Εκλογές γρίφος και ελπίδας

Λυκούργος Λιαρόπουλος 06 Απρ 2012

Η ανάλυση των διαθέσεων του εκλογικού σώματος στην κρίσιμη αυτή στιγμή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον (Κάπα Research 24/3/12). Πέρα από το κλασσικό ερώτημα της εκλογικής επιρροής στο οποίο συνήθως επικεντρωνόμαστε, σημασία έχει η κατάταξη των εκλογέων στο φάσμα Αριστερά- Δεξιά. Παρά την εντύπωση ότι η Αριστερή ιδεολογία έχει επικρατήσει μετά την Μεταπολίτευση και το γεγονός ότι τη μεγαλύτερη «φασαρία» κάνουν τα (πολλά) αριστερά κόμματα, οι αριθμοί δείχνουν άλλα πράγματα. Το μεγαλύτερο ποσοστό  (35,3%) αυτοκατατάσσεται στη Δεξιά και  το 32,2% στην Αριστερά. Το 23,5% των ψηφοφόρων κατατάσσει τον εαυτό του στο μέσο, ενώ στην ακραία αριστερή θέση είναι το 10,6% και στην ακραία δεξιά θέση το 12,4%. Συνεπώς, το εκλογικό σώμα κάθε άλλο παρά αριστερό δηλώνει. Αν, μάλιστα δούμε την κατανομή στους ψηφοφόρους της ΝΔ 2009, η Δεξιά δείχνει τη μεγαλύτερη συγκέντρωση προτιμήσεων (28,1%) στο άκρο-δεξιά, ενώ άκρα αριστερά δηλώνει μόνο το 9,7% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ 2009.

.

Ως προς την εκλογική επιρροή, υπάρχουν πέντε κόμματα αριστερά του ΠΑΣΟΚ με σύνολο 20,9%. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ομάδα πολιτικών δυνάμεων που αυτοπροσδιορίζονται ως αντιμνημονιακές. Τα κόμματα της ακραίας ή εθνικιστικής δεξιάς (ΛΑΟΣ, Αν. Ελλ., Χρυσή Αυγή), συγκεντρώνουν το 14,2%. Μαζί με τους Οικολόγους (2,5%) το αντιμνημονιακό μέτωπο συγκεντρώνει το 37,6%, ενώ οι δυνάμεις που στηρίζουν το Μνημόνιο είναι η παραδοσιακή Δεξιά (ΝΔ, ΔΗΣΥ) με 20.4% και το ΠΑΣΟΚ με 14,3%, δηλαδή συνολικά 34,7%. Λόγω της πολυδιάσπασης των αντιμνημονιακών δυνάμεων και του ετερόκλητου χαρακτήρα τους, δεν αποτελούν αξιόπιστη κυβερνητική πρόταση. Έτσι, είναι φανερό ότι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ θα «υποχρεωθούν» να συγκυβερνήσουν.

.

Τι σημασία έχει όμως αυτή η εκλογική διάταξη και οι κομματικές προτιμήσεις με την οικονομική κρίση που ζούμε σήμερα; Είναι οι δυνάμεις που στηρίζουν το Μνημόνιο προσηλωμένες σε μία πολιτική που υπόσχεται την έξοδο σε σύντομο χρονικό διάστημα;  Έχει, άραγε η παραδοσιακή διάταξη σε Αριστερά – Δεξιά ιδιαίτερη σημασία; Μήπως  η οξύτερη διαμάχη δεν είναι αυτή μεταξύ ΚΚΕ – ΣΥΡΙΖΑ στην Αριστερά και μεταξύ ΛΑΟΣ, Αν. Ελλ., Χρυσή Αυγή και ΝΔ στη Δεξιά; Αν εστιάσουμε στις απόψεις των κομμάτων σχετικά με την οικονομία, τα πράγματα είναι αποθαρρυντικά. Η μέχρι τώρα εμπειρία μετά τη Μεταπολίτευση δείχνει ότι ο εχθρός της οικονομίας ήταν ο κρατισμός και η κομματοκρατία. Η κυριαρχία της αντίληψης που θέλει τα πάντα να εκπορεύονται από το κράτος ήταν κοινό γνώρισμα ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, πολύ δε περισσότερο της (αριστερής) αντιπολίτευσης. Για δύο γενιές, η κρατούσα άποψη ήταν το «δικαίωμα» στην κατανάλωση, ακόμη, ή κυρίως, με δανεικά και σχεδόν ποτέ η «υποχρέωση» ή η αναγκαιότητα της παραγωγής. Από την εποχή της Τουρκοκρατίας μας έμεινε το σχήμα κράτος – κόμμα – εξουσία, κοτζαμπάσηδες – ρουσφέτι – άδειες. Η οικονομική δραστηριότητα περιορίστηκε σε λίγους κρατικοδίαιτους «εθνικούς προμηθευτές» και εκατοντάδες χιλιάδες πολύ μικρές επιχειρήσεις με περιορισμένη εμβέλεια και μοναδική αποστολή να συντηρούν τη μαφία της διαφθοράς στο δημόσιο – κομματικό φάσμα.

