Επιβάλλεται η συνεργασία της Δημοκρατικής Συμπαράταξης με το Ποτάμι
Οι εικόνες με τους πανηγυρισμούς των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ μετά την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων έφεραν στη μνήμη τις αντίστοιχες το βράδυ του δημοψηφίσματος. Όπως τότε, έτσι και σήμερα, κάθε σοβαρός άνθρωπος γνωρίζει ότι κυριολεκτικά τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. Διότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ καλείται έως το τέλος του έτους να ψηφίσει και να εφαρμόσει πάρα πολύ σκληρά μέτρα και αυτά με οριακή πλειοψηφία 155 εδρών. Το δυστύχημα είναι ότι ο κ. Τσίπρας επέλεξε και τώρα, που τελείωσαν οι αντιμνημονιακές ανοησίες, να συνεργαστεί με το λαϊκίστικο μόρφωμα του κ. Καμμένου και όχι με τα κόμματα της κεντροαριστεράς και της λογικής, που είναι φυσικά η Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι. Η επιλογή του αυτή μας οδηγεί στην εκτίμηση ότι πολύ σύντομα η ιστορία θα επαναληφθεί ως φάρσα. «Ίδια πρόσωπα, ίδια λάθη», θα μου πεις. Ωστόσο, υπήρχε η ελπίδα ότι μετά τους καταστροφικούς 7 μήνες η «πρώτη φορά αριστερά» θα είχει βάλει μυαλό και θα επιδίωκε να συγκροτήσει μια κυβέρνηση κανονική, με κόμματα που έχουν έμπειρους, ικανούς και αποτελεσματικούς ανθρώπους. Αντιθέτως. Ο κ. Τσίπρας επέλεξε την εύκολη λύση της συμπόρευσης με τους λαϊκιστές. Προφανώς θα σκέφτηκε ότι η Συμπαράταξη και (πιο πιεστικά) το Ποτάμι θα του έβαζαν βέτο για συγκεκριμένα πρόσωπα και θα πίεζαν για μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές.
Η λογική λέει ότι το νέο κυβερνητικό σχήμα δεν θα μακροημερεύσει. Η οριακή πλειοψηφία θα φέρει σύντομα στο προσκήνιο τα ίδια ζητήματα με αυτά των περασμένων μηνών. Υπάρχουν δεκάδες βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που θα ξαναβρεθούν ενώπιον διλημμάτων. Σχετικά σύντομα θα (ξανα)χρειαστούν οι ψήφοι είτε της ΝΔ, είτε της Συμπαράταξης, είτε του Ποταμιού.
Πέραν όμως από τα ζητήματα των επιλογών του ΣΥΡΙΖΑ, οι εκλογές αυτές έδειξαν και τα όρια των υπολοίπων κομμάτων. Ας αφήσουμε τη ΝΔ και ας εστιάσουμε στο χώρο μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων.
Ο γράφων εγκαίρως είχε προβλέψει ότι το Ποτάμι έχει φτάσει τα όριά του και ο χρόνος λειτουργεί εις βάρος του. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι είχε στις τάξεις του πιθανότατα το καλύτερο ανθρώπινο δυναμικό, ενώ και η δουλειά που έκανε σε επίπεδο επεξεργασιών ήταν πολύ μπροστά από τα υπόλοιπα κόμματα. Κατά τη γνώμη μας, έκανε το λάθος ο Σταύρος Θεοδωράκης να αρνηθεί το διάλογο με τις δυνάμεις της κεντροαριστεράς. Αυτό, δηλαδή, που αντιλήφθηκαν η Φώφη Γεννηματά με τον Θανάση Θεοχαρόπουλο και προχώρησαν σε μια εκλογική συνεργασία των δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας και της ανανεωτικής αριστεράς, η οποία φαίνεται ότι θα έχει και μέλλον. Με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας ισχυρός πόλος με ξεκάθαρο ιδεολογικό περίγραμμα και ο οποίος κατέγραψε ένα καλό ποσοστό στην κάλπη.
Ο Στ. Θεοδωράκης με το ιδεολογικό ανακάτεμα προκάλεσε μεγάλη σύγχυση στους ψηφοφόρους, με αποτέλεσμα να χάνει από όλες τις πλευρές. Και προς τον ΣΥΡΙΖΑ, και προς τη ΝΔ, αλλά και προς τη Δημοκρατική Συμπαράταξη. Θεώρησε πως αν ρίξει στα νερά του Ποταμιού στελέχη της ανανεωτικής αριστεράς, κεντρώους, ακραίους φιλελεύθερους, αλλά και απολίτικα πρόσωπα που πιπιλούσαν την κακόγουστη ρητορική περί παλαιού και νέου θα φουσκώσει η κοίτη του. Πέτυχε, όπως αποδείχτηκε, ακριβώς το ανάποδο και τώρα κινδυνεύει με εξαέρωση. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μπέρδεψε ακόμα και τους Ευρωπαίους εταίρους, που έβλεπαν με εύλογη απορία τις ταυτόχρονες επαφές με τους σοσιαλδημοκράτες, τους φιλελεύθερους και τους πράσινους. Μολονότι δεν είμαστε στην εποχή της ιδεολογικής καθαρότητας, τα πολιτικά σύνορα ακόμα υπάρχουν ή έστω δεν μπορούν να ακυρώνονται πλήρως. Τώρα, φρονώ ότι το Ποτάμι έχει μια επιλογή: Αυτή της ισότιμης συνεργασίας με τη Δημοκρατική Συμπαράταξη. Η κοινοβουλευτική ομάδα που έχει εκλέξει είναι εξαιρετική και σχεδόν όλοι οι βουλευτές του κινούνται στον άξονα της κεντροαριστεράς. Άρα, σχετικά εύκολα μπορεί να υπάρξει αρχικώς η κοινοβουλευτική όσμωση με τους αντίστοιχους της Συμπαράταξης και, εν συνεχεία, η ενοποίηση του χώρου. Έστω και με καθυστέρηση, αν συμβεί κάτι τέτοιο ο χώρος θα ξαναγίνει μεγάλος, ελκυστικός και, γιατί όχι, πλειοψηφικός.