Την ερχόμενη εβδομάδα, στις 6 Νοεμβρίου, διεξάγονται οι αποκαλούμενες ενδιάμεσες (midterm) εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην πράξη η ψηφοφορία έχει ήδη αρχίσει σε πολλές Πολιτείες εφόσον επιτρέπεται από την εκλογική νομοθεσία. Υπολογίζεται ότι αριθμός των πρόωρων εκλογέων θα ξεπεράσει τα 22 εκ. της αντίστοιχης πρόωρης ψηφοφορίας στις προεδρικές εκλογές του 2016.
Οι εκλογές αποκαλούνται ενδιάμεσες, διότι διεξάγονται στο ήμισυ της τετραετούς προεδρικής θητείας ανανεώνοντας (ανά διετία) όλα τα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων (435) και το 1/3 (35) των 100 μελών της Γερουσίας η θητεία των οποίων είναι εξαετής. Οι βουλευτές εκλέγονται στις 50 Πολιτείες της χώρας σε αναλογία με τον πληθυσμό τους ενώ κάθε Πολιτεία εκπροσωπείται με 2 γερουσιαστές για λόγους πολιτικής ισορροπίας και αντιστάθμισης του πληθυσμιακού κριτηρίου. Επί παραδείγματι, η Καλιφόρνια με πληθυσμό 39 εκ. (η πολυπληθέστερη Πολιτεία) εκπροσωπείται στην ομοσπονδιακή Βουλή των Αντιπροσώπων με 53 αντιπρόσωπους ενώ η Πολιτεία της Νότιας Ντακότα με 870.000 πληθυσμό μόνο με 1. Αμφότερες, όμως, εκπροσωπούνται με 2 γερουσιαστές στην Ομοσπονδιακή Γερουσία.
Ένα από τα παράδοξα των αμερικανικών εκλογών είναι ότι η Περιοχή της πρωτεύουσας της χώρας, η Washington DC, δεν εκπροσωπείται. Δεν είναι Πολιτεία. Γι αυτό, στις πινακίδες πολλών Ι.Χ. αυτοκινήτων της περιοχής αναγράφεται το σύνθημα no taxation without representation (καμιά φορολόγηση χωρίς αντιπροσώπευση). Ήταν το βασικό αίτημα των αποίκων τον 18ο αιώνα έναντι της μητρός πατρίδος, της Βρετανίας, εφόσον η φορολόγησή τους αποφασιζόταν στο βρετανικό Κοινοβούλιο στο Λονδίνο ερήμην τους. Για τους κατοίκους της αμερικανικής πρωτεύουσας το αίτημα παραμένει ανικανοποίητο. Ματαίως οι κάτοικοι απαιτούν την εκπροσώπησή τους. Δεν εισακούγονται, μολονότι πληρώνουν κανονικά τους φόρους τους.
Οι ενδιάμεσες εκλογές προκαλούν και εύλογο παγκόσμιο ενδιαφέρον επειδή η αλλαγή των συσχετισμών σε Βουλή και Γερουσία διευρύνει ή περιορίζει την άσκηση της προεδρικής εξουσίας και κατά συνέπεια τις δυνατότητες εφαρμογής των πολιτικών του τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Η συμμετοχή σε αυτές κυμαίνεται γύρω στο 40% κατά μέσο όρο έναντι 60% στις προεδρικές. Οι αυξητικές τάσεις που σημειώνονται εφέτος στην εγγραφή πολιτών στους εκλογικούς καταλόγους, η οποία αποδίδεται στην ένταση που έχει προκαλέσει η προεδρία του κ. Τραμπ, δημιουργεί βάσιμες προσδοκίες για μεγαλύτερη συμμετοχή, ιδιαίτερα των νέων. Αλματώδης είναι και η αύξηση των υποψηφίων γυναικών ιδιαίτερα με τους Δημοκρατικούς. Ωστόσο, σε πολλές Πολιτείες η εκλογική νομοθεσία ορθώνει διάφορα προσκόμματα στο δικαίωμα του εκλέγειν, που πλήττουν κυρίως τα πιο αμόρφωτα και φτωχά στρώματα διαφόρων μειονοτήτων.
