Εκατόν ενενήντα εννέα βουλευτές, κάποιοι εξαναγκαζόμενοι, προσπάθησαν – με αμφίβολη την ευόδωση του εγχειρήματος – να «επιλέξουν» το επίπεδο ζωής των χωρών της Ιβηρικής, αντί αυτού της Αφρικής. Ηδη κατέστησαν νεοαπόβλητοι του δημόσιου βίου της χώρας. Εύλογα, ίσως, διότι χτύπησαν λάθος έλλειμμα. Πράγματι…
Το βασικό έλλειμμα του κράτους μας δεν βρίσκεται στα ταμεία του, αλλά στον τρόπο σκέψης των πολιτών του. Είναι έλλειμμα κριτικής ικανότητας και ικανότητας αυτοκριτικής. Ελλειμμα, επίσης, αυτόνομης σκέψης, αφού για λογαριασμό της κοινωνίας «συλλογίζονται» οι επικοινωνιοκράτορες και τα φερέφωνά τους. (Ισως είναι διαχρονικό χαρακτηριστικό μας να «σκεφτόμαστε» μέσω κάποιου άλλου. Οταν πέθανε ο Ελ. Βενιζέλος, ο Γρ. Δαφνής έγραψε: «Οσο αυτός ζούσε, σκεπτόταν διά λογαριασμό των Ελλήνων. Οι οπαδοί του συμφωνούσαν με οτιδήποτε έλεγε. Και οι αντίπαλοί του θεωρούσαν υποχρέωσή τους να διαφωνήσουν προς κάθε πρότασή του. Επομένως το πολιτικό πρόβλημα της χώρας είχε λυθεί»).
Ετσι, για να επανέλθουμε στο σήμερα, αφού εθιστήκαμε στις συνεχείς μιντιακές υμνωδίες προς το «λαϊκό αλάθητο» και αφού γίναμε μάρτυρες της επιβολής της «λαολειχίας» ως δεσπόζουσας εθνικής ιδεολογίας, όπως όλοι οι διανοητικά ετερόφωτοι έχουμε καταστεί άκριτοι, άρα αντιπαραγωγικοί. Πιστέψαμε και εξακολουθούμε να πιστεύουμε πως οι πάντες κάνουν για όλα και όλοι πρέπει να έχουν πρόσβαση παντού (με κατάργηση κάθε ουσιαστικής επιλογής, αξιολόγησης ή ιεράρχησης: η απαίτηση της ποιότητας θεωρήθηκε «ελιτισμός»). Ετσι, επίσης, πιστέψαμε πως το βιοτικό επίπεδο της χώρας προσδιορίζεται από τις επιθυμίες, όχι τις δυνατότητές μας. Υποκαταστήσαμε στην «πραγματική πραγματικότητα», μια άλλη φτιαγμένη από το βουλητικό μας.
Ετσι, όμως, φτιάξαμε και πολιτικό προσωπικό στο μέτρο των διανοητικών μας μεγεθών. Οδηγήσαμε – ή επιτρέψαμε να φτάσουν – στον προθάλαμο της πρωθυπουργίας Κουτσόγιωργας, Τσοχατζόπουλος, Εβερτ, Σουφλιάς, Πετσάλνικος κ.λπ. Ο δε σταυρός προτίμησης απογείωσε την Κα Ανουσάκη, στέρησε όμως την έδρα από δημόσιους άνδρες σαν τον Σάκη Πεπονή και, παραλίγο, από τον πολύπλευρα συκοφαντημένο, πολιτικά και ηθικά, Γ. Ράλλη.
Τώρα, λοιπόν, που οι διαχρονικές επιλογές μας οδήγησαν στο αναπόφευκτο, μας φταίνε οι πάντες: κόμματα, πολιτικοί, τροϊκανοί, η Δύση, η Φραγκοκρατία, η Τουρκοκρατία, οι διαιτητές, ο «στρατηγός άνεμος», όλοι πλην του εαυτού μας. (Λες και οι σημερινοί πολιτικοί μας, νανοειδείς, «κωλοτουμπιστές» ή «σούπερ διαπραγματευτές», υπήρξαν αυτοφυείς… Λες και οι μεταρρυθμίσεις «αναβάλλονταν» χωρίς κοινωνική πίεση… Λες και η εγκαθιδρυμένη τηλεσυνδικαλιστική δικτατορία επιβλήθηκε από τανκς). Κατά συνέπεια, με κάποιες «κλαψοσυμπονιάρικες» τηλεοπτικές εκπομπές να τείνουν να μετατρέψουν την οικονομική ασθένεια του τόπου σε ψυχική νόσο της κοινωνίας, η χώρα αναζητεί ενόχους για εξόντωση. Αποδοκιμάζει οποιονδήποτε είχε κεντρικές πολιτικές ευθύνες και στρέφεται στους «άμωμους»: τους νυν και αεί σταλινικούς του ΚΚΕ, τους πυρπολητές (ψυχών) συριζαίους, τους «μπρατσωμένους» χρυσαυγίτες, τον – μεταρρυθμιστή των λόγων και «ψηφοκαρπωτή» των μόχθων των άλλων – Φ. Κουβέλη και βέβαια, μέχρι πρόσφατα, τον Σαμαρά, τον οποίο η μοίρα ευεργέτησε με μια πολύχρονη «οικουρία» (όμως η καθυστερημένη αποκατάσταση της επαφής με την πραγματικότητα – μολονότι τραγικά ημιτελής και, ως εκ τούτου, αμφίβολης ουσιαστικής αποτελεσματικότητας, γιατί δεν είναι εποχές να λες στους δανειστές μας «αναθεώρηση» – εκλογικά μπορεί να τον καταστήσει… Καμμένο).
Ωστόσο, οι συνέπειες αυτής της στάσης είναι προβλέψιμες. Από τη στιγμή που η τιμωρητική διάθεση του λαού για τους «μόνους υπεύθυνους» οδηγεί σε επιβράβευση πολιτικών δυνάμεων με καθολικό αρνητισμό (ή με «προτάσεις» εφαρμόσιμες σε… άλλο πλανήτη), τότε αυτή η διάθεση είναι σχεδόν βέβαιο πως θα λειτουργήσει αυτοτιμωρητικά. Στην προσφερόμενη επιλογή – «μοντέλο ζωής Πορτογαλίας, Βουλγαρίας ή Αφρικής», «επιστροφή στη δεκαετία του ’70, του ’50 ή στον χειμώνα του 1941;» – οδηγεί στην τρίτη απάντηση.
Βέβαια, ένα ερώτημα παραμένει: εντάξει, η απελπισία και η απότομη κατάρρευση βεβαιοτήτων φέρνουν παραλογισμό. Ορθολογισμός από απελπισμένους δεν αναμένεται. Καταργήθηκε, όμως, και το ένστικτο κοινωνικής αυτοσυντήρησης; (Γιατί, μην αυταπατώμεθα, όταν ο γαλάζιος πασοκάνθρωπος Μανώλης λέει: «Να επιλέξουμε πώς θα πεθάνουμε», εννοεί: «Να επιλέξουμε πώς θα πεθάνουν οι άλλοι». Οι συνδικαλιστές θα επιβιώσουν)…
ΑΣΧΕΤΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Κε Πρόεδρε, η κοινωνική επιστήμη δεν ασχολείται με το ποιοι είναι, αλλά τι κάνουν: μας σιτίζουν! (Εστω, μας υποσιτίζουν)…
Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικών Θεσμών και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο