Εκτός Επικαιρότητας: Νόμος για την Έρευνα και άλλες διατάξεις

Θανάσης Μαχιάς 06 Ιουν 2016

Κολλημένος στα δύο μνημονιακά πολυνομοσχέδια, ψηφίστηκε σχεδόν απαρατήρητος, όπως ήταν πολύ φυσικό, ο νέος νόμος για την έρευνα και άλλες διατάξεις. Οι «άλλες διατάξεις», ως πολιτικά πιο πικάντικες συζητήθηκαν κατά κόρο, ενώ διακομματικά οι βουλευτές που επικεντρώθηκαν στον κορμό του Ν/Σ μετρώνται στα δάκτυλα του ενός χεριού. Και όμως υποτίθεται ότι η έρευνα είναι μαζί με την ανάπτυξη οι δύο βασικοί άξονες για την έξοδο από την κρίση.

Τι κάνει όμως ο νέος νόμος, ή καλύτερα ας ξεκινήσουμε με τί ΔΕΝ κάνει:…

  1. Διατηρεί και διαιωνίζει την πολύ-διάσπαση του ερευνητικού χώρου. Για μια ακόμη φορά έχουμε ένα νόμο που περιορίζεται στα 10 Ερευνητικά Κέντρα της ΓΓΕΤ (Γενική Γραμματεία Έρευνας Τεχνολογίας), δηλαδή στον κορμό του Εθνικού Ερευνητικού δικτύου. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του θεσμικού πλαισίου της ΓΓΕΤ σε σχέση με τα άλλα είναι: Οι διαδικασίες εκλογής των Ερευνητών (αντίστοιχες με αυτές των ΑΕΙ), ο συντεταγμένος ανεξάρτητος τρόπος διοίκησής τους και η αξιολόγησή τους ανά πενταετία από ανεξάρτητες Διεθνείς Επιτροπές.

Όλα τα υπόλοιπα Ερευνητικά Κέντρα (και τα κονδύλια τους) συνεχίζουν να είναι διασκορπισμένα σε τουλάχιστον 16 διαφορετικές υπηρεσίες και υπουργεία. Συνεχίζουν να διέπονται από ποικιλία θεσμικών πλαισίων, απουσία ενιαίας αρχής, απουσία ερευνητικής πολιτικής και την συνεπακόλουθη διασπορά των περιορισμένων πόρων. Διατηρούνται έτσι οι αλληλεπικαλύψεις, η σπατάλη πόρων, η απουσία συντονισμού και οικονομία κλίμακας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στον Ερευνητικό Ιστό και στο συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο δεν εντάσσονται ούτε όλα τα Ερευνητικά Κέντρα του Υπουργείου Παιδείας (π.χ. ΕΠΙΣΕΥ και τα Κέντρα της Ακαδημίας). Επιπλέον, Ερευνητικά Κέντρα που θέλουν και προσπάθησαν να επανέλθουν στην ΓΓΕΤ και στον ερευνητικό της ιστό, όπως το ΙΤΣΑΚ, συνάντησαν την άρνηση του «αρμόδιου υπουργού», αποκαλύπτοντας τον συντεχνιακό και ομοσπονδιακό τρόπο λειτουργίας των κυβερνήσεων (της παρούσης αλλά και των προηγούμενων).

Την ίδια στιγμή, όλοι συμφωνούν σε μία τουλάχιστον βασική παθογένεια του Δημόσιου τομέα: Την διάχυση πόρων και αρμοδιοτήτων, τα διαφορετικά και αλληλοαναιρούμενα θεσμικά πλαίσια, την απουσία κεντρικής αρχής και σχεδιασμού. Η έρευνα αποτελεί υποδειγματικό παράδειγμα αυτής της Βαβέλ.