Η πρόβλεψη του αποτελέσματος κάθε άλλο παρά εύκολη είναι. Είναι, βέβαια, η χαρά των εταιρειών δημοσκοπήσεων αλλά συνάμα και ο εφιάλτης τους. Ο ανταγωνισμός είναι σκληρός και αδυσώπητος. Τα χτυπήματα πάνω και κάτω από τη ζώνη άπειρα. Το δε οικονομικό κόστος για τους υποψηφίους απαγορευτικό για εκείνους που δεν έχουν επαρκή χρηματοδοτική στήριξη. Έχει υπολογιστεί ότι το μέσο κόστος για την εκλογή υποψηφίου στη Βουλή ανέρχεται σε 1.6 εκ δολ. ενώ για την Γερουσία 10.5 εκ. δολ..Το κόστος συνεχώς αυξάνεται.
Οι εκλογές αυτές αποτελούν εξ αντικειμένου και ένα ισχυρό μήνυμα επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας της πολιτικής του εκάστοτε προέδρου. Πράγματι, σύμφωνα με μετρήσεις το 60% δηλώνει ότι βασικά ψηφίζει με γνώμονα τα πεπραγμένα του προέδρου. Η δημοτικότητα του κ. Τραμπ είναι επί του παρόντος μάλλον χαμηλή. Μόνο το 43% επιδοκιμάζει την πολιτική του έναντι 53% που την αποδοκιμάζει.
Τόσο στη Βουλή των Αντιπροσώπων όσο και στη Γερουσία πλειοψηφεί το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Οι Δημοκρατικοί ευελπιστούν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη Βουλή για να κάνουν τη ζωή δύσκολη στον πρόεδρο. Δεν είναι και τόσο εύκολο, διότι οι ανταγωνιστικές έδρες δεν είναι και τόσο πολλές. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων οι Επιτροπές που ορίζονται για την νέα οριοθέτηση (redistricting) των εκλογικών περιφερειών κατά περιόδους ανάλογα με τις πληθυσμιακές αλλαγές κάθε άλλο παρά αντικειμενικά αποφαίνονται. Ο κανόνας είναι μάλλον το μαγείρεμα (gerrymandering) σε βαθμό που να συγκροτούνται ασφαλείς έδρες και για τα δυο κόμματα, με σχεδόν μικρές πιθανότητες να αλλάξουν στρατόπεδο. Οι έδρες αυτές ως σίγουρες είναι, φυσικά, περιζήτητες.
Ο Νέιτ Σίλβερ (Nate Silver), ο γκουρού της εκλογικής στατιστικής, που καθημερινά επεξεργάζεται δεκάδες δημοσκοπήσεων και ερευνών για να τροφοδοτήσει τα μαθηματικά του μοντέλα πρόβλεψης, υποστηρίζει ότι για να μπορέσουν οι Δημοκρατικοί να ελέγξουν τη Βουλή χρειάζονται να προηγούνται στις δημοσκοπήσεις σε ολόκληρη τη χώρα με πάνω από 5,5%, δηλαδή να έχουν κάποιο σχετικά ισχυρό ρεύμα. Επί του παρόντος ο όρος αυτός φαίνεται να πληρούται καθόσον η διαφορά βρίσκεται περίπου στο 7.5% κατά μέσο όρο. Αναλύοντας τα σημερινά δημοσκοπικά δεδομένα με τα δικά του στατιστική μοντέλα ο Σίλβερ θεωρεί ότι οι Δημοκρατικοί έχουν πιθανότητες 6 στις 7 (85%) να κερδίσουν την πλειοψηφία στη Βουλή, πράγμα που σημαίνει ότι 39-40 περίπου έδρες πρέπει να αλλάξουν κομματικό χρώμα. Να περάσουν δηλαδή από τον μπλε Ελέφαντα (Ρεπουμπλικάνοι) στον κόκκινο Όνο (Δημοκρατικοί). Από άποψη πολιτικής αριθμητικής αρκούν 24 και μόνο έδρες να περάσουν στο Δημοκρατικό στρατόπεδο για αλλαγή πλειοψηφίας. Μια τέτοια, όμως, οριακή πλειοψηφία είναι πάντα επισφαλής.
Διαφορετική είναι η εικόνα για τη Γερουσία διότι οι Δημοκρατικοί θα πρέπει να υπερασπιστούν 23 έδρες για να διατηρήσουν τον σημερινό αριθμό εδρών τους, πόσο μάλλον να τις αυξήσουν, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι μόνο 8. Κατά τον Σίλβερ, οι πιθανότητες οι Ρεπουμπλικάνοι να διατηρήσουν τον έλεγχο της Γερουσίας ανέρχονται σε 5 στις 6 (83%).
Ο ίδιος ο Σίλβερ, φυσικά, αναγνωρίζει ότι κανένα μαθηματικό πρόβλεψης των εκλογικών αποτελεσμάτων δεν είναι ασφαλές μολονότι ενσωματώνονται τόσο ιστορικά στοιχεία των συγκεκριμένων εκλογικών αναμετρήσεων όσο και τα πιθανά περιθώρια σφαλμάτων. Μια απόκλιση στατιστικού λάθους στις δημοσκοπήσεις της τάξης του 2-3% κατά μέσο όρο, ποσοστό κάθε άλλο παρά ασυνήθιστο, προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση ή ένα ρεύμα της τελευταίας στιγμής που οι δημοσκοπήσεις αδυνατούν να συλλάβουν, μπορούν να ανατρέψουν τις σημερινές προβλέψεις. Συνέβη το 2016 με την Τραμπ. Κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που ο γνωστός πολιτικός ιστότοπος RealClearPolitics θεωρεί ότι μια διαφορά + ή – 5% δεν είναι αρκετή για μια σίγουρη πρόβλεψη.
Σε περίπτωση που οι στατιστικές σταθμίσεις του Σίλβερ επαληθευτούν στην κάλπη, ήτοι με τους Δημοκρατικούς να ελέγχουν την Βουλή και τους Ρεπουμπλικάνους να διατηρούν τον έλεγχο της Γερουσίας, τότε οι πολιτικές του Τραμπ, που χρειάζονται την έγκριση και των δυο νομοθετικών σωμάτων, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να περάσουν. Διότι, μια από τις ιδιομορφίες του αμερικανικού πολιτικού συστήματος έγκειται στο γεγονός ότι και τα δυο εκλεγμένα σώματα, δηλαδή Βουλή και Γερουσία, έχουν τη λεγόμενη νομοθετική πρωτοβουλία. Κι αυτό εκ των πραγμάτων συνεπάγεται είτε συμβιβασμούς μεταξύ των δυο σωμάτων για νομοθετικές πρωτοβουλίες επί του ιδίου θέματος είτε αμοιβαία εξουδετέρωση με εκ των πραγμάτων ακύρωση των νομοσχεδίων είτε εμπλοκή και παράλυση του νομοθετικού έργου και κατ’ επέκταση του πολιτικού συστήματος και της κυβερνητικής λειτουργίας.
Οι αντιθέσεις, οι αντιστάσεις, η εχθρότητα, ο διχασμός που έχει προκαλέσει ο άκρως επιθετικός και βίαιος πολιτικός λόγος αλλά και η απρόβλεπτη πολιτική συμπεριφορά του αμερικανού προέδρου δεν προοιωνίζουν κάποια θετική εξέλιξη προς την κατεύθυνση επιδίωξης και εξεύρεσης συμβιβαστικών και συναινετικών λύσεων. Προειδοποιούν μάλλον για το αντίθετο. Νομοθετική παράλυση και κυβερνητική δυσλειτουργία. Υπενθυμίζοντας, όπως πρόσφατα ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, ότι ούτε οι θεσμοί ούτε η δημοκρατία ούτε τα δικαιώματα μπορούν να θεωρηθούν ως δεδομένα. Οι πολίτες διαπράττουν σοβαρό λάθος εφησυχάζοντας και πιστεύοντας ότι οι δημοκρατικές κατακτήσεις, οι θεσμοί και τα δικαιώματα είναι εσαεί δεδομένα και ότι δεν μπορούν να πέσουν θύματα της μισαλλοδοξίας και της αχαλίνωτης δημαγωγίας και παραπλάνησης των λαϊκιστών.
Ο επόμενος σταθμός για εκκαθάριση λογαριασμών ως προς τον πρόεδρο Τραμπ είναι, φυσικά, οι προεδρικές εκλογές, τον Νοέμβριο του 2020. Έως τότε πολύ νερό θα τρέξει κάτω από τη γέφυρα.