Αν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις, η Ελλάδα, σε ένα μήνα, θα μεταβληθεί σε σοσιαλιστικό παράδεισο, όπως τον φαντάζονταν οι ιδρυτές του Μαρξισμού-Λενινισμού. Η αριστερή φυλή με όλες τις φράξιές της και τα απολειφάδια του ΠΑΣΟΚ, μετρούν, δημοσκοπικά, πάνω από 45%. Αλλά και τα δύο «μεγάλα» κόμματα, δεν διαφέρουν πολύ, τουλάχιστον σε σχέση με το πώς βλέπουν το ρόλο του Κράτους. Για το ΠΑΣΟΚ, δεν υπάρχει αμφιβολία, αλλά και η ΝΔ, όποτε κυβέρνησε, δεν άγγιξε την κρατικιστική δομή της οικονομίας. Μένει ένα 15% του εκλογικού σώματος και σε αυτούς μετρούμε τους όχι λίγους εθνικιστές, πατριδολάτρες, ξενοφοβικούς και ρατσιστές. Αυτό που μένει για τους υγιείς φιλελεύθερους, με την όποια έννοια του όρου, είναι ζήτημα αν θα μπει στη Βουλή. Και αυτό, αθροίζοντας ΔΗΣΥ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΞΑΝΑ, ΔΡΑΣΗ και άλλα γκρουπούσκουλα που δεν θα επιβιώσουν εκλογικά.
Το φαινόμενο αυτό είναι μοναδικό για χώρα με δημοκρατικό πολίτευμα και ελεύθερες εκλογές. Οι μισοί Έλληνες φαίνονται έτοιμοι να παραδώσουν τις τύχες τους σε κάποια «σοβιετική» κομματική γραφειοκρατία, ενώ κάτι ανάλογο αποδέχονται έμμεσα και οπαδοί των δύο πρώην μεγάλων κομμάτων. Μία φοβισμένη (ή φοβική) κοινωνία, ψάχνει τη σωτηρία στο Κράτος –Αφέντη στο οποίο εναποθέτει την τύχη της και αυτήν των παιδιών της. Πολλοί θα απέδιδαν το φαινόμενο στην κρίση και την ανασφάλεια. Η βίαιη και απότομη ρήξη με το πρόσφατο κλίμα οικονομικής και κοινωνικής ευμάρειας, προκαλεί επιθυμία διατήρησης «κεκτημένων». Καθώς αυτό φαίνεται αδύνατο, το άτομο στρέφεται εκεί που έχει συνηθίσει. Στην έννοια του Κράτους – Αφέντη και στην προστασία, τις παροχές και τα ρουσφέτια που του παρείχε. Οι Έλληνες που πιστεύουν στις δικές τους δυνάμεις, που διεκδικούν το δικαίωμα στην ελευθερία να καθορίσουν τις τύχες τους, έχουν μόνο δύο επιλογές. Να φύγουν στο εξωτερικό, ή να παλέψουν στην Ελλάδα έναν αγώνα που φαίνεται χαμένος από χέρι.
Μετά την κορύφωση της κρίσης, οι εκλογές θα μπορούσαν να είναι μία ευκαιρία για ένα νέο εθνικό ξεκίνημα. Δυστυχώς, μία παραζαλισμένη κοινωνία οδεύει προς την καταστροφή χωρίς πυξίδα, χωρίς ούτε καν το στοιχειώδες αίσθημα αυτοσυντήρησης. Ο λόγος είναι ότι πάσχει από μία ανίατη ασθένεια, κάτι σαν αυτοάνοσο νόσημα, που ξεκίνησε πολύ πριν από τη σύσταση του νεοελληνικού έθνους. Όπως σε όλα τα αυτοάνοσα νοσήματα, ο οργανισμός «στρέφεται κατά του εαυτού» του, προκαλώντας σοβαρή ανικανότητα και συχνά το θάνατο. Η ασθένεια από την οποία πάσχει η ελληνική κοινωνία είναι η εξάρτηση από «άλλους». Η ανικανότητα που προκαλεί είναι η απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης στις δυνάμεις του ατόμου και της κοινωνίας και η εξάρτησή από άλλους «κηδεμόνες» για τη διασφάλιση της ατομικής ευημερίας και της κοινωνικής συνοχής.
Στην εποχή της Τουρκοκρατίας, οι «άλλοι» ήταν οι τοπικοί κοτζαμπάσηδες. Μετά τη σύσταση του Νεοελληνικού κράτους, οι κηδεμόνες ήταν οι τρείς μεγάλες δυνάμεις, που μας προμήθευαν από Βασιλείς, μέχρι και κάποια υποτυπώδη άρχουσα τάξη. Στον 20ό αιώνα, περνάμε σταδιακά στην εξάρτηση από το Παλάτι και τον «ξένο παράγοντα», με αντιπροσώπους τη μικρή άρχουσα τάξη στο εμπόριο και την ελαφρά βιομηχανία. Μετά τον Εμφύλιο, στην άρχουσα τάξη προστίθενται οι μαυραγορίτες της Κατοχής, που «ξεπλύθηκαν» μέσα από τη συνεργασία με τη νικήτρια Δεξιά, που διαχειρίζεται το Σχέδιο Μάρσαλ, σε συνεργασία με το Παλάτι. Η περίοδος μετά τον Εμφύλιο χωρίζεται σε δύο περιόδους. Από το 1950 μέχρι το 1974, η Δεξιά κυριαρχεί πολιτικά και εκλογικά, αλλά όχι ιδεολογικά. Αν και νικήτρια, δεν επιδιώκει την ιδεολογική κυριαρχία του φιλελεύθερου προτύπου στην οικονομία, αξιοποιώντας και τη σημαντική οικονομική ανάπτυξη, έναντι του σοσιαλιστικού – κομμουνιστικού μοντέλου που έχασε τον πόλεμο. Αντίθετα, προτίμησε να χωρίσει τεχνητά και εκβιαστικά μία ηττημένη φτωχή κοινωνία σε «πατριώτες» εξαρτημένους από δυνάμεις εξουσίας και σε «μιάσματα» που διώκονται αλύπητα. Η περίοδος της Χούντας, λόγω διεθνούς καραντίνας, είναι η μόνη φορά που η Ελλάδα αναγκαστικά διαχειρίζεται μόνη της τις τύχες της, με τα γνωστά αποτελέσματα. Το 1974, η Δεξιά επιχειρεί τη μεταμόρφωση σε σύγχρονο Ευρωπαϊκό συντηρητικό κόμμα, αλλά χωρίς επιτυχία. Η χώρα παραμένει χωρίς εσωτερική δυναμική, κάτι που γρήγορα διαπίστωσε ο Κων. Καραμανλής, εντάσσοντας τη χώρα σχεδόν εκβιαστικά, για να «μάθει να κολυμπάει» στην τότε ΕΟΚ.
Φαινομενικά, η κατάσταση αυτή της ροπής προς την εξάρτηση και τις εύκολες λύσεις, αλλάζει με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το 1981. Το σύνθημα «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», συναρπάζει και φουσκώνει τις τάξεις του ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν αποτελεί θεραπεία για την εθνική μας αρρώστια. Ο Έλληνας μπορεί να «κέρδισε» την Ελλάδα, αλλά δεν κέρδισε τη μοίρα του. Πολύ πρόθυμα και σαν έτοιμος από καιρό, έσπευσε πάλι να εκχωρήσει την εξουσία, αυτή τη φορά στο κόμμα. Η εξάρτηση από κοτζαμπάσηδες με ελληνικό διαβατήριο και κομματική ταυτότητα, ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ, συνεχίζεται. Τριάντα χρόνια και πέντε «πακέτα» μετά την είσοδο στην ΕΟΚ, δεν έγινε προσπάθεια δημιουργίας εσωτερικής δυναμικής και αυτόνομης ανάπτυξης. Ο Έλληνας εξακολουθεί να αναζητά δανεικά και προστασία οπουδήποτε αλλού, εκτός από τη δική του δημιουργική και ανεξάρτητη πορεία. Όπως στο αυτοάνοσο νόσημα, ο Έλληνας στρέφεται κατά του εαυτού του.
Εξ’ αρχής το ΠΑΣΟΚ ασχολήθηκε με τη διανομή του προϊόντος και, ελλείψει παραγωγής, με τη διανομή δανεικών. Όταν ήρθε στην εξουσία, βρήκε χρεοκοπημένες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ο Γερ. Αρσένης με τον ΟΑΕ, τις έκανε δώρο σε πράσινους τιτλούχους. Έγιναν φύλλο και φτερό εν ριπή οφθαλμού, αλλά πολλοί πέρασαν καλά με τα λείψανα. Η σχέση του ΠΑΣΟΚ της πρώτης οκταετίας με την παραγωγή, ήταν θλιβερή, αλλά μπήκαν οι βάσεις της διαπλοκής, αναδείχθηκαν οι εθνικοί προμηθευτές και «πέθανε» η υγιής επιχειρηματικότητα. Ένα σατανικό πλέγμα νομικών και θεσμικών ρυθμίσεων, σχημάτισαν τείχος αδιαπέραστο χωρίς κομματικά διαπιστευτήρια ή γερό λαδωτήρι. Άπειρα stop shops δημιουργούνται σε κάθε Οργανισμό και Υπουργείο, όπου ο αφελής επενδυτής πληρώνει «διόδια» για να υλοποιήσει μία επένδυση. Εξαφανίσθηκε η ιδεολογία που θα στήριζε την παραγωγική μηχανή της κοινωνίας. Η έννοια του κέρδους δαιμονοποιήθηκε όσο τίποτε άλλο. Η επιχειρηματικότητα έγινε συνώνυμο της κλεψιάς. Το δικαίωμα του εργαζομένου υμνήθηκε και προστατεύτηκε, αλλά ξεχάστηκε ότι η εργασία εξαρτάται από την ύπαρξη επιχειρήσεων, επενδύσεων και επιχειρηματιών. Στο όνομα εργατικών διεκδικήσεων, εκδιώχθηκαν ξένες μεγάλες επιχειρήσεις. Η επιχειρηματικότητα περιορίστηκε σε μικρομεσαία μικρομάγαζα και φασονάδικα, που εύκολα μετακόμισαν σε άλλες χώρες, όταν το εργατικό κόστος και η κρατική βουλιμία για έσοδα και μίζες τις έπνιξαν. Κανείς δεν έκλαψε ποτέ για τον επιχειρηματία που αναγκαζόταν να «λαδώσει» για να επιβιώσει και «έκλεβε» το ΦΠΑ και τις εισφορές των εργαζομένων του. Το σκηνικό αυτό διαμορφώνεται σε περιβάλλον Σοσιαλδημοκρατίας, αλλά συμπλέει άνετα και η συντηρητική, θεωρητικά φιλελεύθερη, ΝΔ, όποτε κυβέρνησε.
Επίλογος: Για να υπάρξει διανομή πρέπει πρώτα να υπάρξει παραγωγή. Για να υπάρξει όμως παραγωγή και δουλειές, πρέπει οπωσδήποτε να υπάρξει ελευθερία του επιχειρείν και το κατάλληλο περιβάλλον. Ακόμη σημαντικότερο, η κοινωνία θα πρέπει να πάψει να θεωρεί την επιχειρηματικότητα έγκλημα και τον επιχειρηματία κλέφτη. Μόνο με τον τρόπο αυτό θα υπάρξει καινοτομία, επένδυση, δουλειές και εξαγωγές. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον και στην αναδιοργάνωση της παραγωγικής μηχανής στην οποία στοχεύουν οι πραγματικοί φιλελεύθεροι, η αριστερά αποτελεί το απαραίτητο ιδεολογικό και πολιτικό συμπλήρωμα. Ο «κοινός τόπος» μεταξύ Φιλελεύθερων και Σοσιαλδημοκρατών, απασχολεί μία Ομάδα στο Facebook, με τον… «προκλητικό» τίτλο: ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΙ – ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΕΣ. Σε τρεις ημέρες συγκέντρωσε πάνω από 800 φίλους, με, το κυριότερο, πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις και συμμετοχή. Νομίζω ότι στην κατάσταση που βρίσκεται η χώρα και η Οικονομία σήμερα, αυτό που έχει ανάγκη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι η σύνθεση απόψεων με στόχο την παραγωγή πρώτα και τη δίκαιη κατανομή μετά.
Ο κ. Λυκούργος Λιαρόπουλος είναι ομοτ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.