Ελλάδα-Τουρκία

Σίμος Ανδρονίδης 11 Ιαν 2023

Κατά τη διάρκεια της  χρονιάς που μόλις πριν από λίγες ημέρες αφήσαμε πίσω (2022), δεν προέκυψε κάποια ιδιαίτερη θετική εξέλιξη ως προς την επίλυση των εκκρεμών και ανοιχτών ελληνο-τουρκικών διαφορών, με τις διερευνητικές συνομιλίες που διεξήχθησαν στις αρχές του 2022, να μην θέτουν τις βάσεις για την αναβάθμιση του επιπέδου των διμερών διαπραγματεύσεων, στις οποίες, από ένα σημείο και έπειτα, θα μπορούσαν να συμμετάσχουν και οι δύο υπουργοί Εξωτερικών.[1]

Το 2022, δεν είχαμε κάποιο τοπικό πολεμικό επεισόδιο μεταξύ των δύο χωρών, όπως ίσως προέβλεπαν κάποιοι, που αρέσκονται να εστιάζουν κατά κύριο λόγο, απλοϊκά και κοινότοπα, στο πως θα καταστεί η χώρα όσο το δυνατόν καλύτερα προετοιμασμένη για το ενδεχόμενο μίας ένοπλης σύρραξης με την Τουρκία και λιγότερο ή πολύ λιγότερο στο πως θα αναζητηθούν οι μέσω διαπραγματεύσεων αμοιβαία επωφελείς λύσεις.

 Ναι μεν δεν προέκυψε κάποια άμεση ένταση επί του λεγόμενου πεδίου (Αιγαίο Πέλαγος, Νοτιοανατολική Μεσόγειο), ένταση[2] στρατιωτικού τύπου, από την άλλη όμως δε, δεν υπήρξε κάποια απτή και μετρήσιμη πρόοδος που να αποτυπώνεται είτε δρομολόγηση όλων των απαραίτητων διπλωματικών διαδικασιών για την επίλυση των ελληνο-τουρκικών διαφορών (πιθανότερη εκδοχή), είτε στην επίτευξη κάποιας λύσης σε ένα τουλάχιστον εκ των εκκρεμών ζητημάτων (οριοθέτηση Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών).

Ας μην καταστούμε όμως απαισιόδοξοι, πέφτοντας σιγά-σιγά στην ‘παγίδα’ της γλυκιάς μελαγχολίας που ως άλλη Σειρήνα μπορεί να παρασύρει στο ρυθμό της, εισάγοντας μας, και θεωρητικά, σε μία κατάσταση νιρβάνα εντός της οποίας θα κυριαρχεί το ‘ας αφήσουμε τα ελληνο-τουρκικά ως έχουν, ας αφήσουμε την επίλυση τους για μία άλλη φορά και σίγουρα για μία άλλη χρονιά.’ Οπότε, δεν θα επιλέξουμε και δεν θα κάνουμε χρήση του όρου ‘πισωγύρισμα’[3], όσο του όρου ‘στασιμότητα.’

Ο όρος αυτός μας προσφέρει κάποια συγκεκριμένα πλεονεκτήματα. Πρώτον, περιγράφει επακριβώς και δίχως να χρειασθούν υπερβολικές διατυπώσεις, το πως εξελίχθηκαν οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις το 2022.

Δεύτερον, μας επιτρέπει να ελιχθούμε με άνεση επί του περιεχομένου και των εξελίξεων στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, βοηθώντας μας να αποφύγουμε τα ζιγκ-ζαγκ που ‘ζαλίζουν’ και τους επικίνδυνους σε αυτές τις περιπτώσεις, αφορισμούς. Που μπορεί να είναι εύκολοι αλλά καθόλου ουσιαστικοί. Και τρίτον, μπορεί και εμπεριέχει εντός της τον επίσης σημαντικό όρο που ακούει στο όνομα ‘δυνατότητα.’

Τη δυνατότητα της βελτίωσης, της εξέλιξης, της πραγματοποίησης βημάτων μπροστά, εάν κατανοήσουμε, όχι μόνο τις θέσεις του ‘άλλου’ και εν προκειμένω της Τουρκίας,[4] αλλά, και τις παρά πολλές δυνατότητες που μπορεί να παράσχει η τεχνική των διαπραγματεύσεων και η συνειδητή εμπλοκή σε αυτές.

Αυτό που μπορούμε να πούμε με περισσότερη σιγουριά, είναι το ό,τι δεν επρόκειτο μέσα στο 2023, να μεταβληθούν δραστικά οι προτεραιότητες της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Το Κουρδικό πρόβλημα θα εξακολουθήσει να είναι το υπ’ αριθμό ένα πρόβλημα για την πολιτική ηγεσία της γειτονικής χώρας, με τις ελληνο-τουρκικές διαφορές και το Κυπριακό να ακολουθούν από απόσταση.

 Ο πρώην πρόεδρος του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος και υπουργός Εξωτερικών τη διετία 2012-2014, Ευάγγελος Βενιζέλος, αναφερόμενος στη φράση «το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι Αληθές», φράση που ο Ιάκωβος Πολυλάς την αποδίδει στον ποιητή Διονύσιο Σολωμό, επισημαίνει πως «αυτή η φράση, ακόμη και αν είναι μια φράση που αποδίδεται σ’ αυτόν, συμβολικά ανήκει σ’ αυτόν και έχει μια πολύ μεγάλη και επίκαιρη σημασία. Γιατί είναι μια απάντηση στα fake news, είναι μια απάντηση στην post truth perception , είναι μια απάντηση στον εθνικολαϊκισμό».[5]

 Να λοιπόν πως προκύπτει ή αλλιώς, πως μπορεί να υπεισέλθει στο προσκήνιο η Σολωμική ρήση περί αλήθειας, εθνικής αλήθειας: Ούτε είμαστε στο επίκεντρο της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής (στις σχέσεις με τη Συρία αποδίδεται μεγαλύτερη σημασία) ούτε και θα τεθούμε στο άμεσο μέλλον. Ευκαιρίες μπορούν να παρουσιαστούν και μέσα στο 2023, παρ’ όλο είναι εκλογική χρονιά και για την Ελλάδα και για την Τουρκία. Εμείς κινούμαστε στον αντίποδα της άποψης εκείνης που θέλει το νέο έτος να μην κινείται τίποτα στα ελληνο-τουρκικά, ακριβώς λόγω των εκλογών.

 Οι εκλογικές αναμετρήσεις, υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσαν να αποτελέσουν θρυαλλίδα για την δρομολόγηση μίας διαπραγματευτικής διαδικασίας, η οποία (κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί) θα μπορούσε να τεθεί στην κρίση των Ελλήνων και των Τούρκων πολιτών.

 

[1] Διατρέχοντας προσεκτικά τη μηχανή αναζήτησης πληροφοριών ‘Google,’ παρατηρούμε πως στις 22 Φεβρουαρίου, δύο ημέρες πριν από την έναρξη της Ρωσικής στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία, διεξήχθη ο 64ος και τελευταίος μέχρι σήμερα, γύρος διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Ουσιαστικά, θα τονίσουμε πως οι διερευνητικές επαφές μεταξύ των δύο χωρών που λειτουργούν ως αυτοτελής και ανεπτυγμένος σχετικά δίαυλος επικοινωνίας, έπεσαν ‘θύμα’ (το ενδιαφέρον εδώ έγκειται στο ό,τι οι δύο χώρες δεν είχαν προγραμματίσει τη διακοπή αυτού του τύπου των συνομιλιών) της Ρωσικής στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία,  των περιφερειακών και γεω-πολιτικών ανακατατάξεων που αυτή επέφερε άμεσα, και επίσης, της ανα-διαμόρφωσης των γεω-πολιτικών προτεραιοτήτων της Τουρκίας, η οποία επεδίωξε εξαρχής και ενεργά, να διαδραματίσει διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ των δύο εμπόλεμων χωρών. Ένα διπλωματικό και διαπραγματευτικό κεκτημένο των ετών 2021 (χρονιά επανέναρξης των διερευνητικών επαφών) και 2022 (πρώτοι μήνες) έχει πάψει εν τοις πράγμασι να υφίσταται, με αποτέλεσμα το πρώτο ζητούμενο για το νέο έτος να είναι ακριβώς αυτό: Η επανέναρξη των διερευνητικών επαφών υπό οποιεσδήποτε (ας το κρατήσουμε αυτό), συνθήκες. Για την ιστορία των διερευνητικών επαφών (τέτοιου τύπου επαφές δεν υπήρξαν μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, ούτε το χρονικό διάστημα πριν την στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία), βλέπε και, Ηρακλείδης, Αλέξης., ‘Άσπονδοι γείτονες. Ελλάδα-Τουρκία: Η διένεξη του Αιγαίου,’ Εκδόσεις Σιδέρης Ι., Αθήνα, 2007, σελ. 200-205. Και εδώ, η συμβολή της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ υπό τον Κώστα Σημίτη (1996-2004) υπήρξε σημαντική, καθότι μέσω της δημιουργίας αυτής της φόρμουλας διαλόγου που στηρίζεται σε μία ειλικρινή και απροϋπόθετη ανταλλαγή απόψεων, εκπαιδεύθηκαν (έχουμε κατά νου τη διαδικασία της προετοιμασίας πρωτίστως και λιγότερο την συμμετοχή στις διερευνητικές επαφές) διπλωμάτες των νεότερων γενεών, που απέκτησαν έτσι εκ του σύνεγγυς εικόνα των ελληνο-τουρκικών σχέσεων και διαφορών.

[2] Η ένταση περισσότερο προέκυπτε μέσω λεκτικών αναφορών και δηλώσεων πολιτικών αξιωματούχων, αν και ενίοτε ‘χάνονταν’ μέσα στον ‘κυκεώνα’ της καθημερινότητας.

[3] Ακόμη και η όξυνση στις διμερείς σχέσεις δεν ακολουθεί μία γραμμική ή αλλιώς, μίας ευθύγραμμη πορεία, αλλά, αντιθέτως, επιμερίζεται χρονικά (χρονική διαβάθμιση) και έχει σχέση με τις περιφερειακές και γεω-πολιτικές επιλογές της κάθε χώρας (τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο, λίγο μετά την Ρωσική στρατιωτική εισβολή, η ένταση επί του πεδίου κινούνταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα)  τις περιφερειακές και διεθνείς συμμαχίες που η κάθε μία συνάπτει, τον τρόπο με τον οποίο σπεύδει να αξιοποιήσει τη συμμετοχή της σε έναν διεθνή οργανισμό, την κάθε φορά έκβαση της διαπάλης μεταξύ διαφορετικών ρευμάτων και σχολών σκέψης που υπάρχουν στο εσωτερικό των κοινωνιών των δύο χωρών. Η ιστορία των ελληνο-τουρκικών σχέσεων των τελευταίων ετών, δεν είναι μόνο μία ιστορία διαρκούς έντασης. Έντασης σε πολλά επίπεδα. Μέσα στην τελευταία τριετία έχουν πραγματοποιηθεί πλήθος συναντήσεων μεταξύ αξιωματούχων των δύο χωρών, εκεί όπου ακούστηκαν ανοιχτά προβληματισμοί και απόψεις: Γιατί λοιπόν να καθιστούμε ‘πρώτο θέμα’ την ένταση, όποια μορφή και αν αυτή λαμβάνει, και όχι τη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη, τον   Μάρτιο του 2022; Την ανάπτυξη της διπλωματίας των πόλεων με βασικούς πρωταγωνιστές τους δημάρχους Αθήνας και Κωνσταντινούπολης; Στην καθημερινή ώσμωση των πολιτών των δύο χωρών;   Τώρα, θεωρούμε μονοσήμαντη και εσφαλμένη εκείνη την αντίληψη που θεωρεί το Κυπριακό πρόβλημα και την επίλυση του, πανάκεια για την επίλυση των ελληνο-τουρκικών διαφορών. Έχει φθάσει η στιγμή  να προσλάβουμε με διαφορετικό τρόπο τις δύο παραμέτρους, οι οποίες αλληλεπιδρούν, όχι όμως με τον τρόπο που κάποιοι φαντάζονται. Όπως οδηγηθήκαμε στην επιτυχία της εισόδου της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004, χωρίς να έχει επέλθει προηγούμενη λύση του Κυπριακού, κάλλιστα μπορούμε να φθάσουμε σε ένα σημείο επίλυσης των ελληνο-τουρκικών διαφορών, δίχως και πάλι να έχει προηγηθεί η επίλυση του Κυπριακού προβλήματος. Είναι η επίλυση των ελληνο-τουρκικών διαφορών αυτή που μπορεί να προσδώσει εκ νέου διπλωματική δυναμική στις προσπάθειες επίλυσης και του Κυπριακού προβλήματος, το οποίο φέρει τις δικές του ιδιαιτερότητες που δεν αντανακλώνται γραμμικά στην ελληνική πολιτική σκηνή (ή και στην Τουρκική).

[4] Οι αναφορές περί πιθανής επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια, νότια της Κρήτης, αποτέλεσε το έναυσμα ώστε να αναδειχθεί στην επιφάνεια, ίσως για πρώτη φορά με τέτοια ένταση εντός του 2023, η σταθερή  Τουρκική θέση περί casus belli, σε περίπτωση όπου η Ελλάδα επεκτείνεται τα χωρικά της ύδατα από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια. Μέχρι τώρα γνωρίζαμε πως η Τουρκία δεν επιθυμεί επ’ ουδενί την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων σε θαλάσσιες περιοχές του Αιγαίου Πελάγους και πιο συγκεκριμένα, πέριξ των νησιών και των νησίδων που βρίσκονται εγγύτερα στις Τουρκικές ακτές. Πλέον όμως, συμπεριλαμβάνεται και η Κρήτη στις περιοχές μείζονος Τουρκικού ενδιαφέροντος, από τη μία πλευρά, λόγω της ενισχυμένης παρουσίας τα τελευταία χρόνια στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, και, από την άλλη, λόγω της υπογραφής του Τουρκο-λιβυκού μνημονίου (οι Τουρκικές απειλές πολέμου, πρέπει να αποφεύγονται) οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και συν-εκμετάλλευσης της. Μία ελληνική ενέργεια τέτοιου τύπου που εκτιμάται πως θα επηρεάσει την Τουρκο-λιβυκή οριοθέτηση, θεωρείται ‘εχθρική ενέργεια.’

[5] Βλέπε σχετικά, Βενιζέλος, Ευάγγελος., ‘Το τίμημα της αναγόρευσης του Διονύσιου Σολωμού σε εθνικό ποιητή,’ στο: Βενιζέλος, Ευάγγελος., ‘Παλιγγενεσία και Αναστοχασμός. Κείμενα για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση,’ Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2021, σελ. 160. Εάν θεωρήσουμε με τη σειρά μας πως η φράση όντως ανήκει στον Διονύσιο Σολωμό (η εναλλακτική είναι να έχει επινοηθεί από τον Πολυλά, ο οποίος θεώρησε πως θα είναι συμβατή με τον Ζακυνθινό κόντε και το εν ευρεία εννοία ποιητικό του έργο, αποδίδοντας την σ’ αυτόν/Δεν πιστεύουμε πως ο Πολυλάς άκουσε από κάποιον τρίτο τη φράση), τότε θα πούμε πως ο Ζακυνθινός ποιητής θέτει ουσιαστικά στο προσκήνιο ένα βασικό ζητούμενο (ας πάμε και πιο πίσω χρονικά), που είναι η εκπαίδευση των πολιτών στην αυτογνωσία, στην αλήθεια των γεγονότων (δεν θα προβούμε στη σύγκριση της Σολωμικής ρήσης με την αντίστοιχη του Αλμπέρ Καμί, για τον οποίο, η «αλήθεια όπως και το φως, τυφλώνει»), ως του μόνου αποτελεσματικού αντίδοτου στην ύπαρξη διαδεδομένων και απλουστευτικών εθνικών μύθων που τρέφουν την εθνική αυταρέσκεια εις βάρος μεσοπρόθεσμα, της ειρηνικής συνύπαρξης, της ομαλότητας, της ανάπτυξης.