Εκλογές και «homo» ιδιώτης

Κώστας Πετρουλάς 10 Ιουν 2012

Δεν έχει νόημα να αναρωτηθούμε αν ο λαός, ο κάθε λαός, έχει πάντα δίκιο. Ας μην τον μπερδεύουμε με τον πελάτη, ακούγεται και ύποπτο. Υπάρχουν στην ιστορία πλείστα όσα παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι όλοι οι λαοί έχουν κάνει κατά καιρούς τεράστια λάθη που τα πλήρωσαν ακριβά. Κι εμάς, δεν μας αντέχει η ιστορία πλέον, δεν έχουμε περιθώρια για λάθη που επανορθώνονται, ή έστω που δεν καταστρέφουν. Δεν αμφιβάλλει κανένας ότι η μεγαλύτερη ευθύνη πέφτει στην πολιτική ηγεσία και στις σωτηρίες που προτείνει, αλλά η δημοκρατία σε λίγες μέρες θα μας στριμώξει να την φορτωθούμε εμείς την ευθύνη και να παραγγείλουμε μόνοι μας τι καιρούς θα ζήσουμε μετά τις 17 Ιουνίου. Έως και τον κακό μας τον καιρό.

Και με τι προσόντα θα κρίνουμε τα προσόντα των πολιτικών και τις λύσεις που μας υπόσχονται;

Πρόχειρα και λογικά, θα πούμε πως όσο περισσότερο πολίτες είναι τα μέλη ενός εκλογικού σώματος και όσο λιγότερο ιδιώτες, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να κάνουν σωστή επιλογή.

Ο πολίτης νοιάζεται για το συμφέρον της πολιτείας του και μέσα απ’ αυτό, για το δικό του συμφέρον. Ο ιδιώτης για τον εαυτό του, αδιαφορώντας για τη βλάβη που προκαλεί στο διπλανό του ή στο σύνολο. Πέρα από την ηθική πλευρά της ιδιωτικής συμπεριφοράς, ή ίσως και εξ’ αιτίας της, μπορεί να αποβεί ολέθρια για όλους.

Άποψή μας είναι πως αυτό το είδος περισσεύει στη σημερινή ελληνική κοινωνία, σε σημείο που θα την χαραχτηρίζαμε κοινωνία ιδιωτών και όχι πολιτών. Η παράδοση του ατομισμού δεν έχει βεβαίως τις ρίζες της στη μεταπολίτευση. Ξεκινάει από το σκόρπιο έθνος της Τουρκοκρατίας, συνεχίζεται κατά την ίδρυση και συνέχεια του ελληνικού κράτους και φτάνει αισίως ως το παρόν.

Σε όλο αυτό το διάστημα, πλην μερικών εξαιρέσεων, κοντά δύο αιώνες, τα κόμματα εξουσίας βασίστηκαν στη μέθοδο της αναγωγής στη μονάδα. Στην μονάδα πελάτη που δίνει ψήφους και παίρνει προσωπικά ανταλλάγματα. Οίκος εμπορίου μετρητών και ψυχών, το κράτος. Πουλάει, αγοράζει, ταΐζει προσωπικό, διαθέτει μίζες, μεγαλώνει και δεν εξυπηρετεί. Ένα μαγαζί που το κεφάλαιο το βάζει ο φορολογούμενος και τη διαχείριση την έχει ο κομματικός κομισάριος. Το εθνικό μαγαζί, το οποίο ενώ έχει αποστολή να φροντίζει τον πολίτη, τον κρατάει όμηρο και τον εξαναγκάζει να γίνει ιδιώτης.

Η ισότητα στο τρίπτυχο της γαλλικής επανάστασης, που σημαίνει την ίση αντιμετώπιση από το νόμο και τις ίσες ευκαιρίες, δεν σταδιοδρόμησε στη χώρα μας, παρά μόνο ως κουτσή, στρεβλή κι ανολοκλήρωτη.

Αναλόγως δεν σταδιοδρόμησε και ο πολίτης έναντι του ιδιώτη.

Φυσικά, στη διάρκεια της ιστορίας μας μεσολαβούν κορυφαίες μεταλλάξεις της ατομικής συνείδησης σε συλλογική, οι οποίες απέδωσαν μεγάλα κινήματα και επαναστάσεις. Ένα κίνημα ανατροπής, από τη φύση του μεγιστοποιεί τη συλλογική συνείδηση, αλλά η διατήρησή της κατά την περίοδο της δημιουργίας είναι ζητούμενο και δυστυχώς, στο δικό μας χωριό παρέμεινε ζητούμενο.

Η ισχνή παρουσία μιας εθνικής αστικής τάξης και η κυριαρχία του εμπορίου, φωτίζει ως ένα σημείο την αιτία, αλλά δεν είναι επαρκής. Το εποικοδόμημα δεν είναι μοιραία εξαρτώμενο από την οικονομική βάση, ταυτόχρονα την επηρεάζει και τη διαμορφώνει. Αντιστρόφως, θα βλέπαμε μάλλον τον ατομισμό ως αιτία ανάσχεσης μιάς ορθολογικής οικονομικής διαχείρισης. Πολιτικές που θα είχαν τη δυναμική να διαμορφώσουν πολίτες, θα έδιναν και την προοπτική ανάπτυξης των υγιών παραγωγικών δυνάμεων, οι οποίες αλληλεπιδρώντας θα συντηρούσαν και τη συλλογική συνείδηση στο μέτρο του δυνατού, μέσα στο ανταγωνιστικό περιβάλλον του καπιταλισμού.

Δυστυχώς, αυτό δεν μας δεν μας συνέβη ούτε στη μεταπολιτευτική περίοδο, κατά την οποία οι προσδοκίες ότι μπορούμε να διορθώσουμε την πορεία μας, υπήρξαν μεγάλες.

Δεν θα παρακολουθήσουμε τη μόδα του μηδενισμού των πάντων, αλλά δεν είναι του παρόντος να κρίνουμε τα συνολικά θετικά και αρνητικά των τελευταίων 35 χρόνων. Η οικονομική ανάπτυξη, ωστόσο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, αφού βρεθήκαμε στην 26η θέση της παγκόσμιας κατάταξης, όσο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η στρεβλή ανάπτυξη, η διαπλοκή και η σπατάλη που μας έχει φέρει στο όριο να γκρεμιστούμε πίσω κι από κει που ξεκινήσαμε.

Κατά τη γνώμη μας, η ματαίωση, υπήρξε πρωταρχικά ως ματαίωση του «πολίτη». Και επειδή η συνείδηση του ατομιστή δεν φυτρώνει, αλλά διαμορφώνεται, το βάρος πέφτει μεν στο σύνολο τής πολιτικής ηγεσίας, αλλά το κύριο βάρος σ’ εκείνους που κυβέρνησαν.

Η Νέα Δημοκρατία πέρασε και δεν ακούμπησε. Συντήρησε τον βολικό κομματικό πελάτη ως αδρανές αναμενόμενο.

Τις μεγαλύτερες ευθύνες όμως θα τις αναζητήσουμε στον προοδευτικό χώρο, διότι είναι εξ’ ορισμού ο εργολάβος της διόρθωσης και της αποκατάστασης των παθογενειών μιάς κοινωνίας, προς όφελός της.

Τα διάφορα ΠΑΣΟΚ που κυβέρνησαν, απέδωσαν και διαφορετικής ποιότητας έργο, αλλά όλα μαζί, το όλον ΠΑΣΟΚ, έχτισε τον «ιδιώτη», ο οποίος καλείται σήμερα να βρει την έξοδο κινδύνου.

Η αναξιοκρατία ξεκίνησε δειλά από την αρχή της εξουσίας του ως ολίγη, αλλά ολίγος καρκίνος, δεν υπάρχει. Κάνει μετάσταση και στην υπόθεση αυτή ήταν καλπάζουσα.

Ξεκίνησε με την ταπείνωση του νέου ανθρώπου, ο οποίος για να εργαστεί έπρεπε να προσκυνήσει, δεδομένου ότι μόνο τα παράθυρα ήταν πύλη εισόδου, πόρτες δεν υπήρχαν, και κατά τη γνώμη μας, εκεί χάθηκαν όλα. Το κριτήριο των «δικών μας ανθρώπων» διέλυσε τα πάντα. Τα τείχη των αξιών που έχτισαν το κίνημα στο οποίο ηγήθηκε το ΠΑΣΟΚ, έπεσαν. Τα λαμόγια όρμησαν παντού, αλλά και ο έντιμος πολίτης υποχρεώθηκε να μπει στο παιχνίδι για να επιβιώσει. Άλλος έφαγε ένα κόκαλο και άλλος ένα βόδι, αλλά το αποτέλεσμα ήταν η καθήλωση σχεδόν όλων σε μιά συνενοχή.

Σε συνθήκες δε νεοπλουτισμού, ο ιδιώτης αναβαθμίστηκε. Οργανώθηκε σε ισχυρές συντεχνίες και κρύφτηκε πίσω από την έννοια του συνόλου, με άλλοθι το επιμέρους σύνολο. Οι συνδικαλιστικές ελευθερίες μετατράπηκαν σε εξουσίες των συνδικαλιστών, που κατά κύριο λόγο τάιζαν με παροχές τα άτομα-μέλη του και πλήρωναν τους προϊστάμενους πολιτευτές σε νόμισμα ψήφων, με το αζημίωτο φυσικά και για τους ίδιους.

Και οι αντιστάσεις; Οι αντιστάσεις για να είναι αποτελεσματικές θεσμοθετούνται και υποστηρίζονται τηρώντας τον νόμο. Ως μοναχικές και σκόρπιες τις καταπίνει η απληστία. Οι όποιες προσπάθειες έγιναν κατά καιρούς ( πανελλήνιες για το στρατό και τα σώματα ασφαλείας, ΑΣΕΠ κλπ ), υπήρξαν λειψές και καθυστερημένες. Δεν στάθηκαν ικανές να εξυγιάνουν τον όγκο της διαπλοκής.

Όσο για τις αντιστάσεις από τα άλλα πολιτικά κόμματα, όχι μόνο δεν υπήρχαν, αλλά επέδειξαν και τον μέγιστο ζήλο υπεράσπισης τού κράτους, καταγγέλλοντας αραιά και σκόρπια τις παθογένειες εκείνες που δεν ενοχλούσαν τους ψηφοφόρους τους.

Και τώρα που το κρατικό συμπόσιο πήρε ένα αναγκαστικό τέλος, αφού οι αγορές δεν μας δανείζουν άλλο και αφού τα δανεικά τα παίρνουμε από τους εταίρους μας με ρήτρες πείνας, το σκηνικό άλλαξε. Στριμωχτήκαμε άσχημα και πρέπει να διαλέξουμε λύση.

Οι επιλογές που προσφέρονται, είναι δύο. Καταγγέλλουμε το μνημόνιο που μας εξασφαλίζει τα δανεικά, ή διαπραγματευόμαστε τη βελτίωση και βιωσιμότητά του. Θα επιλέξουμε κάποιον απ’ αυτούς που ελπίζουν σε ευρωπαϊκή λύση, ή από εκείνους που προσδοκούν να επιλέξουν μονομερώς τους όρους του δανεισμού;

Η οδός της διαπραγμάτευσης και της παραμονής στην ευρωζώνη, έχει αντίπαλο τη ζοφερή πραγματικότητα που ζούμε και σύμμαχο την αλλαγή του κλίματος στην Ευρώπη, που διευκολύνει την αντικατάσταση των επαχθών όρων και τη σταδιακή μας ανάκαμψη.

Η οδός της καταγγελίας και της μονομερούς επιβολής όρων δανεισμού, έχει σύμμαχο το κόστος της χρεοκοπίας μας για την Ευρώπη και αντίπαλο την υποσχόμενη από τους δανειστές χρεοκοπία μας, που συνεπάγεται καταστροφή σε όλα τα επίπεδα μαζί με το οικονομικό.

Το γρίφο θα τον λύσουμε άραγε προβάλλοντας το κοινό όφελος δίπλα στο δικό μας, με ηρεμία και επιχειρήματα, ως πολίτες; Ή με ιδιοτελή πανικό, θυμό και εγωισμό, ως ιδιώτες;

Ευχόμαστε τον πρώτο και μπαίνουμε στον πειρασμό να περιγράψουμε και να εξορκίσουμε τον δεύτερο.

«Το άτομο» δεν γράφει στο κούτελό του «είμαι παρτάκιας», κάνει πολλά παράσιτα για να μην αναγνωριστεί. Ξέρει την τέχνη να παριστάνει τον πολίτη, το χρειάζεται περισσότερο απ’ όλους ως φερετζέ.

Σε καιρούς που εξυπηρετείται, αποφαίνεται πως όλοι το ίδιο είναι, ενώ ψηφίζει τον χορηγό του και ξεσπαθώνει κατά της διαφθοράς όταν το φέρει η κουβέντα. Θυμάται και αναζητάει την κοινωνία των πολιτών όταν έχει να κερδίσει χωρίς να δώσει και ανακατεύεται στους εξεγερμένους όταν πνίγεται από το ιδιωτικό του παράπονο, καθώς φωνάζει με οξύμωρο μίσος πως αγαπάει τους συνανθρώπους του. Γκρεμίζει, χωρίς κανένα όραμα για το τι θα χτίσει, αρκεί ενδεχομένως να αποχτήσει εκείνα που έχασε κι αν αυτό δεν είναι δυνατόν, επιθυμεί να χάσουν οι άλλοι τα πάντα, το γεύεται ως νέκταρ. Είναι εύκολο θύμα της κάθε δημαγωγίας, διότι συνηθισμένος να ασχολείται αποκλειστικά με το προσωπικό του συμφέρον, είναι απροπόνητος να κοιτάει πίσω από τα συνθήματα. Φωνάζει για όλα τα στραβά του κόσμου, αλλά εξαιρεί από την κριτική του τον δικό του κλαδικό κόσμο. Το μότο με το οποίο δικαιολογεί την ψήφο του, είναι ότι ο άλλος είναι κακός, λες κι αυτό αποδείχνει από μόνο του ότι εκείνος που επέλεξε δεν είναι χειρότερος. Είναι γενικά ο αρνητικός άνθρωπος που προβάλλει φωνές και αγανάχτηση, αντί για θετικό λόγο. Ο θυμός κυριαρχεί, όπως σε κάθε εγωιστικό άτομο και η φασαρία που κάνει, δεν τον αφήνει να ακούσει ούτε τον άλλον, ούτε τα μαργαριτάρια του.

Είναι λίγο ο διπλανός μας, λίγο ο εαυτός μας, αλλά επειδή το καθόλου δεν υπάρχει, κινδυνεύουμε ουσιαστικά από το πολύ.

Ελπίζουμε η ανάγκη να αποδειχτεί σοφός δάσκαλος και να προλάβει να μας ανεβάσει μερικές τάξεις στο μάθημα της αγωγής του πολίτη, μέχρι τις 17 Ιουνίου. Ελπίζουμε επίσης, η ίδια ανάγκη, μετά από όσα τραβάμε, να θεμελιώσει την κοινωνία των πολιτών, η οποία είναι η μόνη εγγύηση ευημερίας σε όλες τις πλευρές της ζωής και όχι μόνο στην οικονομική.