση της δυνατότητας δραστικής επέκτασής της σε υποθέσεις διαφορών του Δημοσίου, οικονομικής κατά κύριο λόγο φύσεως, με βάση τα θετικά αποτελέσματα από τη μέχρι τώρα υπάρχουσα εμπειρία, προκειμένου να εκκαθαρίζονται ταχύτερα και να μη χρονίζουν οι υποθέσεις, οι οποίες μετά από την πάροδο ικανού χρονικού διαστήματος συνήθως «τακτοποιούνται» με κάποια τροπολογία, εις βάρος κατά κανόνα των συμφερόντων του Δημοσίου, επιβραβεύοντας ουσιαστικά την ασυνέπεια).
Δικαστικός «Καλλικράτης»
-Συγχωνεύσεις (ιδίως, συνέχιση των συγχωνεύσεων των Ειρηνοδικείων), αλλά και ίδρυση νέων δικαστηρίων, με ορθολογικά κριτήρια (και με σεβασμό στις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της χώρας, ιδίως την ύπαρξη πολλών και συχνά απομονωμένων νησιών).
-Κατάργηση στρατοδικείων, ναυτοδικείων και αεροδικείων. Οι στρατιωτικοί δικαστές να μεταφερθούν στον εισαγγελικό κλάδο.
-Ίδρυση εξειδικευμένων δικαστικών δομών, σε τομείς όπου η ορθή δικανική κρίση προϋποθέτει εξειδικευμένη γνώση (λ.χ. εταιρικού, τραπεζικού δικαίου, δικαίου κεφαλαιαγοράς).
-Ίδρυση σώματος δικαστικών εμπειρογνωμόνων και βοηθών δικαστών.
Καλύτερη αξιοποίηση του υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού και άλλων θεσμικών οργάνων της Πολιτείας
-Ανάθεση σε δικηγόρους δικαιοδοτικών καθηκόντων (όπως, π.χ. για την έκδοση διαταγών πληρωμής), υπό την εποπτεία δικαστή, καθώς και χρησιμοποίησή τους ως βοηθών δικαστών.
-Αξιοποίηση του θεσμού του Συμπαραστάτη του Δημότη, με δικαιοδοτικές αρμοδιότητες για ορισμένες υποθέσεις.
-Περιορισμός των δικαστικών διακοπών και διεύρυνση του ωραρίου των δικαστηρίων.
-Κινητικότητα και ορθολογική κατανομή δικαστών (διότι καταστάσεις όπως μία υπηρεσία δικαστή το μήνα, κάτι που συμβαίνει σήμερα σε αρκετά επαρχιακά δικαστήρια, είναι ασύμβατες με τις ανάγκες που αντιμετωπίζει η ελληνική Δικαιοσύνη).
Συνεχής αναβάθμιση της ποιότητας των λειτουργών της Δικαιοσύνης
-Επιμόρφωση/συνεχής εκπαίδευση δικαστών και δικηγόρων, ώστε η απονομή της Δικαιοσύνης να γίνεται από νομικούς συνεχώς ενήμερους των εξελίξεων και της πολυπλοκότητας των θεμάτων. Κοινοί κύκλοι εκπαίδευσης δικαστών και δικηγόρων. Οι δικαστές πρέπει να εκπαιδεύονται και στη διοίκηση, για όσους δε αναλαμβάνουν θέσεις ευθύνης (λ.χ. Προϊστάμενος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης Πρωτοδικείου Αθηνών), όπως και οι Πρόεδροι των Ανωτάτων Δικαστηρίων, να θεσμοθετηθεί ειδικό σεμινάριο για την απόκτηση των αναγκαίων βασικών γνώσεων διοίκησης. Για τους δικηγόρους, θέσπιση ελάχιστης υποχρεωτικής εκπαίδευσης κατ΄ έτος, με αποκλειστική αρμοδιότητα και ευθύνη των Δικηγορικών Συλλόγων.
-Αξιολόγηση, με στατιστικά στοιχεία, κάθε δικαστηρίου και κάθε δικαστικού λειτουργού, σε αντιστοίχιση και με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ήδη από την Επιτροπή της Ε.Ε. για όλες τις χώρες (EUScoreboard).
-Ουσιαστική αναμόρφωση του θεσμού της Επιθεώρησης των δικαστηρίων
-Επανεξέταση των εξουσιών πειθαρχικού ελέγχου των δικαστών από τον Υπουργό Δικαιοσύνης (συγκεκριμένα, της δυνατότητας αναιτιολόγητης έφεσης κατά οποιασδήποτε απόφασης Πειθαρχικού Συμβουλίου, ανεξαρτήτως του πόσο αυτή η δυνατότητα έχει εφαρμοσθεί στην πράξη).
-Επαναφορά του προληπτικού ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Εσωτερική ανεξαρτησία
-Ενίσχυση αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων.
-Αναμόρφωση της λειτουργίας του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
-Ανεξαρτησία εισαγγελικού κλάδου. Ιδίως, με την καθιέρωση της ακόλουθης αρχής: την πειθαρχική δίωξη ασκούν οι εισαγγελείς, τα Συμβούλια που κρίνουν τα απαρτίζουν δικαστές. Ήτοι, κατάργηση της δογματικώς προβληματικής σημερινής κατάστασης, όπου κάποιος (Πρόεδρος Α.Π.) μπορεί να κινεί πειθαρχική δίωξη κατά οιουδήποτε, ενώ ταυτόχρονα προΐσταται και εκείνων που θα αποφασίσουν για αυτήν.
Ίδρυση Ψηφιακών ΚΕΠ Δικαιοσύνης, δηλαδή ηλεκτρονικής πύλης σε κάθε δικαστήριο, μέσω της οποίας θα μπορούν οι πολίτες να εξυπηρετούνται διαδικτυακά για την διεκπεραίωση των εκκρεμοτήτων τους (υποβολής αίτησης, λήψη πιστοποιητικών κλπ)
Κωδικοποίηση νομοθεσίας – κανόνες καλής νομοθέτησης
Η κωδικοποίηση της νομοθεσίας είναι απαραίτητη για την ύπαρξη ασφάλειας δικαίου, καταπολέμησης της διαφθοράς και ορθής απονομής της Δικαιοσύνης. Κυρίως όμως, είναι απαραίτητη για τα δικαιώματα των πολιτών, οι οποίοι χάνονται ανίσχυροι στο σημερινό καθεστώς της πολυνομίες, με τις διάσπαρτες διατάξεις (αποτέλεσμα άσχετων τροπολογιών σε ευκαιριακά νομοσχέδια). Η κωδικοποίηση της νομοθεσίας πρέπει να επιβάλλεται από ρητό κανόνα, ο οποίος δεν θα επιτρέπει τη νομοθέτηση χωρίς αυτή να συνοδεύεται από κωδικοποίηση όλων των συναφών διατάξεων.
