Οι εξελίξεις που δρομολογούνται μετά και την καταψήφιση του τρίτου μνημονίου από την αριστερή πλατφόρμα –είτε αυτές κινηθούν προς την διενέργεια εκλογών είτε προς κυβέρνηση διευρυμένης συνεργασίας– θέτουν επί τάπητος το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης. Και δεν αναφέρομαι σε αυτό που καλύπτεται από τα μνημονιακά μέτρα, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα εφαρμοσθούν. Αναφέρομαι στο μέρος εκείνο της κυβερνητικής δραστηριότητας που εκφεύγει των μνημονιακών απαιτήσεων. Γιατί είναι προφανές νομίζω, πως η πολιτική δεν αποτελείται από στεγανοποιημένους χώρους που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους αλλά από διασυνδεδεμένες πρακτικές που η μία επιδρά στην άλλη. Ετσι, αν η πολιτική για τα ΑΕΙ, μπορεί να μην ενδιαφέρει άμεσα τους δανειστές, εντούτοις τα αποτελέσματά της φαίνονται μεσοπρόθεσμα στο οικονομικό πεδίο και ορίζουν όχι μόνον την ανάπτυξη και τους ρυθμούς της, αλλά και την κατεύθυνση προς την οποία θα κινηθεί. Το ίδιο συμβαίνει και με τις πολιτικές για τον πολιτισμό, την μετανάστευση, την εθνική άμυνα.
Συνεπώς, το ζητούμενο είναι αν αυτές οι πολιτικές στους παραπάνω τομείς θα είναι συμβατές με την κατεύθυνση των μνημονιακών δεσμεύσεων. Αν δηλαδή, θα ενσωματωθούν στο μεταρρυθμιστικό πλέγμα που συνθέτει το τρίτο μνημόνιο και θα αποτελέσουν ένα ενιαίο σύνολο που θα ωθήσει την οικονομία και την κοινωνία προς τα εμπρός. Γιατί είναι αυτονόητο πως δεν μπορούν να συνυπάρξουν ταυτόχρονα πολιτικές μεταρρύθμισης και αντιμεταρρύθμισης. Δεν μπορεί η οικονομία να κινείται στους ρυθμούς των ιδιωτικοποιήσεων, του ανοίγματος των αγορών και του εξορθολογισμού του ασφαλιστικού και η Παιδεία να επιστρέφει στα κρατούντα στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Δεν μπορεί οι δανειστές να επιζητούν την κατάργηση των γραφειοκρατικών και των κάθε μορφής συντεχνιακών αγκυλώσεων και οι ένοπλες δυνάμεις να παράγουν στρατιές αποστράτων και πλήθος αντιστρατήγων. Ούτε είναι επιτρεπτό στον πολιτισμό να διασπαθίζονται αδιαφανώς κονδύλια για την επιχορήγηση ατάλαντων «ημετέρων».
Αρα, το πρόβλημα που θα τεθεί άμεσα θα είναι κατά πόσο μία κυβέρνηση με βασικό κορμό τα στελέχη του Σύριζα, θα μπορέσει να ενοποιήσει τους δύο άξονες της πολιτικής: αυτούς που καταγράφουν οι μνημονιακές δεσμεύσεις και αυτούς που αφήνουν στην δικαιοδοσία της κυβέρνησης. Οι μαρξιστές υπουργοί, με την συγκεκριμένη κοσμοθεώρηση και νοοτροπία πολύ δύσκολα θα ανταποκριθούν στο δύσκολο αυτό αίτημα της τρέχουσας συγκυρίας. Πολύ φοβούμαι πως ούτε καν αντιλαμβάνονται πόσο βαθιά συμπλέκονται όλες οι πτυχές της σύγχρονης πολιτικής δραστηριότητας, καθώς τα νοητικά εργαλεία με τα οποία αναλύουν την πραγματικότητα είναι και απλοϊκά και όπου χρησιμοποιήθηκαν οδήγησαν σε εκτρωματικές καταστάσεις.
Ετσι, άνθρωποι που από την ιδεολογία τους απεχθάνονται τον ανταγωνισμό και την συνακόλουθη επιβράβευση, είναι λογικό να καταργούν την αριστεία στην μέση εκπαίδευση, να μην βλέπουν πως το βασικό σύμπτωμα στην διαπλοκή των πολιτικών με τους επιχειρηματίες είναι ακριβώς η κατάργηση του ανταγωνισμού και να μην αισθάνονται την ανάγκη να αποσαφηνίσουν τι είδους ανάπτυξη επιζητούν –παρά τις μνημονιακές δεσμεύσεις– και ποιό θα είναι το βασικό της υποκείμενο (ιδιωτικός τομέας ή το δημόσιο).
Ανεξαρτήτως λοιπόν, της υπογραφής του αριστερού μνημονίου, οι λογαριασμοί παραμένουν ανοιχτοί, όχι μόνον για την υλοποίηση όσων αυτό προβλέπει, αλλά κυρίως για την επανεξέταση όλων των πολιτικών που χαρακτηρίστηκαν ως «αντιμεταρρύθμιση». Η δεδηλωμένη απέχθεια των μαρξιστών στο μνημόνιο που αυτοί υπέγραψαν, δεν πείθει πως θα κινηθούν προς την κατεύθυνση του εξορθολογισμού των τομέων της παιδείας, της μετανάστευσης, του πολιτισμού, της άμυνας. Απεναντίας, μάλλον σε αυτούς τους εκτός μνημονιακής εμβέλειας τομείς, θα δείξουν το ιδεοληπτικό-αντιμεταρρυθμιστικό τους πρόσωπο.