Γεννήθηκα το 1948 στο μαιευτήριο «Έλενα». Αρχικά, μέναμε στα Κουντουριώτικα, τον προσφυγικό συνοικισμό της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Σε μια παράγκα είχαν βρει καταφύγιο για τον έρωτά τους οι γονείς μου. Δύσκολα και απαιτητικά χρόνια. Οι συνθήκες ήταν άθλιες. Φτώχεια, πλίνθοι, λαμαρίνες και πισσόχαρτο. Αυτοσχέδια παιχνίδια στους χωματόδρομους, μια γκαζιέρα, ένα μαγκάλι και μερικές λάμπες πετρελαίου. Οικογένειες που ζούσαμε χωρίς νερό και φως και εξυπηρετούσαμε σε ελάχιστους χώρους τις στοιχειώδεις σωματικές ανάγκες μας. Κάπως έτσι κυλούσε η ζωή μας τότε. Μπορεί να ήταν χρόνια ανέχειας, αλλά ζούσαμε χαρούμενοι διότι η αγάπη, η θαλπωρή και τα όνειρα μας ένωναν.
• Ο πατέρας μου, Γιώργος, από την Κατούνα Ξηρομέρου της Αιτωλοακαρνανίας, ήταν ταχυδρόμος. Δεν είχε καμία ιδιαίτερη σχέση με τα βιβλία, μόνο το Σχολαρχείο είχε τελειώσει. Εκτιμούσε όμως τη γνώση και πάνω απ’ όλα τη λογοτεχνία. Είχε πολλούς φίλους, αποφυλακισθέντες αριστερούς, που φορτωμένοι με τσάντες βαριές γύριζαν τα γραφεία και πούλαγαν, με δόσεις, βιβλία. Κι έτσι, δύο με τρεις φορές την εβδομάδα, γυρίζοντας, βράδυ πια, στο σπίτι, αναποδογύριζε την ταχυδρομική τσάντα και από μέσα ξεχύνονταν οι Βερν, οι Καζαντζάκηδες, οι Ουγκό, οι Δουμάδες, οι Παπαδιαμάντηδες, οι Λουντέμηδες.
• Και δεν έφτανε μόνο αυτό: αργά πια το βράδυ, με το πρόσχημα ότι ήταν κουρασμένος και πως δεν άντεχε να διαβάσει, με παρακαλούσε να του αφηγηθώ κάποιο από τα βιβλία που είχα διαβάσει εγώ. Έτσι, κάτι ο πατέρας μου, κάτι η διωκόμενη την εποχή εκείνη αριστερά, μπήκα κι εγώ στον κόσμο των βιβλίων. Ασφαλώς του το χρωστάω. Μάλιστα, το πρώτο βιβλίο που θυμάμαι από εκείνη την εποχή ήταν ο Τόνης και η μαγική πόρτα του Χάουαρντ Φαστ, του κομμουνιστή συγγραφέα που, αφού υπέστη δίωξη λόγω του μακαρθισμού, αντιστεκόμενος στις πιέσεις, εγκατέλειψε το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ το 1956, καταγγέλλοντας την ΕΣΣΔ και τον κομμουνισμό με αφορμή την εισβολή στην Ουγγαρία.
• Η μητέρα μου Κλεοπάτρα Αυγουστοπούλου-Σαμαντά ήταν από την Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας της ήταν μεγαλέμπορος σιτηρών στον Εύξεινο Πόντο. Η μητέρα της πέθανε όταν η ίδια ήταν δεκατεσσάρων ημερών, αφού είχε χάσει, μηνών ακόμη, το πρώτο της αγόρι. Μετά τον θάνατο της γυναίκας του ο πατέρας της έφυγε από την Πόλη και πήγε τα υποκαταστήματά του στη Βραΐλα, στο Ιάσιο και στην Οδησσό, αφήνοντάς τη στις δυο της γιαγιάδες. Οι Τούρκοι τους δήμευσαν την περιουσία. Με τον αδελφό μου, Νώντα, πάντοτε την πιέζαμε να μας μιλήσει για το παρελθόν της. Το έκρυβε επιμελώς, είτε το είχε απωθήσει είτε δεν ήθελε να μας το μεταφέρει, θεωρώντας πως θα μας επιβάρυνε.
• Καταφέρναμε κάποιες στιγμές να της αποσπάσουμε μερικές φράσεις: «Κοιτάξτε, οι ζαπτιέδες, οι Τούρκοι χωροφύλακες, δεν μας φέρθηκαν άσχημα όταν ήρθαν και μας είπαν πως πρέπει να φύγουμε από το σπίτι. Μας επέτρεψαν, μάλιστα, να πάρουμε μαζί μας και ό,τι μπορούσαμε να κουβαλήσουμε. Το πρόβλημα είναι πως οι δυο γιαγιάδες, αντί να πάρουν τα λεφτά και τα χρυσαφικά, η μία πήρε την πυροστιά κι η άλλη ένα τσουκάλι». Τελικά, εγκατέλειψε την Πόλη και ήρθε στην Ελλάδα, όπου έμεινε σε συγγενείς της. Θέλησε να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο, αλλά μην έχοντας τα μέσα, μπήκε στη Σχολή Επισκεπτριών Αδελφών ως οικότροφος. Εκεί τη βρήκε ο πόλεμος. Κατοχή, προσπάθεια για επιβίωση, ΕΑΜ. Εκεί γνώρισε τον πατέρα μου. Δεκεμβριανά, πείνες, διώξεις.
• Ήταν αρχές του ’50 και σε ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη ο θείος της, που κατάφερε να σώσει ένα από τα σπίτια της οικογένειας, της έδωσε κάποιες λίρες. Με βάση αυτές μπορέσαμε να μετακομίσουμε σε ένα ιδιόκτητο οικόπεδο στην περιοχή του Ζωγράφου. Η μητέρα μου συνέχισε να δουλεύει μια ζωή ως επισκέπτρια αδελφή, κάτι σαν αυτό που σήμερα ονομάζουμε «πρωτοβάθμια περίθαλψη». Δούλεψε για χρόνια στο Περιστέρι, όπου γνώρισε και τη γνώρισαν οι πάντες. Η κοινωνικότητά της ήταν κάτι το απίστευτο. Σε σκλάβωνε και με τα λόγια και με τις πράξεις της. Ήταν αριστερή και θρησκευόμενη, πάντα ανοιχτή στους πόνους και στα πάθη των ανθρώπων που συναντούσε.
• Χάρη στους γονείς μου καταφέραμε με τον Νώντα να γνωρίσουμε ανθρώπους όλων των κοινωνικών προελεύσεων, νοοτροπιών και αντιλήψεων. Η μητέρα μου έτρεφε μεγάλη αγάπη για τα γράμματα, παρόλο που η ίδια τα στερήθηκε, αλλά και για τους ανθρώπους. Είχε ένα απερίγραπτο πείσμα στον τρόπο που αντιμετώπιζε τις δυσκολίες. «Τα κατάφερα, πρόλαβα να δω τον αιώνα να γυρίζει», έλεγε έναν χρόνο πριν από τον θάνατο της. Τον πατέρα μου τον έχασα τον Σεπτέμβρη του ’76, στα 61 του.
• Ως παιδί, για να κάνω το χατίρι της μητέρας μου πήγαινα στο κατηχητικό, ίσως και για να συγκρουστώ κατά βάθος με τον πατέρα μου. Όμως, με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης, η Εκκλησία με έχασε για πάντα από τους κόλπους της. Κάποια στιγμή θυμάμαι τον πατέρα μου να μου λέει: «Παίζουν στον κινηματογράφο τους Ολυμπιακούς της Ρώμης. Θες να πάμε να τους δούμε ή δεν θα σ’ αφήσουν από το κατηχητικό;». Ήταν Οκτώβριος του 1960. Συμμετείχα στον σκληρό, μάλιστα, πυρήνα των χριστιανικών οργανώσεων, στον «Σωτήρα», για τα μέλη του οποίου δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ «επιτρεπομένων» και «απαγορευμένων» ταινιών: ο κινηματογράφος ήταν, έτσι κι αλλιώς στο σύνολό του «διαβολική υπόθεση». Ήξερε, λοιπόν, πολύ καλά ο πατέρας μου πού ακριβώς διείσδυε: στο συναισθηματικό και πνευματικό ρήγμα ενός πιτσιρικά, που με το ένα πόδι πάταγε στην αγάπη του για τον αθλητισμό και με το άλλο στην πίστη και στη θεία χάρη.
Διαβάστε τη συνέχεια στο lifo.gr
Πηγή: www.lifo.gr