Ειδικά περί ανεξαρτησίας
Το βασικό παράδοξο στη σχέση μεταξύ Συντάγματος και δικαστικής εξουσίας συνίσταται στο εξής: ενώ οι σχετικές διατάξεις ρυθμίζουν μια κρισιμότατη πολιτειακή αρχή, και άρα βρίσκονται στον πυρήνα της συνταγματικής τάξης, τα θεμελιώδη ζητήματα που αφορούν στην ορθή απονομή της Δικαιοσύνης δεν μπορούν να λυθούν δια της συνταγματικής οδού. Αν προστεθεί ότι το περί δικαστικής εξουσίας τμήμα του ισχύοντος ελληνικού Συντάγματος (άρθρα 87 έως και 100Α) υπέστη ευρύτατες αλλαγές με την αναθεώρηση του 2001, χωρίς ωστόσο, για να το πούμε κομψά, η λειτουργία της ελληνικής Δικαιοσύνης να βελτιωθεί θεαματικά, τότε το παράδοξο μεγεθύνεται. Όμως και η απραξία δεν δικαιολογείται, ειδικά στη σημερινή συγκυρία, κατά την οποία η Δικαιοσύνη βρίσκεται, εκούσα-άκουσα, στο επίκεντρο.
Α. Σχετικά με τις δύο μείζονες προϋποθέσεις ορθής απονομής Δικαιοσύνης, ο συνταγματικός νομοθέτης φοβούμαι ότι πρέπει να παραδεχθεί ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Ο λόγος φυσικά για την καθυστέρηση στη λήψη αποφάσεων, που αποτελεί –μακράν- τη μεγαλύτερη πληγή στο δικαιοδοτικό μας σύστημα και για την ουσιαστική ανεξαρτησία της δικαστικής από τις άλλες εξουσίες.
Η διάκριση των εξουσιών ενυπάρχει ως αρχή στο ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26), ενώ ακόμα πιο ρητά καθορίζεται η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών (άρθρο 87). Καμία διάταξη, συνταγματική ή άλλη, δεν μπορεί ωστόσο να αποτρέψει την άσκηση έμμεσων ή άμεσων πιέσεων κυβερνητικών στελεχών σε δικαστικούς λειτουργούς και δεν είναι ικανή από μόνη της να εμποδίσει εύκαμπτους ή έμφοβους δικαστές από το να ενδώσουν σε αυτές τις πιέσεις. Η ουσιαστική ανεξαρτησία κατακτάται –ή απόλυται- εν τοις πράγμασι, δεν κερδίζεται ακόμα και με την αρτιότερη συνταγματική κατάστρωση. Από την πλευρά του δικαστή, το σθένος μιας ηγεσίας, ιδίως δε της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, δεν κρίνεται από τον αγώνα υπέρ της διατήρησης κεκτημένων, αλλά από μια στάση ζωής, από μια αντίληψη περί ελευθερίας και από τη συμβολή στη λήψη αποφάσεων που ενδυναμώνουν το Κράτος Δικαίου. Από την πλευρά της εκτελεστικής εξουσίας, μόνη θεμιτή στάση έναντι των μεν δικαστών ως προσώπων είναι ο σεβασμός και η αποφυγή συγχρωτισμού, έναντι δε των δικαστικών αποφάσεων είναι η εφαρμογή και όχι η διατύπωση κριτικής, ιδίως μέσω του ίδιου του Υπουργού Δικαιοσύνης, και γενικώς με τρόπο πρόχειρο, αντιεπιστημονικό, προκατειλημμένο και «τηλεοπτικό».
Το ίδιο ισχύει και για την καθυστέρηση, που, στην Ελλάδα, φτάνει συχνά στα όρια της αρνησιδικίας, δηλαδή της μη απονομής Δικαιοσύνης. Σε επίπεδο αρχών συνταγματικής περιωπής, η λύση δεν βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, ούτε στην περιστολή της δικαστικής προστασίας, ούτε στην περικοπή των πολλαπλών σταδίων κρίσης, ούτε στην αναδιαμόρφωση της δικαστικής ύλης: η αναθεώρηση των άρθρων 94 και 95, το 2001, παρέχει ένα ικανοποιητικό πλαίσιο. Κατά τα άλλα, δεν ανήκει, αλλά και δεν αρμόζει, στο Σύνταγμα να ορίσει ότι οι απλές υποθέσεις πρέπει να εκκαθαρίζονται άμεσα και οι όχι ιδιαίτερα περίπλοκες τάχιστα, ότι οι πολλαπλές αναβολές είναι απαράδεκτες, ότι δεν νοείται σύγχρονο κράτος στο οποίο το διάστημα μεταξύ της λήψης της απόφασης και της «καθαρογραφής» της να μετριέται σε μήνες –για όλα αυτά οφείλουν να μεριμνούν η Πολιτεία (υλικοτεχνική υποδομή), η δικαστική ηγεσία (πειθαρχικός έλεγχος) και το φιλότιμο του κάθε δικαστή. Για την κατηγορία αυτή ζητημάτων θα ήταν πάντως χρήσιμη η παρέμβαση του απλού νομοθέτη, έστω και υπό τη μορφή κατευθυντήριων γραμμών –ιδέες υπάρχουν αλλά απαιτούν ειδικές αναλύσεις.
Β. Με τα δύο «σταυρικά» ζητήματα της Δικαιοσύνης εκτός συνταγματικής «αρμοδιότητας», την πρωτοκαθεδρία παίρνουν οργανωτικής φύσης ζητήματα. Με προεξάρχοντα δύο: τον τρόπο επιλογής των ηγεσιών των ανωτάτων δικαστηρίων και την εκδίκαση των μισθολογικών, και γενικά οικονομικών, διαφορών των δικαστών. Στα θέματα αυτά θα έλεγα ότι η ισχύουσα κατάσταση δεν είναι ικανοποιητική, αλλά δεν πρέπει να περιμένουμε πολλά από οποιεσδήποτε νέες λύσεις.
Η προβλεπόμενη στο άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος επιλογή των προέδρων και των αντιπροέδρων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων από το υπουργικό συμβούλιο, δηλαδή από την κυβέρνηση, δεν συνιστά ελληνική πρωτοτυπία. Η υποψία εγγενούς εξάρτησης του διοριζομένου από το όργανο που τον διόρισε, θα έπρεπε κανονικά να εξουδετερώνεται από μια απλή αρχή, την οποία μου είχε εκμυστηρευτεί και είχε εφαρμόσει ο πατέρας μου (Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας από το 1988 ως το 1999): από την πρώτη στιγμή που επιλέγεται ο νέος πρόεδρος όχι μόνο ξεχνά ποιος τον επέλεξε αλλά και φροντίζει να το κάνει πράξη μέσω της προσωπικής του συμπεριφοράς και των αποφάσεων του δικαστηρίου του. Καταλαβαίνω όμως ότι μια τέτοια ηθική στάση δεν είναι δυνατό, ιδίως στην εποχή μας, να αναμένεται ως κάτι το σύνηθες.
