Πριν λίγες μέρες , μια απόφαση της Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση. Η Ιεραρχία , η οποία συνεδρίασε στα πλαίσια της προετοιμασίας της Αγίας Μεγάλης Συνόδου των Εκκλησιών που θα συνέλθει τον Ιούνιο στην Κρήτη , αποφάσισε να μην αναφέρονται στα κείμενα της ως “ εκκλησίες ” η ρωμαιοκαθολική και η προτεσταντική , αλλά να αποκαλούνται “ομολογίες ” η “ χριστιανικές κοινότητες ”. Η καταφανώς υποτιμητική αυτή απόφαση για πολυπληθέστερες και με πολύ μεγαλύτερο βάρος εκκλησίες μάλλον δεν έχει σχέση με δογματικά ζητήματα , τα οποία χάνονται στα βάθη των αιώνων.
Έχει σχέση με την ανεξήγητη φοβία της εγχώριας εκκλησίας απέναντι στον σύγχρονο κόσμο και την αδυναμία της να συμβαδίζει με τον ιστορικό χρόνο. Η Εκκλησία της Ελλάδος ως συγκροτημένος οργανισμός , αλλά και ως κοινωνία των πιστών , αναγνωρίζεται από την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών της χώρας καθώς και από τους πολιτικούς και κρατικούς θεσμούς της. Παραδόξως όμως , ενώ έπρεπε, με την σταθερή αυτή θεσμική και λαϊκή αγκύρωση , να έχει και την αντίστοιχη αυτοπεποίθηση , δρα φοβικά και αμυντικά. Αντί να ξανοίγεται στον κόσμο , να καταθέτει την δική της , υλική και πνευματική πρόταση , να συνδιαλέγεται άφοβα με τις άλλες ιστορικές εκδοχές της χριστιανοσύνης , πράττει τα ακριβώς αντίθετα .
Επιλέγει τον αυτοεγκλεισμό στον εαυτό της, αυτοαναγορεύεται στην μόνη γνήσια έκφραση του χριστιανισμού ,εκφέρει έναν εθνοκεντρικό και συχνά μισαλλόδοξο εθνικιστικό λόγο , βάλλει ακατάπαυστα εναντίον της Δύσης και όσα αυτή πρεσβεύει και τώρα αρνείται και την ιδιότητα της εκκλησίας στις δικές της όψεις της χριστιανικής παράδοσης , ανακαλύπτει παντού εχθρούς και συνωμοσίες και συγκεκριμένοι ιεράρχες υβρίζουν και απειλούν, ανενόχλητοι , όσους έχουν διαφορετικές απόψεις και συμπεριφορές στο εσωτερικό η στο εξωτερικό. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του μητροπολίτη που πρόσφατα κραύγαζε να σαπίσει το χέρι του υπουργού Παιδείας η ενός άλλου που σχεδόν καθημερινά εκδίδει ακατάληπτους εγκυκλίους εναντίον όλων των απανταχού και παντοιοτρόπως κατ’ αυτόν “απίστων ”.
Αξιοπερίεργο δε είναι ο υπερτονισμός πρωτίστως , σε βαθμό αυτονόμησης , της ορθόδοξης ιδιότητας και δευτερευόντως της χριστιανικής και των συμφραζομένων της.
Δυστυχώς τα χρόνια της κρίσης και της αβεβαιότητας , οι συντηρητικές φωνές της εκκλησίας έχουν ενταθεί και μάλιστα συντονίζονται με το γενικότερο ανθηρό συνωμοσιολογικό και ανορθολογικό ρεύμα . Η τέτοιου είδους όμως πολιτισμική κατάσταση αυτού του χώρου , θα έπρεπε να ενδιαφέρει όχι μόνο τους πιστούς , αλλά όλους τους πολίτες , διότι η εκκλησία , ένας θεσμός με ιστορικό και πνευματικό βάθος , θα μπορούσε να λειτουργεί διαφορετικά και να προβάλει έναν άλλο τρόπο του βίου.