Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα κόμματα (κυβερνητικό και αντιπολιτευτικά) την προεκλογικά αναγγελθείσα ψήφιση ενός νέου εκλογικού νόμου. Λες και γνωρίζουν τις συνθήκες στις οποίες θα διεξαχθούν οι επόμενες εκλογές, λες και προεξοφλούν από τώρα τα ποσοστά τους, λες και δεν έχουν δει, τα τελευταία ιδιαίτερα χρόνια, μεγάλα κόμματα να καταρρέουν, μικρά κόμματα να κυβερνούν τη χώρα και άλλα να εξαφανίζονται τελείως.
Η πανευρωπαϊκά αποκλειστική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία ο εκλογικός νόμος είναι το εργαλείο της κυβερνώσας πλειοψηφίας προκειμένου να παραμείνει ή τουλάχιστον να μην αποκλειστεί από την εξουσία, καλά κρατεί στη χώρα μας. Κι όσο κρατεί τόσο περισσότερο απομακρύνεται η προσδοκώμενη θεσμική κανονικότητα, προϋπόθεση για την συνολική αποκατάσταση της κανονικότητας.
Το ισχύον μπόνους των 50 εδρών – που θέσπισαν ή επωφελήθηκαν από αυτό, ανεξαρτήτως προσχημάτων, τα κόμματα εξουσίας του 21ου αιώνα – αλλοιώνει προκλητικά το εκλογικό αποτέλεσμα. Η απλή αναλογική του ΣΥΡΙΖΑ αντιπροσωπεύει την θυσία της κυβερνησιμότητας στον βωμό του κομματικού του συμφέροντος.
Ο εκλογικός νόμος δεν είναι εργαλείο εκλογικών σκοπιμοτήτων ούτε και μέσο πίεσης ή αποκλεισμού κομμάτων και εκβιασμού των πολιτών. Θέτει τους κανόνες που συμβάλλουν στην κυβερνησιμότητα της χώρας με σεβασμό στο εκλογικό αποτέλεσμα και τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Από την άποψη αυτή και μόνο, ο εκλογικός νόμος θα έπρεπε να είναι σταθερός και συνταγματικά κατοχυρωμένος.
Ας ελπίσουμε ότι οι πολιτικές δυνάμεις θα τον αντιμετωπίσουν τελικά με πνεύμα συναίνεσης αλλά και δημοκρατικής ευθύνης σε μια τόσο κρίσιμη για το μέλλον της χώρας ιστορική στιγμή.