Κατά την αναθεώρηση του 2001 προστέθηκε η μνεία για ανώτατο όριο παραμονής (4 χρόνια) του επιλεγομένου από το υπουργικό συμβούλιο προέδρου. Δίκοπο μαχαίρι: μειώθηκε η περίοδος (δικαστικής) «επιρροής», αλλά αυξήθηκαν τα (κυβερνητικά) περιθώρια επιλογών, ενώ και δεν υπάρχει άλλο σύστημα διεθνώς που να θέτει τέτοιο όριο τερματισμού καριέρας. Αν μπορεί να βελτιωθεί κάπως το σύστημα είναι, πιστεύω, με το συνδυασμό δυο στοιχείων: όχι απεριόριστη κρίση του αποφασίζοντος οργάνου και στάθμιση-απόφαση από συλλογικό όργανο εκτός εκτελεστικής εξουσίας. Άρα όχι ανάθεση στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ούτε στο υπουργικό συμβούλιο, αλλά τελική επιλογή από κάποιο adhoc όργανο (βουλευτές, δικαστές, πανεπιστημιακοί, εκπρόσωποι δικηγορικών συλλόγων) στη βάση κλειστής λίστας υποψηφίων που θα καταρτίζουν τα ίδια τα δικαστήρια. Με επίγνωση και πάλι ότι ο άνθρωπος δικαιώνει το σύστημα και όχι το σύστημα τον άνθρωπο.
Σε κάθε περίπτωση, για το εν λόγω θέμα, θεωρώ ότι:
- είναι αρκετά υπερεκτιμημένο στη χώρα μας, καθώς δεν αποτελεί ούτε αναγκαίο ούτε, πολύ περισσότερο, ικανό όρο για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, δεδομένου ότι παντού σχεδόν στον κόσμο η κυβέρνηση, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, εμπλέκεται στην επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης
- δεν είναι ορθό η διαδικασία επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης να αφεθεί στους ίδιους τους δικαστές, γιατί κάτι τέτοιο θα οδηγούσε πιθανότατα στη δημιουργία ενός «κράτους δικαστών»
- δεν πρέπει επ’ ουδενί στην επιλογή να συμμετέχουν φορείς εκτός της κοινωνίας των νομικών (όπως ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ΟΤΑ κλπ, που κατά καιρούς έχουν προταθεί να συμπράττουν).
Το «Μισθοδικείο» που εισήχθη με την αναθεώρηση του 2001 (άρθρο 88 παρ. 2 με παραπομπή στο άρθρο 99) είναι μια ιδέα που έμοιαζε καλή –τα οικονομικά των δικαστών να κρίνονται από ειδικό δικαστήριο στο οποίο δεν πλειοψηφούν οι δικαστές-, αλλά αποδείχθηκε σαθρή, αφού από «δικαστήριο» έγινε, ή έδωσε την εντύπωση ότι έγινε, συντεχνιακό όργανο. Τουλάχιστον όταν οι δικαστές αποφασίζουν για τους δικαστές δεν κρύβονται πίσω από ένα τη νομιμοποίηση ενός ειδικού οργάνου.
Γ. Μένει το μείζον ζήτημα του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων. Έχω εκφράσει πολλές φορές την άποψη μου: η «εποχή του Μνημονίου» και η ανάγκη για πολλές, συνδεόμενες μεταξύ τους και επί της αρχής αποφάνσεις κατέδειξαν τα όρια του διάχυτου ελέγχου. Χρειάζεται τα ζητήματα συνταγματικότητας να κρίνονται γρήγορα, συνολικά και μεμιάς. Η καλύτερη ιδέα θα ήταν ίσως, αντί για τη δημιουργία νέου Συνταγματικού Δικαστηρίου, με τα γνωστά προβλήματα διορισμού των μελών του και επιρροής τους από την κυβέρνηση, να γενικευθεί η υποχρέωση της εισαχθείας στο άρθρο 100 (παρ. 5) διάταξης περί παραπομπής ζητημάτων συνταγματικότητας στις ολομέλειες των ανωτάτων δικαστηρίων, όχι μόνο πλέον από τα τμήματα των δικαστηρίων αυτών αλλά από όλα τα δικαστήρια της χώρας. Και πάλι όμως: σημασία έχουν οι ίδιες οι αποφάσεις, δηλαδή η κατάρτιση και το φρόνημα των δικαστών, όχι οι σχηματισμοί που τις παίρνουν.
Δ. Χρήσιμο, πάντως,θα ήταν να ανοίξουμε το φακό στη διεθνή κατάσταση. Αν το κάνουμε, η διαπίστωση είναι άμεση και σαφής: σε αρκετά μεγάλο βαθμό, και πάντως όχι μόνο σε μια χώρα ή περιοχή, η δικαστική ανεξαρτησία από δεδομένο έχει καταστεί ζητούμενο. Αποτελεί τη βασική, σε θεσμικό επίπεδο, παράπλευρη απώλεια του κύματος αυταρχισμού –εντός και εκτός «δημοκρατίας»- που σαρώνει τον κόσμο. Η συγκριτική ματιά επιβάλλει τη διάκριση ανάμεσα σε περιπτώσεις στις οποίες κινδυνεύει και υπονομεύεται η Δικαιοσύνη (Τουρκία, Πολωνία-Ουγγαρία, Ισραήλ στις μέρες μας, ΗΠΑ λόγω της ακραίας πολιτικοποίησης και της υπέρμετρης δύναμης του Ανώτατου Δικαστηρίου) και άλλες, στις οποίες, κατά τη γνώμη μου, ανήκει και η Ελλάδα, όπου η Δικαιοσύνη λειτουργεί με άξιες κριτικής ατέλειες και στρεβλώσεις, αλλά χωρίς ανοιχτή κι επίσημη υπονόμευση. Εκτός από ορισμένες οριακές περιπτώσεις, που ακολουθούν.
Περιπτωσιολογία παραβιάσεων
Το Κράτος Δικαίου, για να σταθούμε στην πρόσφατη ελληνική ιστορία, υπονομεύτηκε και το κύρος της Δικαιοσύνης τρώθηκε μέσα από δυο «κρατικά σκάνδαλα», υπό διαφορετικές κυβερνήσεις(«υπόθεση Novartis» και υπόθεση υποκλοπών), μέσα από αυτά που αποκάλυψαν δίκες πρώην Υπουργών (Παππά, Παπαγγελόπουλου) στο «Ειδικό Δικαστήριο-Υπουργοδικείο», καθώς και μέσα από τις πολλαπλές παρανομίες που χαρακτήρισαν την «υπόθεση Γεωργίου» και τη «δίωξη Παπαντωνίου».
Η «Υπόθεση Novartis»: το ελληνικό Γουότεργκέιτ
Επειδή πολλά, και όχι πάντα έγκυρα, λέχτηκαν, δεν θα ήταν ίσως άχρηστη μια ψύχραιμη συνολική ματιά:
- Η υπόθεση αυτή υπήρξε η «κορυφή του παγόβουνου», αλλά όχι η μόνη παραβίαση από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (2015-2019), η οποία συστηματικάυπονόμευσε τους θεσμούς του Κράτους Δικαίου. Αξίζει να αναφερθούν:
α) οι πρωτοφανείς πιέσεις που δέχτηκε η δικαστική εξουσία: μεμονωμένες αλλά συστηματικές παρεμβάσεις, όπως η εμπλοκή Υπουργού με ισοβίτη΄ ενταγμένο στην κυβερνητική λειτουργία «ρασπουτινικό» κύκλωμα΄ καταλυτική παρουσία μιας πρώην Προέδρου του Αρείου Πάγου – υπηρεσιακής Πρωθυπουργού – συμβούλου του Πρωθυπουργού – επικεφαλής ανεξάρτητης Αρχής, διαδρομή που από μόνη της συνιστά αντιθεσμικό μνημείο΄ απόπειρα αλλαγής ηγεσίας στον Άρειο Πάγο στο παρά πέντε της κυβερνητικής θητείας΄ αναγγελίες ή κριτικές αποφάσεων, «οδηγίες» προς δικαστές για άνοιγμα και κλείσιμο υποθέσεων΄ ιδεολογική προσέγγιση του ποινικού οπλοστασίου και επίδειξη υπερβολικής επιείκειας σε «πολιτικά» εγκλήματα,
β) η υπονόμευση των ανεξάρτητων Αρχών που δεν άρεσαν στην κυβέρνηση: οι ηγεσίες τους οδηγήθηκαν σε «παραίτηση» ή σε αδράνεια, πρακτικές και υλικές δυσκολίες στη λειτουργία τους αποτέλεσαν μόνιμη τακτική,
γ) σειρά κάμψεων της νομιμότητας με κυβερνητική πρωτοβουλία ή ανοχή: επιχείρηση πώλησης όπλων στη Σαουδική Αραβία, χρήση πόρων για την «υποδοχή» των μεταναστών (η Ευρωπαϊκή Αρχή κατά της διαφθοράς ακόμα ερευνά), κατάτμηση οδικών έργων, απώλειες πόρων από τις συμφωνίες για ΤΡΑΙΝΟΣΕ (άξιζε 300 εκατομμύρια, πουλήθηκε για 48), Αεροδρόμιο Αθηνών (πήγε να πουληθεί 483 εκατομμύρια, υπολογίστηκε σε 1,115 δις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή), έργα στο Θριάσιο Πεδίο, εξαγορά από τη ΔΕΗ άχρηστης εταιρίας στα Σκόπια και σταδιακή αλλά πλήρης απαξίωσης της εταιρίας,
δ) καταπίεση της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης: έγινε αντισυνταγματική, όπως κρίθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, προσπάθεια εκ βάθρων αλλαγής του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου΄ ευθεία επίθεση κατά του πρώην συγκροτήματος ΔΟΛ, των εντύπων αλλά και της ιστορίας του, προσαγωγή στελεχών άλλης εφημερίδας για δημοσίευση ρεπορτάζ για τα κονδύλια του Υπουργείου Άμυνας, ποδηγέτηση κρατικών μέσων΄ διατυπώθηκαν απειλές ακόμα και εναντίον του πρώην συντρόφου Λαφαζάνη για τη στάση του έναντι των πλειστηριασμών, ύβρεις, συκοφαντίες και οργανωμένο «τρολάρισμα» κατά πολιτικών αντιπάλων και κριτικών φωνών,
ε) ανάδειξη μιας συνολικής αντιδιακοκρατικης «φιλοσοφίας» μέσω δυο ακόμα, πέραν της Novartis, εμβληματικών υποθέσεων: τηνυπόθεση των ραδιοτηλεοπτικών αδειών, με την ανοιχτά αντισυνταγματική προσέγγιση της διαδικασίας αδειοδότησης, την αποδοχή προφανώς ακατάλληλων πιστοποιητικών από φίλιο υποψήφιο «καναλάρχη», την δια ιδιωτικών «αποκαλύψεων» προσπάθεια επηρεασμού μέλους του Συμβουλίου της Επικρατείας και ολόκληρου του Δικαστηρίου, την ανήκεστο «κριτική» - λίβελλο κατά της απόφασης που γκρέμισε το κυβερνητικό οικοδόμημα ‘ και την υπόθεση των Τούρκων αξιωματικών, κατά την οποία οι διάχυτες κάμψεις του Κράτους Δικαίου πήραν επίσημη και κεντρική υπόσταση: "δέσμευση" της κυβέρνησης, πιθανότατα δια του ίδιου του Πρωθυπουργού, έναντι της τουρκικής ηγεσίας για «παράδοση» των Τούρκων αξιωματικών –πριν ακόμα αποφανθούν για την τύχη τους τα ελληνικά δικαστήρια-, κυβερνητική άσκηση αναίρεσης κατά θετικής απόφασης της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Ασύλου, αγνόηση της έννοιας του ασύλου, αρχαιοελληνικής –το άσυλο ως τιμή για εκείνον που το δίνει, αφού υπερασπίζεται την ελευθερία- αλλά και μέσα από τη σύγχρονη πρακτική χωρών που πραγματικά το τιμούν (Γαλλία, Σουηδία).
- Στην «υπόθεση Novartis» αποδείχθηκε, αντικειμενικά, ότι υπήρξε πολιτική σκευωρία ή, στην καλύτερη περίπτωση, ασύγγνωστη θεσμική προχειρότητα και βιασύνη, λόγω της αδυναμίας να βρεθούν στοιχεία που να οδηγούν σε ευθύνη και για τα 10 πολιτικά πρόσωπα που ενεπλάκησαν. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υφίσταται, σε άλλα επίπεδο, για άλλα πρόσωπα και με βάση άλλα στοιχεία, εφόσον υπάρχουν, «σκάνδαλο Novartis», χωρίς όμως να ξεπλένει τους εξωθεσμικούς χειρισμούς της κυβέρνησης και, σε αρκετές περιπτώσεις, τις αδέξιες έως λανθασμένες κινήσεις των διωκτικών αρχών.
- Δεν μπορούν να σβήσουν από την μνήμη και να μην αποτιμηθούν τα ακόλουθα αναμφισβήτητα γεγονότα:
α) υπήρχε ένα πολιτικό σχέδιο που, για πρώτη φορά από τη Μεταπολίτευση, προερχόταν από την εξουσία και στρεφόταν κατά της Δημοκρατίας,
β) σε σχέση με τους «προστατευόμενους μάρτυρες»: ένας «προστατευόμενος» μάρτυρας ξαφνικά και υπό περίεργες, για να μην πει κανείς ύποπτες, συνθήκες μετατράπηκε σε κατηγορούμενο, αφού πρώτα είχε παραδεχτεί ανοιχτά ότι του ζητήθηκε να πει πως τα βασικά πρόσωπα της υπόθεσης χρηματίστηκαν, χωρίς να έχει προσωπική άποψη περί αυτού’ ενός δεύτερου τέτοιου μάρτυρα αποκαλύφθηκε η ταυτότητα και καταλύθηκε επίσης πλήρως η αξιοπιστία’ συντελέστηκαν μια σειρά από διαδικαστικές και δικονομικές παραβιάσεις: ούτε θα έπρεπε να χαρακτηριστούν, λόγω του τρόπου που υποδείχτηκαν, «προστατευόμενοι μάρτυρες» τα συγκεκριμένα πρόσωπα, ούτε θα έπρεπε να συνεχίζουν να «προστατεύονται» από τη στιγμή που αποκαλύφθηκε η ταυτότητα τους,
γ) υπήρξε αναμφισβήτητη κάμψη της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, λόγω εμπλοκής, εκτός θεσμικού ρόλου, και πιέσεων, εκτός ανεκτού ορίου, εκ μέρους κυβερνητικών παραγόντων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι επανειλημμένες προαναγγελίες κινήσεων, ακόμα και αποφάνσεων, της Δικαιοσύνης, η ανοιχτή πολιτικοποίηση μιας δικαστικής διαδικασίας, η παρουσία κυβερνητικού στελέχους σε ανώτατο δικαστήριο προς «ενθάρρυνση» των δικαστών, οι απαράδεκτα πολιτικές δηλώσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης («τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν έχουν κανένα δικαίωμα να εμπλέκουν στην απεγνωσμένη προσπάθεια τους να διασωθούν…»). Σημαντική και ασφαλώς όχι τυχαία ένδειξη συνιστούν και οι παραιτήσεις τριών σχετικών με την υπόθεση δικαστικών λειτουργών, που συνοδεύτηκαν από καταγγελίες περί κυβερνητικών παρεμβάσεων,
δ) η εκ μέρους και των δικαστών και της Βουλής ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 86 του Συντάγματος περί ευθύνης Υπουργών υπήρξε εντελώς προβληματική. Από τη στιγμή που, στην πρώτη φάση της δικαστικής διαδικασίας, ο φάκελος έφτασε στη Βουλή –και παρά το ότι δεν έφτασε διόλου «αμελλητί», όπως ορίζει το Σύνταγμα, και καθόλου στη βάση αδιάσειστων στοιχείων, όπως απαιτεί η λογική της διάταξης- η Βουλή ήταν η μόνη αρμόδια να αποφασίσει. Ο καινοφανής ισχυρισμός ότι «γύρισε» πίσω την υπόθεση στη Δικαιοσύνη λόγω διερεύνησης αδικημάτων «εκτός υπουργικών καθηκόντων» (λες και η δωροδοκία ή η δωροληψία, εφόσον υπήρχαν, δεν θα είχαν ως επίκεντρο ακριβώς την υπουργική ιδιότητα των εμπλεκομένων προσώπων), ή λόγω «έλλειψης ικανών στοιχείων (που θα έπρεπε απλώς να είχε οδηγήσει σε κλείσιμο της υπόθεσης της Βουλής), εκθέτει αυτούς που τη σκέφτηκαν,
ε) το βούλευμα, βάσει του οποίου παραπέφθηκε για ορισμένα αδικήματα ο πρώην Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, δεν αμφισβητείται μεν από πλευράς εγκυρότητας και παραγωγής έννομων αποτελεσμάτων, υπήρξε όμως, από νομική άποψη, απολύτως προβληματικό: αντί να καταλύει, ενδυνάμωσε την πεποίθηση περί σκευωρίας, καθώς η αιτιολογία του όχι μόνο δεν είναι πειστική, αλλά αυτοϋπονομεύεται και αυτοεκτίθεται. Το ότι οι 5 δικαστές δεν "είδαν" σκευωρία, δεν σημαίνει ότι αυτή δεν έλαβε χώρα, αφού οι ίδιοι μάς δίνουν επιχειρήματα για να την υποστηρίξουμε. Ειδικότερα: i) μέσα σε ελάχιστες μέρες και σε μια μόνη διάσκεψη λήφθηκε οριστική απόφαση επί μιας τεράστιας, πολύπλοκης και τελικά εύγλωττης δικογραφίας, που είχε πάρει χρόνια να ολοκληρωθεί και κατέληγε στο αντίθετο από των δικαστών του Συμβουλίου συμπέρασμα, ii) η κρίση στηρίχθηκε σε μείζονες εσωτερικές αντιφάσεις, ανατρεπτικές του κύρους της: αποφάνθηκε το Συμβούλιο ότι δεν υφίσταται ποινική ευθύνη του πρώην Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης για κατάχρηση εξουσίας σε σχέση με τη δίωξη 10 πολιτικών προσώπων, την ίδια στιγμή που ανέσυρε από τη δικογραφία και θεώρησε ότι πράγματι έλαβαν χώρα μια σειρά πράξεων του ίδιου ακριβώς προσώπου που αποτελούν τον ορισμό της κατάχρησης εξουσίας: παρεμβάσεις, "προτροπές" και απειλές στο έργο Εισαγγελέων, που οδήγησαν ως και σε υπό καταναγκασμό παραίτηση, απαιτήσεις για συγκεκριμένες δικανικές ενέργειες, κατασκευή και διοχέτευση αβάσιμων στοιχείων, iii) η κρίση των δικαστών του Συμβουλίου ότι δεν υπάρχει δυνατότητα εκ των υστέρων αναζήτησης ποινικών και πειθαρχικών ευθυνών για δικανική κρίση δικαστή, γιατί "θα κατέλυε την ανεξαρτησία του", αποτελεί νομικό τερατούργημα: η βασική συζήτηση, και κρίση, δεν αφορά δικαστές, αλλά Υπουργό που είχε καθήκον να μην αναμιγνύεται στο έργο της Δικαιοσύνης κι έκανε ακριβώς αυτό’ το Σύνταγμα και οι νόμοι προβλέπουν ρητώς και πειθαρχικό και ποινικό έλεγχο δικαστών, αλλά και πολιτικών προσώπων, για παράβαση καθήκοντος’ δικαστική κρίση δεν είναι νοητό να μένει στο απυρόβλητο, όταν είναι αποτέλεσμα πιέσεων ή και εκβιασμού, οι οποίοι μάλιστα αποδεικνύονται, γιατί αυτό θα σήμαινε δικαίωση εκβιασθέντων και εκβιασάντων.
- Ενδεικτικές του νοσηρού κλίματος είναι η άρνηση παραδοχής από τον ΣΥΡΙΖΑ της αθωότητας των προσώπων για τα οποία η υπόθεση μπήκε οριστικά στο αρχείο, η ανανέωση από τον ΣΥΡΙΖΑ, όταν ήταν στην κυβέρνηση,της θητείας της Εισαγγελέως Διαφοράς,η οποία defacto βρέθηκε στο επίκεντρο βαρέως ελεγχόμενων χειρισμών (άλλο ζήτημα ότι, για μια μόνο κατηγορία, το Ειδικό Δικαστήριο την απήλλαξε), καθώς και η συντήρηση ενός ψυχροπολεμικού κλίματος σε όλη τη διάρκεια της υπόθεσης, της δικαστικής διερεύνησης και μετά την ετυμηγορία.
- Είναι ευνόητο ότι η Δημοκρατία απαιτεί στοιχεία και νηφαλιότητα στη στήριξη κάθε κατηγορίας. Εξίσου φυσικό όμως είναι συγκλονιστικά γεγονότα που αγγίζουν –στην προκείμενη περίπτωση: με παράνομο τρόπο- τον ίδιο τον πυρήνα άσκησης της εξουσίας να επιχειρείται να φωτιστούν, ακόμα και με κίνδυνο να αναζωπυρώσουν την πολιτική/κομματική διαπάλη. Για να πάει μπροστά, ο τόπος χρειάζεται κάθαρση. Αλλά καμία κάθαρση δεν είναι δυνατή χωρίς φως, αλήθεια κι απόδοση ευθυνών -το αντίθετο, δηλαδή, της εκτροπής.
Υπόθεση Υποκλοπών
Η υπόθεση των υποκλοπών, υπό κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας (2019-2023), άλλαξε, δικαίως αλλά όχι μόνιμα, το πολιτικό σκηνικό, έδωσε όπλα στην αντιπολίτευση, μουτζούρωσε την εικόνα της κυβέρνησης, και της χώρας, στο εσωτερικό και το εξωτερικό, επέτρεψε αιτιάσεις σχετικά με το κράτος δικαίου.
Ανάθεση της αρμοδιότητας επιτήρησης της ΕΥΠ σε πρωθυπουργικό Σύμβουλο- Γενικό Γραμματέα, που συνέβαινε να είναι και στενό συγγενικό του πρόσωπο. Ψήφιση «φωτογραφικής τροπολογίας» για την αλλαγή του τρόπου επιλογής και των προσόντων του διοικητή της ΕΥΠ, ο οποίος στη συνέχεια, με βάση αυτές τις αλλαγές, τοποθετήθηκε από την κυβέρνηση. Νέα τροπολογία που στέρησε από την ΑΔΑΕ, την ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, τη δυνατότητα να γνωστοποιεί στους πολίτες άρση του απορρήτου που τους αφορούσε. Αγνόηση της καταγγελίας για εις βάρος του παρακολούθηση από το δημοσιογράφο Θ. Κουκάκη και, στην αρχή τουλάχιστον, από τον ευρωβουλευτή και εν τω μεταξύ εκλεγέντα Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Ν. Ανδρουλάκη. Επιβεβαίωση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της παρακολούθησης του τελευταίου και αποκάλυψη ότι το λογισμικό Predator, «υπεύθυνο» για τις παρακολουθήσεις, είχε πουληθεί και χρησιμοποιούνταν στην Ελλάδα.
Δημοσιεύματα από έγκυρα διεθνή έντυπα για σχέσεις του υπεύθυνου για την ΕΥΠ με επιχειρηματία συνδεόμενο με τις παρακολουθήσεις. Οχύρωση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής πίσω από τη δήλωση ότι «δεν γίνονται παράνομες παρακολουθήσεις στην Ελλάδα». Αρχή έρευνας από την ΑΔΑΕ και δήλωση, τότε, του Πρωθυπουργού ότι η παρακολούθηση του Ν. Ανδρουλάκη «ήταν νόμιμη αλλά λάθος». Δήλωση της Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ότι «με τις παράνομες παρακολουθήσεις παραβιάζονται θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας». Έναρξη ακροάσεων από την Επιτροπή Διαφάνειας και σύσταση ειδικής Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής. Εκτός ορίων νομιμότητας επανειλημμένη επίκληση του «απορρήτου» (άλλο απόρρητο έναντι τρίτων και άλλο εντός της Βουλής) από την πλειοψηφία της Εξεταστικής και, μέσω αυτής, απόφανση ότι «δεν υπήρξε σκάνδαλο». Δημοσιοποίηση καταλόγων προσώπων -πολιτικών, δημοσιογράφων, επιχειρηματιών- που επίσης παρακολουθούνταν. Επεξεργασία σχεδίου νόμου για αλλαγές στην ΕΥΠ, αυστηρή κριτική του από την ΑΔΑΕ, αλλά τελικώς ψήφιση του από τη Βουλή (ν. 5002/2022) με λίγες μόνο αλλαγές. Συνέχιση και εμβάθυνση της έρευνας από την ΑΔΑΕ. Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει δικαίωμα να ερευνά και να ενημερώνει για άρσεις απορρήτου, άποψη με την οποία διαφώνησε το σύνολο σχεδόν των συνταγματολόγων της χώρας: πρώτον, γιατί έγινε ενώ ήταν σε εξέλιξη η διερεύνηση μιας υπόθεσης ιδιαίτερης σημασίας, την οποία, με αυτό τον τρόπο, επηρέασε και, δεύτερον γιατί δεν νοείται ανεξάρτητη Αρχή χωρίς ουσιαστική ανεξαρτησία, ούτε χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες -στην πρώτη γραμμή των οποίων είναι οι ελεγκτικές-, αρμοδιότητες που αποδίδουν στην ΑΔΑΕ το Σύνταγμα (άρθρο 101 Α, σε συνδυασμό με το άρθρο 19, ειδικά για την ΑΔΑΕ) και το νομοθετικό πλαίσιο που τη διέπει(νόμος 3115/2003). Δημόσια, μέσω επιστολών, διαμαρτυρία για τους κυβερνητικούς χειρισμούς από τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ Χ. Ράμμο, ο οποίος «κατατάχτηκε»στην κατηγορία των "συνοδοιπόρων" της αντιπολίτευσης και ιδίως της αξιωματικής, μαζί με όσους έβαλαν –βάλαμε- τους θεσμούς πάνω από τα κομματικά: όπως μου δόθηκε η ευκαιρία να γράψω στον ημερήσιο Τύπο, όποιος ζητά γνώση, διερεύνηση και ενδεχομένως κολασμό παραβιάσεων συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων βάσει ευρημάτων ανεξάρτητης Αρχής, δεν είναι με τη μία ή με την άλλη πλευρά, είναι με τη δημοκρατία. Κατάθεση πρότασης δυσπιστίας από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που δεν υπερψηφίστηκε αλλά ανέδειξε τη σοβαρότητα του ζητήματος και τις παραβάσεις της κυβέρνησης.
Από τα γεγονότα, καθώς και τις πράξεις και παραλείψεις της κυβέρνησης, εξάγεται ένα αναμφισβήτητο, κατά τη γνώμη μου, συμπέρασμα: υπήρξε πρόβλημα, πέρα από το όριο της αμέλειας, στους πολιτικούς, θεσμικούς, νομικούς κι επικοινωνιακούς χειρισμούς της κυβέρνησης. Η κυβερνητική/πρωθυπουργική επιλογή να "δέσει" την ΕΥΠ απευθείας στο πρωθυπουργικό γραφείο, η υποτίμηση από την κυβέρνηση της δημοκρατικής σημασίας της υπόθεσης, η δυστοκία της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας στη διερεύνηση, που εξελίχθηκε, μέσω της παρεμπόδισηςτης ΑΔΑΕ, σε εύλογη υπόνοια συγκάλυψης, η παραβίαση, ή «τέντωμα» πέρα από το όριό τους, ουσιαστικών και διαδικαστικών κανόνων, συνιστούν, στα μάτια μου, δικαιοκρατικές υποχωρήσεις που δεν «εξουδετερώνονται» ούτε από τη θεωρία της «δημόσιας ασφάλειας», ούτε από τις παρακολουθήσεις που έκαναν, και κάνουν, και άλλες ελληνικές και ξένες κυβερνήσεις, ούτε από το ότι δεν σοκαρίστηκε η κοινή γνώμη και, ενδεχομένως, δεν επηρεάστηκαν οι εκλογικοί συσχετισμοί, ούτε από τη γενική αποτίμηση του έργου της συγκεκριμένης κυβέρνησης: οι υποκλοπές μετέχουν αυτής της αποτίμησης και αποτελούν ανεξίτηλη θεσμική κηλίδα.
