Ο εκλογικός κύκλος είναι αναπόδραστος, ακόμα και για τις υπερδυνάμεις. Κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια πρέπει να έχουμε εκλογές, ακόμα και αν έχουμε κρίση μπροστά μας. Και φυσικά, η «εκλογολογία», το φαινόμενο δηλαδή το κυβερνητικό έργο σταδιακά να απορροφάται και να ενσωματώνεται στην προεκλογική εκστρατεία του εκάστοτε κρατούντα, δεν είναι ελληνικό. Απανταχού, η εκλογική θητεία είναι κατά ένα χρόνο μικρότερη, αφού ο τελευταίος χρόνος μιας θητείας είναι ο «εκλογολογικός». Και εκείνο το χρόνο, τα «κρίσιμα» μπορούν να περιμένουν.
Εμείς δεν είμαστε υπερδύναμη, ενώ έχουμε πλέον τελειώσει με τις εκλογικές μας διαδικασίες – μέχρι νεωτέρας – και ψάχνουμε από πού θα κόψουμε 11,5 δις Ευρώ. Αυτό είναι το κρίσιμο. Οι εκλογικές αναμετρήσεις – και μάλιστα δύο – ήταν πολυτέλεια, όπως πρόσφατα επισήμανε ο Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Φιλελευθέρων στη Γερμανία. Τελειώσαμε με τις πολυτέλειες.
Αντίθετα, στη Γερμανία και στις ΗΠΑ, όλοι μετρούν τις μέρες και τους μήνες έως τις εκλογές. Τα εκεί «κρίσιμα» μπορούν να περιμένουν, ενώ τα κόμματα αναβάλλουν τις δύσκολες αποφάσεις για χρόνους ψυχρούς και μετεκλογικούς. Και εάν η Ελλάδα είναι σε «κρίση», πρέπει να περιμένει στην ουρά με τα υπόλοιπα κρίσιμα.
Προς το παρόν, η προσοχή δεν στρέφεται στα δημόσια οικονομικά, αλλά στα προεκλογικά οικονομικά. Στις ΗΠΑ, ο κουμπαράς του κάθε υποψηφίου βρίσκεται σε δημόσια θέα. Από καιρό σε καιρό τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ) ενημερώνουν τον πολίτη πόσα χρήματα έχει διαθέσιμα ο εκάστοτε υποψήφιος και υπολογίζουν πόσο τηλεοπτικό χρόνο και δημόσιες εμφανίσεις μπορεί να αγοράσει. Και επειδή φυσικά μιλάμε για τις ΗΠΑ, όλοι μετράνε εάν έσπασε το ρεκόρ δωρεών σε σχέση με την προηγούμενη εκστρατεία. Οι «λαϊκιστές» μπορεί επίσης να εγείρουν το ερώτημα τι ζητούν σε αντάλλαγμα οι χρηματοδότες. Οι περισσότεροι όμως «ρεαλιστές», απλώς προβλέπουν ποιος υποψήφιος έχει περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει, με βάση τα χρήματα που βρίσκονται στον κουμπαρά του.
Τα αμερικανικά ΜΜΕ επίσης ασχολούνται με το ποιος διάσημος υποστηρίζει ποιόν υποψήφιο για τη συγκεκριμένη εκστρατεία. Αυτό λέγεται χορηγία (endorsement) και λειτουργεί ακριβώς όπως η πώληση άλλων προϊόντων – από οδοντόπαστες έως αντιρυτιδικές κρέμες – που υποστηρίζουν με το αζημίωτο ποδοσφαιριστές, τραγουδιστές, κ.ο.κ.. Οι ίδιοι υποστηρίζουν και κόμματα. Πρόκειται για μια «άυλη εισφορά», χωρίς φυσικά κανένα αντάλλαγμα.
Άλλα «κρίσιμα» ζητήματα μπορούν να περιμένουν. Τι θα συμβεί, για παράδειγμα, όταν το κράτος ξοδέψει τα τελευταία χρήματα που του επιτρέπει το όριο δανεισμού που έχει θέσει η Γερουσία; Δύο πράγματα μπορούν να συμβούν: είτε πάμε για μαζικές και απότομες περικοπές (όπως Ελλάδα), είτε θα επέλθει συμβιβασμός στη Γερουσία και οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να δανείζονται. Οι συμβιβασμοί όμως είναι δύσκολο να επιτευχθούν σε προεκλογική περίοδο (όπως Ελλάδα). Οδεύουμε λοιπόν προς κρίση, ενώ ακόμα και ο κεντρικός τραπεζίτης των ΗΠΑ, κύριος Μπερνάκι, διστάζει να τυπώσει περισσότερο χρήμα για να μη θεωρηθεί ότι στηρίζει Ομπάμα. Αλήθεια, μπορεί να κατηγορηθεί για μικροπολιτική μια υπερδύναμη;
Στη Γερμανία, το πολιτικό παιχνίδι ήταν και είναι περισσότερο εγκεφαλικό. Ενώ στις ΗΠΑ, η αναμέτρηση μοιάζει με ποδόσφαιρο, όπου η προσοχή στρέφεται στις μετεγγραφές και το budget των ομάδων, στη Γερμανία οι αναμετρήσεις μοιάζουν με σκάκι. Αφού κανένα κόμμα δε μπορεί να κερδίσει αυτοδυναμία, η «βασίλισσα» κυρία Μέρκελ προσπαθεί να διατηρήσει τη συνοχή της παρούσας διάταξης των δυνάμεών της, φροντίζοντας παράλληλα για τη μελλοντική.
Στην παρούσα φάση, ο «αξιωματικός» στις δυνάμεις της είναι ο ηγέτης των Φιλελευθέρων κύριος Ρέσλερ. Οι Φιλελεύθεροι είναι ένα πολιτικά «τελειωμένο» κόμμα, με ποσοστά πολύ κάτω του 5%, του οποίου ο αρχηγός τα παίζει όλα-για-όλα προκειμένου να αντλήσει λίγες ψήφους, κυρίως με κρυπτο-ρατσιστικές δηλώσεις ενάντια στην Ελλάδα. Η ίδια άλλωστε αμετροέπεια χαρακτηρίζει και τον ηγέτη των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας, όπως και τον Υπουργό Οικονομικών του κρατιδίου, αφού και αυτοί έχουν μπροστά τους μια εκλογική αναμέτρηση. Μόνο που οι Βαυαροί δεν έχουν πρόβλημα μόνο με τους Έλληνες, αλλά και με τους Βερολινέζους, όπως και με όλα τα φτωχότερα βόρεια κρατίδια που ο πλούσιος και συνετός νότος της Γερμανίας πρέπει να επιδοτεί. Εντελώς συμπτωματικά, ο κύριος Σόιμπλε είναι Βαυαρός.
Η βασίλισσα Μέρκελ κινείται σε ευθείες γραμμές και προς όλες τις κατευθύνσεις. Γενικά, πάντως, προτιμά να έχει επιλογές, παρά να κάνει επιλογές. Έτσι, είτε ενδύεται το ρόλο της «υπεύθυνης», μετριάζοντας το λόγο των ακραίων, είτε το παίζει «αποφασιστική», υπενθυμίζοντας στους ευρωπαίους εταίρους της το «χρυσό κανόνα» («όποιος έχει το χρυσό, κάνει τους κανόνες»). Το στοίχημα είναι να διατηρήσει τους εταίρους της όσο τους χρειάζεται, δηλαδή μέχρι να επιλύσει το δύσκολο γρίφο: πώς θα εξασφαλίζει για το κόμμα της την πρώτη θέση στις επόμενες εκλογές, ενώ παράλληλα θα βρει άλλο κόμμα (πλην των Φιλελευθέρων) διατεθειμένο να συνεργαστεί μαζί της μετεκλογικά. Και μέχρι να πετύχει αυτό το στόχο, όλοι μας μπορούμε να θεωρούμε εαυτούς πιόνια: οι κυβερνητικοί της εταίροι, μικρές και μεγάλες χώρες του νότου, το Ευρώ, η Ε.Ε., κ.ο.κ.
Δεν έχει βέβαια αμερικανικού τύπου ανησυχίες, αφού μπορεί πάντα να βασίζεται στην επάρκεια της οικονομικής υποστήριξης του κόμματος, παρότι από καιρό σε καιρό το ζήτημα αυτό, όπως και στην Ελλάδα, απασχολεί το δικαστικό ρεπορτάζ. Οι σχέσεις μεταξύ εταιρειών, συντεχνιών και άλλων ειδικών συμφερόντων, είναι κάτι που υπάρχει, αλλά όταν αποκαλύπτεται, περιορίζεται στην εξακρίβωση μεμπτών, πλην πάντα προσωπικών ευθυνών.
Στο μεταξύ, άλλα «κρίσιμα» ζητήματα μπορούν να περιμένουν. Τι και εάν η Ευρώπη δε μπορεί να περιμένει; Εάν μπορεί, ας κάνει κι αλλιώς. Εάν πρέπει να διασωθεί μια χώρα πριν από τις γερμανικές εκλογές, καλύτερα να καταρρεύσει.
Παρά τις ομοιότητες στην εκλογολογία ΗΠΑ, Γερμανίας και Ελλάδας, υπάρχει και μια σημαντική διαφορά. Εμείς πρέπει να ασχολούμαστε με την εκλογολογία των ΗΠΑ και της Γερμανίας, ενώ εκείνοι σπάνια ασχολούνται με τη δική μας. Εμείς, μετεκλογικά, μπορούμε, σε αντίθεση με Γερμανούς και Αμερικανούς, να ασχολούμαστε με κρίσιμα θέματα. Και είναι κρίσιμο να μην ασχολούνται με εμάς προεκλογικά στις Βρυξέλλες, το Βερολίνο και η Ουάσινγκτον.
Συνεπώς, περικόπτουμε, με την ελπίδα να διαπραγματευτούμε «μετεκλογικά». Όταν βέβαια λέμε μετεκλογικά, δεν εννοούμε τις ελληνικές εκλογές. Και ιδού η παρεξήγηση.