Η εθνικολαϊκιστική ακροδεξιά στην Αυστρία έχει ένα μακρύ παρελθόν. Η πορεία της είναι σχεδόν διαρκώς ανοδική από το 1986, όταν τα ηνία του κόμματος ανέλαβε ο Jorg Haider, υπό την ηγεσία του οποίου το Κόμμα της Ελευθερίας στην Αυστρία (FPO) συγκέντρωσε σε τοπικό αλλά και σε ομοσπονδιακό επίπεδο ποσοστά τόσο υψηλά (27% το 1999) που το κατέστησαν κυβερνητικό εταίρο σε κυβερνήσεις συνεργασίας με τους Χριστιανοδημοκράτες του OVP. Παρά τους εσωτερικούς κλυδωνισμούς του που χρονολογούνται από εκείνη την εποχή (αποχώρηση Haider από το FPO, διάσπαση και δημιουργία νέου ανταγωνιστικού μορφώματος), το Κόμμα της Ελευθερίας μετατοπίστηκε από το πολιτικό και ιδεολογικό περιθώριο σε περισσότερο mainstream θέσεις της αυστριακής πολιτικής σκηνής.
Οι τελευταίες προεδρικές εκλογές, που ο πρώτος γύρος τους έλαβε χώρα αυτή την Κυριακή (24 Απριλίου), διαθέτουν περισσότερο ένα συμβολικό περιεχόμενο όσον αφορά τις αρμοδιότητες του άμεσα από τους ψηφοφόρους εκλεγμένου Ομοσποδιακού Προέδρου της Αυστρίας. Όσον αφορά ωστόσο την επίδρασή τους στο κομματικό σύστημα, αποτελούν εκλογές ανατροπής καθώς για πρώτη φορά στην ομοσπονδιακή πολιτική σκηνή της χώρας η ακροδεξιά καταλαμβάνει την πρώτη θέση στον πολιτικό-κομματικό ανταγωνισμό, μάλιστα για ένα τόσο σημαντικό διακυβευόμενο. Παρότι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν είναι ακόμη γνωστό το τελικό αποτέλεσμα, για την έκδοση του οποίου θα χρειαστεί να ενσωματωθεί η επιστολική ψήφος, ο 45χρονος υποψήφιος του FPO για το προεδρικό αξίωμα Norbert Hofer απέχει 14 ποσοστιαίες μονάδες από τον υποψήφιο των Πράσινων 72χρονο καθηγητή Van der Bellen.
Δεν είναι μόνο ότι οι δημοσκοπήσεις έπεσαν έξω και το αποτέλεσμα συνιστά (και) από τη σκοπιά των ερευνών της εκλογικής συμπεριφοράς μια δυσάρεστη έκπληξη. Προφανώς ένα μέρος των ψηφοφόρων αποφάσισε την τελευταία στιγμή, ενώ το συνεχιζόμενο από πολύ καιρό κλίμα της πολιτικής δυσαρέσκειας στους ψηφοφόρους συνέβαλε καθοριστικά στο να γείρει τελικώς η ζυγαριά υπέρ της επιλογής της ακροδεξιάς. Η καταγγελία της συναίνεσης, όπως αυτή πραγματώνεται με την κυβερνητική και ευρύτερα –σε επίπεδο πολιτικών- μακρόχρονη συνεργασία Σοσιαλδημοκρατών και Χριστιανοδημοκρατών υπήρξε η απαρχή για την καλλιέργεια της πολιτικής δυσαρέσκειας στους εκλογείς και αποτέλεσε την αφετηρία για την άνοδο του FPO. To FPO διαθέτει μια ρητορική όχι μόνο όμως ενός αντισυστημικού αλλά και ενός αντιμεταναστευτικού και ξενοφοβικού κόματος. Το προσφυγικό ρεύμα επικαιροποιεί στην κοινωνία το φόβο για τον Ξένο και το FPO είναι πρόθυμο να στοχοποιήσει πρόσφυγες και μετανάστες στο όνομα της αρχής της «εθνικής προτεραιότητας», η οποία ηχεί ως ένας προστατευτικός, αν όχι και σαγηνευτικός ήχος πάνω στο αγχωμένο σήμερα εκλογικό σώμα.
Ο Hofer ενσάρκωσε αποτελεσματικά αυτόν το ρόλο του υποκινητή των φόβων, εκείνου που υπαινίσσεται κινδύνους, που ταλαντεύεται εντέχνως μεταξύ λαϊκισμού και ψευδο-ρεαλισμού. Ψηφίστηκε από τους εκλογείς του FPO, αλλά και από όχι ευκαταφρόνητη μερίδα ψηφοφόρων της κύριας και κατεστημένης κομματικής σκηνής. Η τελευταία φάνηκε στην παρούσα φάση να μοιράζεται την ίδια πολιτική ατζέντα με τους εθνικολαϊκιστές, κρατώντας –ιδίως η κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών και Χριστανοδημοκρατών– σκληρή στάση στο θέμα των πρόσφατων προσφυγικών ροών και επικροτώντας με την στάση του υπουργού των εξωτερικών της το κλείσιμο του λεγόμενου βαλκανικού διαδρόμου σε αγαστή συνεργασία με την ΠΓΔΜ. Όμως όσο πιο αυστηρή γινόταν η στάση της κυβέρνησης συνεργασίας SPO και OVP στο θέμα των προσφύγων, τόσο δυνάμωνε η φωνή του FPO που κατήγγειλε τις κατεστημένες κομματικές δυνάμεις για επιτρεπτικότητα και ανεκτικότητα στο ζήτημα της μεταχείρισης των μεταναστών και προσφύγων.
Στις 22 Μαΐου θα λάβει χώρα ο δεύτερος και τελικός γύρος των προεδρικών εκλογών στην Αυστρία, στον οποίο θα μετάσχουν οι δύο πρώτοι υποψήφιοι. Με δεδομένη τη διασπορά των ψήφων σε ένα πλήθος υποψηφίων από την δημοκρατική πολιτική σκηνή είναι πολύ πιθανό η Αυστρία να αποκτήσει τον πρώτο Πράσινο πρόεδρό της. Θα πρόκειται για μια όντως θετική έκβαση εφόσον αυτό συμβεί. Όμως αυτό δεν μειώνει τη νίκη του FPO που έχει ήδη σημειώσει μια σημαντική ενίσχυση των δυνάμεών του έχοντας συγχρόνως καταδείξει ότι οι πολιτικές ευκαιρίες για την ευρωπαϊκή ακροδεξιά είναι σε ανοδική πορεία.