Υπόθεση Ραδιοτηλεοπτικών αδειών - Παππά
Ας θυμηθούμε την αλληλουχία των γεγονότων. Το 2016, η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ διενήργησε διαγωνισμό για τηλεοπτικές άδειες. Στο διαγωνισμό αυτό, που τελικά ακυρώθηκε ως αντισυνταγματικός από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο η ίδια κυβέρνηση είχε επιχειρήσει να χειραγωγήσει, συμμετείχε επιχειρηματίας, ο οποίος, αφενός δεν έκρυψε την εκλεκτική του σχέση με την κυβέρνηση –όπως και εκείνη εξάλλου- και αφετέρου χρησιμοποίησε, ανεπιτυχώς, παράνομα μέσα (περιουσιακά στοιχεία που είτε δεν του ανήκαν, είτε δεν επαρκούσαν). Τον Ιανουάριο του 2020, ο ίδιος επιχειρηματίας κατήγγειλε αυτοβούλως στον Εισαγγελέα ότι ο τότε Υπουργός είχε, στον εν λόγω διαγωνισμό, ρόλο «οργανωτή» ενός σχεδίου με στόχο «την εξυπηρέτηση των συμφερόντων που εκπροσωπούσε και ενδεχομένως τη χειραγώγηση ενός μέσου μαζικής ενημέρωσης και τον επηρεασμό του τηλεοπτικού κοινού». Κοινώς: κατηγόρησε τον πολιτικό ο οποίος τον είχε προτρέψει να διεκδικήσει την άδεια, ότι συμμετείχε, με καθοδηγητικό μάλιστα ρόλο, σε συνωμοσία της εξουσίας.
Τον Ιανουάριο του 2021 διαβιβάστηκε από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης, από την οποία προφανώς απορρέουν στοιχεία τέλεσης αξιόποινων πράξεων (αλλιώς δεν θα διαβιβαζόταν), η σχετική δικογραφία στη Βουλή. Στη βάση αυτής της δικογραφίας κινήθηκε η διαδικασία του άρθρου 86 του Συντάγματος για διερεύνηση της υπόθεσης ως προς δύο σκέλη της: απόδοση χρημάτων από το δημόσιο ταμείο στον τότε υποψήφιο και αργότερα μηνυτή για να συμμετάσχει στο διαγωνισμό (δωροληψία) και παράνομοι κυβερνητικοί χειρισμοί κατά τη διαδικασία του διαγωνισμού (παράβαση καθήκοντος).
Τελικά, η αμετάκλητη και ομόφωνη (13-0) απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου-«Υπουργοδικείου» για τον πρώην Υπουργό Ν. Παππά έδειξε ότι:
- δεν στήθηκε, όπως διαμαρτυρήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, μια «πολιτική δίκη»: η συνταγματική διαδικασία ακολουθήθηκε κατά γράμμα, κανείς, δικαστής ή άλλος παράγοντας, τόσο κατά την κοινοβουλευτική διερεύνηση όσο και ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου, δεν εξέφρασε αιτίαση για αντιθεσμικές πρακτικές και για άσκηση οποιασδήποτε πίεσης. Ακόμα και οι μετά την έκδοση της απόφασης εξεγερθέντες δεν είχαν εξεγερθεί ούτε με την απόφαση παραπομπής του Δικαστικού Συμβουλίου, ούτε με την πρόταση της Εισαγγελέως στην κύρια δίκη. Και δεν είναι πολύ λογικό, εντός της ίδιας δίκης, πρόσωπα και κόμματα να «συμφωνούν» με τμήματα της διαδικασίας και να εξεγείρονται κατά του τελικού αποτελέσματος,
- η απόφαση, δηλαδή η καταδίκη του πρώην Υπουργού για παράβαση καθήκοντος, υπήρξε, βάσει των νομικών και πραγματικών περιστατικών, απόλυτα λογική και τεκμηριωμένη. Η απαλλακτική απόφαση της τακτικής δικαιοσύνης σε άλλη δίκη, για άλλο πρόσωπο, που είχε άλλο ρόλο, και πάντως μη υπουργικό, στην «υπόθεση των ραδιοτηλεοπτικών αδειών», δεν έχει καμία επιρροή ούτε δημιουργεί κανένα προηγούμενο. Για την απαλλακτική πρόταση της Εισαγγελέως τα «είπαν» όλα οι δικαστές της έδρας, που, με ψήφους 13-0, έκριναν ότι δεν έπρεπε –κάτι που είναι γενικώς σπάνιο- να την ακολουθήσουν: στη νομική πραγματικότητα δεν ήταν το κατηγορητήριο που «κονιορτοποιήθηκε» από την πρόταση της Εισαγγελέως, αλλά η πρόταση της Εισαγγελέως που κονιορτοποιήθηκε από την ομόφωνη απόφανση των δικαστών. Η καταδίκη στηρίχθηκε σε στοιχεία ήδη γνωστά και που οι δικαστές έκριναν ότι προβλήθηκαν πειστικά ενώπιον τους: η διαδικασία που είχε επιλεγεί για τις ραδιοτηλεοπτικές άδειες κρίθηκε αντισυνταγματική από το Συμβούλιο της Επικρατείας, οι δεσμοί με τον επίσης κατηγορούμενο και επίσης καταδικασθέντα εργολάβο-προοριζόμενο για «καναλάρχη» αποδείχθηκαν πέραν πάσας αμφιβολίας, καθώς επίσης και το σχέδιο, και η διαδρομή, χρήματος για την επικράτηση στο διαγωνισμό
- το γεγονός ότι καταδικασθείς Υπουργός δεν αποκόμισε προσωπικό κέρδος, και ότι, κατά τον ίδιο και τον ΣΥΡΙΖΑ, το κράτος «όχι μόνο δεν υπέστη βλάβη αλλά είχε ταμειακό όφελος από το αντίτιμο των αδειών», αποτελεί έωλο από νομική άποψη επιχείρημα: ο Ποινικός Κώδικαςπροβλέπει ότι το «όφελος» πρέπει, για να συντρέχει παράβαση καθήκοντος, να είναι «παράνομο» -όπως και ήταν, εφόσον η όλη διαδικασία κρίθηκε αντισυνταγματική-, ενώ «βλάβη του κράτους» δεν θεμελιώνεται αποκλειστικά σε χρηματική απώλεια αλλά και στο μόνο γεγονός της συνειδητά παράνομης μεθόδευσης ενός δημόσιου διαγωνισμού.
Μεθοδεύσεις στις διώξεις Γεωργίου και Παπαντωνίου
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό για τον τρόπο λειτουργίας της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα θεωρώ τον χειρισμό που έγινε σε δυο περιπτώσεις δημοσίων προσώπων: πρόκειται για την «αέναη δίωξη» του πρώην Προέδρου της ΕΛΣΤΑΤ Α. Γεωργίου και την «μανιασμένη ομηρεία» του πρώην Υπουργού Γ. Παπαντωνίου. Για τον πρώτο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) αποφάνθηκε ότι δεν έτυχε «δίκαιης δίκης» στην Ελλάδα, όμως η εγχώρια περιπέτεια του δεν έχει λάβει ακόμα τέλος. Ο δεύτερος φυλακίστηκε για κάτι που δεν αποδείχθηκε και συνεχίζει, χρόνια μετά, να αναμένει όχι μόνο μια δίκαιη κρίση, αλλά έστω μια κάποια δικαστική απόφανση.
Η «υπόθεση Γεωργίου» έχει μια διπλή παγκόσμια πρωτοτυπία. Πρώτον, ο πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ κατηγορήθηκε, και καταδικάστηκε, μόνο και μόνο γιατί έκανε τη δουλειά του: ανέδειξε την πραγματική δημοσιονομική κατάσταση της χώρας (το ύψος του ελλείμματος), κάτι που, φυσικά, δεν «οδήγησε» στα Μνημόνια, αφού αυτά υπήρξαν κατάληξη της δημοσιονομικής κατάστασης, η οποία δεν θα ήταν διαφορετική αν, ενεργώντας όπως οι προκάτοχοί και πολλοί πολιτικοί, την απέκρυπτε ή την ωραιοποιούσε. Και δεύτερον, για το ίδιο μη-αδίκημα πέρασε από τρεις δίκες, με αντίστοιχες αναιρέσεις από τον «φύλακα της νομιμότητας», τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κάθε φορά οι αποφάσεις δεν «βόλευαν», δηλαδή αθώωναν τον κατηγορούμενο. Τελικά απαλλάχτηκε, μετά από μια δεκαετία, από τα κακουργήματα (ψευδείς βεβαιώσεις, αλλοίωση δημόσιων στοιχείων) και καταδικάστηκε αμετάκλητα για παράβαση καθήκοντος, αφού ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αίτησή του για αναίρεση της από το 2017 καταδικαστικής απόφασης του Εφετείου, αρνούμενος να απευθύνει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς το νόημα της κρίσιμης διάταξης του Κανονισμού που διέπει τη λειτουργία των Εθνικών Στατιστικών Αρχών και με βάση το οποίο ο Γεωργίου εκπλήρωσε το καθήκον του ως Προέδρου της ΕΛΣΤΑΤ.
Η απόφαση του Μαρτίου 2023 του ΕΔΔΑ είναι κόλαφος και για αυτούς που τον δίκασαν αλλά και για το ελληνικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Οι πολλαπλές κρίσεις με βάση τα ίδια στοιχεία και για τα ίδια αδικήματα είναι αδικαιολόγητες. Η άρνηση, και μάλιστα αναιτιολόγητη, να αποφανθεί ο ευρωπαϊκός νομοθέτης για την ευρωπαϊκή νομοθεσία είναι παράνομη: δείχνει εμπάθεια και περιφρόνηση, σε πρόσωπα και θεσμούς. Η μη λήψη υπόψη δημοσίου εγγράφου που αποδείκνυε ότι το έλλειμμα του 2009 δεν είχε αλλοιωθεί και ούτε θα απέτρεπε, αν δεν είχε υπολογιστεί όπως υπολογίστηκε, την υπαγωγή της χώρας σε δημοσιονομική επιτήρηση και σε Μνημόνια, αναδεικνύει έλλειψη αμεροληψίαςκαι σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας. Υπό τέτοιες συνθήκες δεν υπάρχει όχι μόνο, όπως αποφάνθηκε το ΕΔΔΑ, δίκαιη δίκη, αλλά ούτε καν άξια του ονόματός της Δικαιοσύνη. Κι όμως, ο μεν Γεωργίου θα κριθεί μία ακόμη φορά από αυτήν ακριβώς την αμετανόητη Δικαιοσύνη, οι δε θιασώτες, στην κοινωνία και σε κάποια κόμματα, της θεωρίας των «αλλοιωμένων στοιχείων που μας έβαλαν στα Μνημόνια» θα συνεχίσουν τον «αγώνα» τους -την κατά τον Ευάγγελο Βενιζέλο «ακατάβλητη αντιμνημονιακή συνωμοσιολογία» τους- πέρα από τη λογική και το δίκαιο.
Στην «υπόθεση Παπαντωνίου», ο κατάλογος των ουσιαστικών και δικονομικών παραβιάσεων που έλαβαν χώρα στο όνομα του «πολιτικού παραδειγματισμού» («δεν θα κερδίσουμε αν δεν βάλουμε τους αντιπάλους μας στη φυλακή») είναι πολύ μακρύς: δίωξη με εμφανώς πολιτικό χαρακτήρα, αφού πρώτα ο πρώην Υπουργός κατηγορήθηκε για ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα (απιστία κατά του Δημοσίου) και, όταν αυτό «δεν βγήκε», προστέθηκε το ξέπλυμα χρήματος’ κάμψη του τεκμηρίου αθωότητας (δήλωση της Εισαγγελέως Διαφθοράς κατά την ανακριτική διαδικασία: «είσαι τυχερός που δεν είσαι ήδη στη φυλακή»)΄ εκβιασμός μέσω της απειλής, που έγινε πραγματικότητα, για δίωξη και της συζύγου του’ προφυλάκιση χωρίς αποδείξεις ή ενδείξεις ή παραπεμπτικό βούλευμα’ τιμωρητική φυλάκιση 17 μηνών, με συνεχείς απορρίψεις αποφυλάκισης, χωρίς εξέταση των προβαλλόμενων λόγων και με στήριξη σε ψέματα («ύποπτος φυγής», δήθεν Γάλλος υπήκοος, παραποίηση καταθέσεων)΄ ασύγγνωστη καθυστέρηση προώθησης της υπόθεσης μετά την αποφυλάκιση, που έλαβε χώρα το 2020΄ αγνόηση Εισαγγελικής πρότασης (Δεκέμβριος 2022) περί μη άσκησης κατηγορίας λόγω έλλειψης οποιασδήποτε απόδειξης περί των αποδιδόμενων κατηγοριών΄ παραπομπή στο ακροατήριο, παρ’ όλα τα παραπάνω, και εκκρεμοδικία ως σήμερα, 20 ακριβώς χρόνια μετά τα γεγονότα (η υπογραφή της σύμβασης για τις φρεγάτες έγινε το Μάρτιο του 2003) βάσει των οποίων κινήθηκε η δίωξη.
Ο πρώην Υπουργός «πληρώνει» τη θητεία του στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ -και μάλιστα κυρίως τη θητεία του στο Υπουργείο Οικονομικών και την καθοριστική συμβολή του στην είσοδο της χώρας μας στην ΟΝΕ. Πληρώνει με την τιμή και την υπόληψη του, αλλά και με μια προσωπική και οικογενειακή οδύσσεια (την περιγράφει χωρίς μελοδραματισμούς στο βιβλίο του «Προσωπική Μαρτυρία», 2021). Πληρώνει το μένος των πολιτικών του αντιπάλων. Αλλά και πληρώνει την ασέβεια της ελληνικής Δικαιοσύνης έναντι του εαυτού της. Δεν ζητά επιείκεια, ζητά δίκαιη κρίση βάσει στοιχείων, αποδείξεων και γεγονότων. Το αίτημα αυτό οφείλει να το συμμερίζεται, όχι υπέρ προσώπων αλλά υπέρ θεσμών, κάθε Έλληνας πολίτης.