Η πρόσφατη πρόταση του Ποταμιού για τον εκλογικό νόμο είναι μια σοβαρή πρόταση και προς τη σωστή κατεύθυνση. Το θέμα, όμως, στη σημερινή Ελλάδα, δεν είναι τόσο να γίνονται σοβαρές προτάσεις, όσο να λαμβάνονται σοβαρές αποφάσεις. Εκεί πάσχουμε: στο μεγάλο ξέφωτο που χωρίζει την ανάλυση από την πράξη και την παθογένεια από τη μεταρρύθμιση. Φοβούμαι πως αν δεν αλλάξουν κάποια άλλα πράγματα –η αλαζονεία της εξουσίας, εμφανής και στη σχετική με τον εκλογικό νόμο συζήτηση, ή η ενδοτικότητα σε κάθε είδους συμφέροντα που συνήθως βαφτίζονται «παράδοση»- το ξέφωτο θα γίνει –όπως έχει αρχίσει να γίνεται- βουνό.
Κάθε συζήτηση για τον εκλογικό νόμο είναι, όπως οι περισσότερες συζητήσεις περί θεσμών, άσκηση ισορροπίας. Αυτό που διακυβεύεται στην προκείμενη περίπτωση είναι η απομείωση αδικιών –του εξωφρενικού μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, του πλεονεκτήματος που αποκτούν οι διαγωνιζόμενοι με σταυρό λόγω οικονομικής ευμάρειας και τηλεοπτικής παρουσίας- χωρίς αποδυνάμωση του μόνου θετικού στοιχείου του παρόντος συστήματος, που είναι η δυνατότητα σχηματισμού σχετικά σταθερών –αν και όχι αναγκαστικά μονοκομματικών- κυβερνήσεων. Αν θεωρήσουμε, συνεπώς, όπως διδάσκει η συγκριτική ιστορία και η κοινή λογική, ότι αποκλείεται η «απλή και άδολη αναλογική» (η οποία θα έβαζε 15 κόμματα στην παρούσα Βουλή…), τότε με την πρόταση του Ποταμιού υλοποιούνται δύο βασικοί στόχοι: η μεγαλύτερη αλλά όχι πλήρης αναλογικότητα (μέσω της κατάργησης του μπόνους των 50 εδρών και του διαμοιρασμού των εδρών βάσει του αποτελέσματος σε 7 μεγάλες περιφέρειες) και η σχετική λείανση των δυο αδικιών. Εκεί που δεν γίνεται μεγάλη πρόοδος είναι ως προς την απλότητα και την πρακτικότητα του νέου συστήματος.
Η ιδέα της «διπλής ψήφου», μίας για την εκλογή προσώπου σε μονοεδρική περιφέρεια και μίας για επιλογή κόμματος σε διευρυμένη, ταιριάζει σε πολύ μεγαλύτερες, κατά βάση ομοσπονδιακής μορφής, και πάντως διαφορετικής πολιτικής κουλτούρας χώρες (δεν είναι συμπτωματικό ότι ένα τέτοιου είδους σύστημα είναι γνωστό στη διεθνή θεωρία ως «γερμανικό»). Για την Ελλάδα η υιοθέτηση του θα ήταν, πιστεύω, υπερβολικά τεχνητή, πολύπλοκη και ημιτελής, αφού δεν θα καταργούσε τελείως το σταυρό προτίμησης (η πρόταση του Ποταμιού τον διατηρεί στις μονοεδρικές). Γνωρίζω το αντεπιχείρημα: χωρίς προσωπικό ανταγωνισμό των υποψηφίων βουλευτών θα υπάρξει πολύ μικρότερη κινητοποίηση για το κόμμα (κάτι, εξάλλου, που το Ποτάμι έζησε στο πετσί του στις εκλογές του Σεπτεμβρίου). Νομίζω, ωστόσο, ότι η απλούστερη και δικαιότερη λύση θα ήταν ο χωρισμός όλης της χώρας σε μονοεδρικές περιφέρειες και η εκλογή βουλευτή σε καθεμία από αυτές ανάλογα με το ποιο θα ήταν το πρώτο κόμμα: και οι υποψήφιοι θα «έτρεχαν», αφού για να εκλεγούν θα έπρεπε να κερδίσει το κόμμα τους, και η δυνατότητα να ψηφιστεί κάποιος για «προσόντα» ελάχιστα σχετικά, ή και ελάχιστα συμβατά, με την πολιτική και τη δυνατότητα πολιτικής προσφοράς (γιατί αυτό είναι το μεγάλο χαρακτηριστικό του σταυρού) θα αποδυναμωνόταν αισθητά. Μένει το μεγάλο ζήτημα, στην πραγματικότητα ΤΟ ζήτημα, του τρόπου επιλογής των υποψηφίων των κομμάτων, ζήτημα εσωκομματικής λειτουργίας στην πράξη, και ουσίας της Δημοκρατίας, που φοβούμαι ότι δεν λύνεται με καμία πρόταση, παρά μόνο με ριζική αναμόρφωση των κομμάτων. Υποχρεωτικά εκ του (εκλογικού) νόμου, πάντως, εσωκομματικά συνέδρια για την επιλογή των υποψηφίων βουλευτών θα ήταν μια καλή αρχή.
Προσωπικά με προβληματίζει και η πρόταση του Ποταμιού για «περιορισμό» των βουλευτών σε 255. Βάζω τη λέξη σε εισαγωγικά γιατί ο περιορισμός ως ζήτημα δεν είναι από τα βασικά (η εξοικονόμηση πόρων του Κράτους δεν αρκεί και ούτε θα είναι σε καμία περίπτωση σημαντική), χρησιμοποιείται συχνά για λόγους εντυπωσιασμού και μόνον, ενώ η τόσο μικρή μείωση μάλλον αυτή την εντύπωση υπηρετεί (μείωση, κατά τη γνώμη μου, θα είχε νόημα αν «κόβαμε» τουλάχιστον 100 βουλευτές). Επίσης, ενώ το Ποτάμι για τους Ελλαδικούς βουλευτές μοιάζει «χουβαρντάδικο», τη σωστή ιδέα περί εκλογής εκπροσώπων της απόδημης ελληνικής κοινότητας τη βλέπει μάλλον υπερβολικά στενά: όλες οι ήπειροι θα ήταν λογικό να εκπροσωπούνται και οι μεγάλες κοινότητες (ιδίως Αμερικής και Αυστραλίας) με παραπάνω από δύο βουλευτές.
Οι όποιες παρατηρήσεις πάντως είναι μάλλον δευτερεύουσας σημασίας μπροστά στο μείζον: να αλλάξει το εκλογικό σύστημα αμέσως –και πάντως πριν τις επόμενες εκλογές-, ώστε να αντιμετωπιστεί, όσο είναι δυνατόν, η αναξιοκρατία, ο πελατειασμός και η σπατάλη. Η μπάλα, δυστυχώς, δεν είναι στα πόδια των κομμάτων της αντιπολίτευσης, αλλά στην αγκαλιά μιας κυβέρνησης που μέχρι στιγμής έχει δείξει ότι με τους θεσμούς «παίζει αλλιώς».