.

Το αυτονόητο ότι μόνο η δημιουργία πλούτου και η παραγωγή για κατανάλωση και εξαγωγές φέρνει απασχόληση, εισοδήματα, φόρους και, τελικά, το επιθυμητό επίπεδο ζωής, δεν μπήκε ποτέ στο «ραντάρ» των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων.  Δεν είναι υπερβολή ότι τη στιγμή που η χώρα διέρχεται ίσως τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση της ιστορίας της και κινδυνεύει πάλι με χρεωκοπία, κανένα κόμμα δεν έχει πολιτική αντίστοιχη με τις πραγματικές ανάγκες. Η χώρα αντιστρατεύεται τις ζωντανές δυνάμεις της με ένα πλέγμα νόμων, ρυθμίσεων, αδειών, εγκρίσεων, που «απαγορεύουν» την παραγωγική της αναδιάταξη. Όταν πρέπει να σηκώσουμε τα μανίκια και να δουλέψουμε, έχουμε πέντε αριστερά και τρία εθνικιστικά κόμματα που απεργούν και ζητούν παροχές. Οι κάποτε εκσυγχρονιστικές δυνάμεις είναι εκτός ΠΑΣΟΚ και, παρά τις καταγγελίες για «νεοφιλελεύθερη πολιτική», στο σύνολο του 34,6% που συγκεντρώνει η δεξιά, μόνο η ΔΗΣΥ με 2,3% ικανοποιεί κάπως τα κριτήρια του οικονομικού φιλελευθερισμού, αλλά φαίνεται να έχει άλλα σοβαρά προβλήματα. Οι υποτιθέμενες δυνάμεις της αγοράς, ΣΕΒ, Έμποροι και Βιοτέχνες, χωρίς πολιτική ατζέντα, παρουσιάζουν απωθητικό πρόσωπο, διεκδικώντας την ευημερία της φοροδιαφυγής που χάθηκε ανεπιστρεπτί.

.

Η μόνη, αλλά ισχυρή ελπίδα που αχνοφαίνεται, είναι η απαίτηση ανατροπής του κρατικιστικού μοντέλου με τόνωση της επιχειρηματικότητας και της εξωστρέφειας. Νέοι επιστήμονες, αγρότες και επιχειρηματίες, με όπλα την … τρόικα, την τεχνολογία και την κοινωνική δικτύωση, διεκδικούν απελευθέρωση αγορών και διαδικασιών. Ατομικά ή σε ομάδες, επαγγελματικά και τοπικά, είναι τα ρυάκια που, αν συνενωθούν, θα γίνουν το ποτάμι που θα παρασύρει τα παλιά φθαρμένα υλικά. Αυτή τη νέα τάση εκπροσωπεί μόνο η «Δράση», με ηγέτη το Στέφανο Μάνο  που ανακοίνωσε χθες την επίσημη συμμετοχή της στις εκλογές. Αν και προσπάθειες για κοινή κάθοδο με τη ΔΗΣΥ δεν φαίνεται να ευδοκιμούν, από τις τάξεις τους μπορεί να ξεπηδήσει το δυναμικό στοιχείο που θα φέρει, επί, τέλους, το ξεκίνημα της οικονομίας για μία υγιή ανάπτυξη.  Την προσπάθεια θα πρέπει να συνδράμουν τα ΜΜΕ και ο Τύπος αν διαλέξουν να αναδείξουν το καινούργιο που έρχεται. Μόνο για το λόγο αυτό, οι προσεχείς εκλογές ίσως αξίζουν τον κόπο. Αυτός είναι και ο λόγος που ο υπογράφων αποφάσισε, μετά από 40 χρόνια επαγγελματικής και Πανεπιστημιακής καριέρας να είναι υποψήφιος στη Β΄Αθηνών.

.

Ο κ. Λυκούργος Λιαρόπουλος είναι ομοτ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.