Φαίνεται ότι θα συνεχίσουμε να ΜΗΝ έχουμε εθνική πολιτική για την έρευνα, αφού ακόμα και αν ψηφιστεί (κάτι που δεν έχει συμβεί τα τελευταία 30 χρονιά) θα μείνει κενό γράμμα, γιατί πόροι δεν προβλέπονται, όσοι υπάρχουν παραμένουν διασκορπισμένοι, χωρίς τα θεσμικά εργαλεία για συντονισμένη αξιοποίησή τους και σύνδεση με τους Ευρωπαϊκούς πόρους που κερδίζουν τα Ινστιτούτα.

  1. Μια σημαντική μεταβολή έχει γίνει στην ερευνητική πολιτική της Ε.Ε. Σημαντικά και ενισχυμένα κονδύλια για την έρευνα θα διοχετευθούν μέσω του ευρωπαϊκού περιφερειακού προϋπολογισμού, στα πλαίσια της έξυπνης εξειδίκευσης. Η απορρόφηση τους απαιτεί και την οργάνωση των κατάλληλων εργαλείων. Η Ελλάδα δεν τα διαθέτει. Άμεσα συνυφασμένο με αυτό είναι η απουσία οργάνωσης ενός περιφερειακού δικτύου Ινστιτούτων, ώστε τα ερευνητικά κονδύλια της περιφέρειας να διοχετεύονται σε μια ενιαία και συντονισμένη εθνική ερευνητική πολιτική.

Στη θέση του διατηρούνται (αναστέλλονται μέχρι το τέλος του χρόνου) Ερευνητικά Κέντρα που δημιουργήθηκαν στον προηγούμενο νόμο, ξαφνικά και μεταμεσονύκτια, χωρίς σχεδιασμό, κενά κελύφη, χωρίς ερευνητές, χωρίς να προβλέπεται η ένταξή τους και η δικτύωσή τους μέσα στα υπάρχοντα ερευνητικά κέντρα και ΑΕΙ.

Τι κάνει ο νέος νόμος

  1. Διορθώνει σημαντικές στρεβλώσεις του περιφερειακού σχεδιασμού της έρευνας, που είχε προκαλέσει ο προηγούμενος. Ο νόμος 4310 που τροπολογήθηκε, δημιουργούσε ένα περιβάλλον που επέτρεπε να διαχέονται περιφερειακά κονδύλια της έρευνας σε αλλότριους στόχους. Για τον σκοπό αυτό αποδιάρθρωνε την έννοια της έρευνας και του ερευνητή και θεσμοθετούσε μια διακυβέρνηση που επέτρεπε τα κονδύλια να διοχετεύονται εύκολα οπουδήποτε, με την επίφαση έρευνας. Ο νέος νόμος διορθώνει την στρέβλωση, ενώ θεσμοθετείται ένας ορθολογικότερος τρόπος διακυβέρνησης και σχεδιασμού της έρευνας στην περιφέρεια. Βέβαια, όπως προαναφέρθηκε, απουσιάζει η εθνική στρατηγική, καθώς και ένας αποτελεσματικός μηχανισμός δικτύωσης και διακυβέρνησης για αποτελεσματική απορρόφηση των κονδυλίων. Τα χειρότερα όμως διορθώνονται και αποφεύγονται.
  2. Ο Ενιαίος Χώρος Εκπαίδευσης και Έρευνας υποτίθεται ότι είναι κοινός τόπος όλων των κομμάτων του κοινοβουλίου, από την εποχή που ξεκίνησε την θεσμική του μορφοποίηση με το ν. 4009. Ο νόμος 4310 έκανε ορισμένα επιπλέον βήματα που ενισχύονται στον παρόντα, (κυρίως μέσω της δυνατότητας οι ερευνητές να είναι κύριοι επιβλέποντες διδακτορικών). Ωστόσο οι μέχρι σήμερα ρυθμίσεις έχουν εστιαστεί ετεροβαρώς στην πρόσβαση των ΑΕΙ στα Ερευνητικά Κέντρα και όχι στο αντίστροφο.
  3. Εκεί που έχουμε μια δραστικότερη (αν και ανομολόγητη ) παρέμβαση είναι, κατά την γνώμη μου, στον τομέα της Διοίκησης των Κέντρων. Οι δυο τελευταίοι νόμοι ο τωρινός και ο προηγούμενος (4310) πιστεύω ότι επιφέρουν συνδυαστικά μια σοβαρή μεταβολή.

Ποιο είναι το πρόβλημα στην ελληνική ιδιαιτερότητα; Πηγάζει από την απουσία εθνικής πολιτικής και χρηματοδότησης της έρευνας. Η κρατική χρηματοδότηση της έρευνας κάλυπτε μόνο ένα τμήμα του μισθού του τακτικού προσωπικού, και καθόλου τα λειτουργικά έξοδα. (Οι δύο τελευταίοι νόμοι βελτιώνουν πολύ λίγο την κατάσταση). Στα υπόλοιπα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης η χρηματοδότηση, είτε ως επιχορήγηση, είτε μέσω εθνικών προγραμμάτων, υπερκαλύπτει το σύνολο, χρηματοδοτώντας ταυτόχρονα έρευνα στα πλαίσια εθνικών πολιτικών.

Η ελληνική ιδιαιτερότητα έχει οδηγήσει και οδηγεί σε μια ιδιότυπη «αυτοχρηματοδότηση» της έρευνας μέσω των προγραμμάτων που διεκδικούν και κερδίζουν οι Ερευνητές. Την ίδια στιγμή, οι ίδιοι Ερευνητές συμμετέχουν ελάχιστα στη διοίκηση των Κέντρων. Παράγεται έτσι, ένας ιδιότυπος δυϊσμός που προκαλεί θεσμικές στρεβλώσεις. Υπάρχουν μονοπρόσωπες διοικήσεις (Διευθυντές –Πρόεδρος) που συγκεντρώνουν το σύνολο της «εξουσίας», που εκλέγονται ή διορίζονται εξωτερικά, ενώ ταυτόχρονα τα χρήματα «κατέχονται» από τους Ερευνητές, μέσω των προγραμμάτων τα οποία υποβάλλουν, διεκδικούν, κερδίζουν και στην συνέχεια διαχειρίζονται με μηδαμινή πρόσβαση στις αποφάσεις.

Την ίδια στιγμή, οι μονοπρόσωπες διοικήσεις (Διευθυντές), ελέγχονται αποκλειστικά από τα Δ.Σ. που αποτελούνται από τους ίδιους. Είναι αυτό που η Διαμαντοπούλου ονόμαζε κορπορατισμο των Διευθυντών και σχεδίαζε να χτυπήσει.

Οι δύο νόμοι κυρίως ο 4310 αλλά και ο τωρινός κάνουν σοβαρά βήματα για να αντιμετωπιστεί αυτή η στρέβλωση, με την δημιουργία θεσμικών αντίβαρων στην μονοπρόσωπη διοίκηση: (Ερευνητές στις επιτροπές επιλογής Διευθυντών, Επιστημονικό Συμβούλιο με αρμοδιότητες, κρίση και αξιολόγηση των Διευθυντών). Οι δύο νόμοι κινούνται συμπληρωματικά προς ένα άλλο μοντέλο διοίκησης. Απομένει να δούμε πώς θα λειτουργήσει στην πράξη και τί αποτελέσματα θα επιφέρει, ώστε να ωριμάσει το επόμενο θεσμικό βήμα.

Ανεξάρτητα πάντως από την αποτίμηση αυτών και άλλων επιμέρους αλλαγών (που δεν εξαντλούνται εδώ), η ανάγκη για μια ουσιαστική μεταβολή στον τομέα της έρευνας παραμένει. Μια μεταρρύθμιση, που πρέπει να γίνει προσεκτικά ώστε να μην υπονομευτεί ένας τομέας που (σύμφωνα με τις Διεθνείς Αξιολογήσεις που υπόκειται) λειτουργεί καλά και αποδοτικά. Μια μεταρρύθμιση που θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στην ανάγκη, για έναν Ενιαίο Ερευνητικό Ιστό, με Ενιαίο Θεσμικό Πλαίσιο Λειτουργίας σε ένα Ενιαίο Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας.