Ο θεσμικός πολιτισμός των τριών (3) τελευταίων αιώνων βασίζεται στη δημοκρατική αρχή και στο κράτος δικαίου, προσλαμβάνει δε συγκεκριμένη υπόσταση με την ανάπτυξη του αντιπροσωπευτικού συστήματος διακυβέρνησης. Η ηθελημένη ή μη άγνοια της αντιπροσωπευτικής λειτουργίας μιας σύγχρονης δημοκρατίας οδηγεί σε παρερμηνευτικές διολισθήσεις, εκτεταμένες θεσμικές συγχύσεις ή σε μεταφυσικές αναζητήσεις επεξήγησης της αναγκαιότητας λειτουργίας των θεσμών.
Το αντιπροσωπευτικό, κοινοβουλευτικό σύστημα οικοδομείται στο φαινόμενο του πολιτικού κόμματος, το οποίο με τη σειρά του είναι δυνατό να ανταπεξέλθει στη δοκιμασία της αντιπροσωπευτικής του ικανότητας διατηρώντας την δεξιότεχνη ικανότητα πολιτικής σύνθεσης αντιτιθέμενων κοινωνικοπολιτικών συμφερόντων στη πρόσοψη μιας κοινωνίας με πολύπλοκη διαστρωμάτωση και άπειρες ιδεολογικές αποχρώσεις. Βασικές ωστόσο συνιστώσες για τούτο είναι η συνύπαρξη οικονομικών και κοινωνικών διλημμάτων καθώς και ιδεολογικοπολιτικών διαφοροποιήσεων στο πλαίσιο των οποίων μπορούν να διαμορφωθούν μαζικές συσσωματώσεις με ιδεολογική ευαισθησία, πολιτική ωριμότητα για νέες πολιτικές συνθέσεις και συλλογικές συσπειρώσεις καθώς και δημιουργική αξιοποίηση των ιδεολογικών αυτών αποχρώσεων.
Το πολιτικό σύστημα δεν πάσχει σήμερα από λανθασμένες επιλογές ή θεσμικά κενά αλλά από κομματικές αντιλήψεις, πολιτικές εκτιμήσεις και πρακτικές που διαβρώνουν τη λειτουργία του με συνέπεια την έκδηλη ατολμία και διστακτικότητά του στη λήψη και υλοποίηση τολμηρών πολιτικών αποφάσεων. Η κομματική πραγματικότητα είναι αυτή που υπονομεύει, ως ένα βαθμό, το πολιτικό σύστημα που απορρέει από τους κανόνες του Συντάγματος.
Ποιος αμφισβητεί σήμερα ότι τα εφιαλτικών διαστάσεων φαινόμενα πολιτικής διαφθοράς έχουν σαφέστατα θεσμικό βάθος και ανάγονται στη φύση λειτουργίας ενός σύγχρονου κράτους;
Ποιος αμφισβητεί επίσης ότι τα φαινόμενα διαφθοράς προσβάλλουν τα υποκείμενα δράσης και τους διαχειριστές της εξουσίας προκαλώντας ταυτόχρονα τριγμούς στο κομματικό φαινόμενο;
Από την άλλη, το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος κανόνας πολιτειακής συγκρότησης. Καθορίζει το πολιτικό σύστημα και το περίγραμμα κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης ενός λαού σε μία χώρα. Η τυχόν αναθεώρησή του είναι αφύσικο να θεωρείται ως μέσο αντιμετώπισης πολιτικών δυσκολιών ή συγκάλυψης τυχόν ευθυνών. Το Σύνταγμα, ενώ είναι ξένο με το πελατειακό κράτος και τη νομή εξουσίας, είναι άσχετο με την αναξιοκρατία, τη διαφθορά και αδιαφάνεια, τον αποπνικτικό κομματισμό και τη κρίση αντιπροσώπευσης, έχει ωστόσο διαβρωθεί από τα επίκτητα χαρακτηριστικά ενός πολιτικού συστήματος που κληρονόμησε και σμιλεύτηκε με βάση την πνιγηρή κομματική πραγματικότητα.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα η Βουλή ασκεί τη νομοθετική λειτουργία και η Κυβέρνηση τον εκτελεστική.
Όταν όμως μέσω της κομματικής πειθαρχίας, που κατά τα άλλα είναι έκφραση εσωκομματικής δημοκρατίας, εξασφαλίζεται πάντα κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή, τότε η νομοθετική εξουσία υποτάσσεται πλήρως στην εκτελεστική, δηλαδή στην εκάστοτε κυβέρνηση.
Μήπως τελικά η «καταχρηστική» εφαρμογή της κομματικής πειθαρχίας είναι πράξη αυτοσυντήρησης του σημερινού κομματικού κατεστημένου;
Είναι αδήριτη λοιπόν η ανάγκη εκσυγχρονισμού του πολιτικού συστήματος στη βάση λειτουργίας ενός τύπου «μετακομματικής δημοκρατίας» με ενεργό ανάπτυξη και πολιτική παρουσία oργανισμών μεγαλύτερης πολιτικής οξυδέρκειας και ευελιξίας που μπορούν να χειριστούν πολύπλοκα προβλήματα χωρίς να θυσιάσουν την πολιτική τους ταυτότητα στο Βωμό μιας ελάχιστης διαχειριστικής επάρκειας.
Η επίτευξη της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας αναζωογόνησης του πολιτικού συστήματος μέσα από την αναθεώρηση του Συντάγματος, πέραν του ότι υποβαθμίζει το ίδιο το Κοινοβούλιο, είναι ματαιόπονη και λανθασμένη πολιτική στόχευση.
Στις αναθεωρητικές αντίθετα πρωτοβουλίες του Συντάγματος πρέπει να ενσωματωθούν κύρια δράσεις που αφορούν τον επαναπροσδιορισμό των κανόνων εκείνων που ενισχύουν τη δυνατότητα συμμετοχής των πολιτών στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας.