Το να θεωρεί κάποιος τη συνεχή αναφορά στο «λαϊκό αλάθητο» νοσηρή και νοσογόνο «λαολειχία» δεν σημαίνει βέβαια ότι αποκλείεται – από ένστικτο, διορατικότητα ή ευθυκρισία – η κοινωνία να βλέπει σε ορισμένες περιπτώσεις ορθότερα ή διεισδυτικότερα από κάποιους ταγούς της. Οπως, για παράδειγμα, στην παρούσα συγκυρία όπου, σύμφωνα με έρευνα σοβαρής εταιρείας δημοσκοπήσεων, περίπου τρεις στους πέντε Ελληνες θεωρούν ότι οι επικείμενες εκλογές θα βλάψουν καίρια τον τόπο (ενώ, αντίθετα, γραφίδες κατοχυρωμένες ως έγκριτες βλέπουν την προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία περίπου ως την αφετηρία για την αποφασιστική αντιμετώπιση όλων μας των δεινών). Πράγματι…
Οι έγκυροι «γνωμοδιαμορφωτές» οι οποίοι, από κοινού με κάποιους ιδιοτελείς πολιτικούς, βλέπουν το άμεσο στήσιμο της εθνικής κάλπης ως έξοδο (κινδύνου) από το σημερινό αδιέξοδο, δηλαδή ως μέθοδο αποκατάστασης της επαφής μεταξύ της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος και, συνακόλουθα, ως διαδικασία επανανομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας, όλοι αυτοί αγνοούν κάποια βασικά. (Ή εθελοτυφλούν μπροστά στην, εκτυφλωτική ωστόσο, ευκρίνεια των επερχόμενων γεγονότων – ορθότερα: των «ισχυρά πιθανολογούμενων εξελίξεων», επειδή η μετοχή «γεγονός» σε πολύ σχετικό μόνο βαθμό μπορεί να συνδεθεί με χρόνο μέλλοντα και την εγγενή σε αυτόν αβεβαιότητα.) Αυτά δε τα βασικά που αγνοούν είναι και θεσμικά και πολιτικά…
Εν πρώτοις, στα κοινοβουλευτικά συστήματα την ηθική και πολιτική νομιμοποίηση προς την εξουσία τη δίνει η εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου. Η συγκριτική εξάλλου υπεροχή των κοινοβουλευτισμών έναντι των προεδρικών δημοκρατιών συνίσταται στην ευκαμψία και στην προσαρμοστικότητά τους. Στο ότι δηλαδή επιτρέπουν στις εκπροσωπούμενες στο κοινοβούλιο πολιτικές δυνάμεις του τόπου να προσαρμόζουν το κυβερνητικό σχήμα, από πλευράς πολιτικής στήριξης και προγραμματικής κατεύθυνσης, στις μεταβαλλόμενες κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής περιόδου περιστάσεις, εσωτερικές και διεθνείς. Αυτή άλλωστε η «ιδιοφυΐα» του κοινοβουλευτικού μας συστήματος μας επέτρεψε να σωθούμε in extremis από μια προφανώς καταστροφική εθνική επιλογή, δηλαδή το δημοψήφισμα του – καλοπροαίρετου, αλλά αφελούς – τελευταίου γόνου της οικογένειας Παπανδρέου. (Αντίθετα τα αδιαμφισβήτητα σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα των αμερικανικού τύπου προεδρικών κυβερνήσεων βρίσκονται σε άλλα σημεία, όπως π.χ. τη μεγαλύτερη αντοχή της εκτελεστικής εξουσίας στις πιέσεις των συντεχνιών κ.ο.κ.)
Ακόμη όμως και αν δεχθεί κανείς ότι η κοινοβουλευτική στήριξη συνιστά τυπική μόνο νομιμοποίηση – άρα μόνο η προσφυγή στα νάματα της άμεσης λαϊκής κυριαρχίας μπορεί να προσφέρει στην πολιτική εξουσία ουσιαστική κοινωνική νομιμοποίηση -, υπάρχει άραγε λογική ανάλυση που να πείθει πως η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις αυριανές κάλπες θα μπορεί να αξιοποιήσει τα νομιμοποιητικά πλεονεκτήματα μιας πρόσφατης εκλογής; Δηλαδή να κερδίσει χρόνο και λαϊκή ανοχή, ώστε να διαχειριστεί, πιο ανέφελα από το σημερινό σχήμα, την για ικανό ακόμη διάστημα αναπόφευκτα επώδυνη «διάβαση της ερήμου»; Τι προσδοκούμε από τις κάλπες;
Ή το άθροισμα των «αντιμνημονιακών» δυνάμεων, υπερδεξιών και υπεραριστερών, ακροδεξιών και ακροαριστερών, θα έχουν αθροιστικά (ως συνέπεια του παρορμητικού τρόπου έκφρασης του μέσου απελπισμένου ψηφοφόρου) πλειοψηφία βουλευτών, οπότε ο τόπος θα οδηγηθεί σε μια απίστευτα καταστροφική ακυβερνησία.
Ή η άτυπη και ανομολόγητη συμμαχία των δύο – εξ επιλογής ή εξ ανάγκης φιλομνημονιακών – παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας θα διατηρήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, οπότε και πάλι η κατάσταση θα είναι πολύ χειρότερη από τη σημερινή.
Πρώτον, διότι το αθροισμένο ποσοστό τους θα είναι, παρά την όποια προεκλογική συσπείρωση επιτύχουν, πολύ χαμηλό. (Μάλιστα ο καθένας μπορεί να φανταστεί τι θα συμβεί αν η κοινοβουλευτική τους πλειοψηφία δεν συνοδεύεται από λαϊκή πλειοψηφία, δηλαδή ένα αθροισμένο εκλογικό ποσοστό άνω του 50%.)
Δεύτερον, διότι η ύπαρξη πλέον μόνο «αντισυστημικής» αντιπολίτευσης -και η απόλυτη αδυναμία των κομμάτων που θα τη συγκροτούν να προτείνουν οποιαδήποτε εναλλακτική κυβερνητική λύση – θα στρέψει την κοινωνική διαμαρτυρία κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, σε πεζοδρομιακές κατευθύνσεις.
Τρίτον, διότι η αναπόφευκτη άμεση διάψευση των όποιων προσδοκιών δημιουργήσει η προεκλογική περίοδος θα φορτίσει συντομότατα πολύ περισσότερο το κλίμα και θα ανεβάσει κι άλλο τον κοινωνικό πυρετό (ενώ, βέβαια, μια εύλογη παράταση του βίου της κυβέρνησης Παπαδήμου, εφόσον δεν είχε «ευνουχιστεί», θα έδινε στην κοινωνία περιθώρια για να ψηφίσει με κάπως πιο κατευνασμένο θυμικό, ώστε να δοθεί μεγαλύτερο πολιτικό κεφάλαιο στο επόμενο κυβερνητικό σχήμα).
Τελικά, λοιπόν, μήπως η άβουλη προσχώρηση κομμάτων στη λογική των άμεσων εκλογών είναι η τελευταία εκδήλωση της ανεπάρκειας ενός τραγικού κατεστημένου πολιτικοεπικοινωνιακού συστήματος; Και με επιπρόσθετο δραματικό στοιχείο για τη χώρα μας ότι δεν υπάρχει καλύτερη εφεδρεία, δεδομένου πως η μόνη «πρόταση» των αντιμνημονιακών δυνάμεων είναι «να σωθούν οι μονές της Ορθοδοξίας και οι εμμονές των ορθοδόξων»;
Ασχετο υστερόγραφο: Πρύτανης εκλεγείς από τις παρατάξεις είναι αδύνατον να απεμπολήσει εαυτόν…
Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου