Οι εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου 2015 ολοκληρώθηκαν και η χώρα έχει πρωθυπουργό και κυβέρνηση. Στα κόμματα, τα οποία θα συγκροτήσουν το νέο κυβερνητικό σχήμα, κυριαρχούν οι πανηγυρισμοί και οι αγωνιστικές διακηρύξεις. «Η δέσμευση μας είναι να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας, προκειμένου να μπορέσει να φύγει από αυτή τη μεγάλη δυσκολία ο τόπος και ο λαός» τόνισε ο πρωθυπουργός στη συνάντηση του με την απελθούσα υπηρεσιακή πρωθυπουργό κ. Θάνου μετά την ορκωμοσία.
Ταυτοχρόνως πανηγυρίζει και η Χρυσή Αυγή για την εκλογική της επιτυχία. Προφανώς ένα σημαντικό ποσοστό του ελληνικού λαού επιδοκιμάζει τον ακραίο εθνικιστικό λαϊκισμό και δεν θεωρεί επικίνδυνη την ανάληψη της «πολιτικής ευθύνης» για την δολοφονία ενός πολίτη.
Την ικανοποίηση της για την τέταρτη θέση και την ελαφρά άνοδο του ποσοστού της εκφράζει και η Δημοκρατική Συμπαράταξη (ΠΑΣΟΚ και Δημοκρατική Αριστερά), ενώ εκτιμά, ότι ήδη άρχισε η ανάκαμψη του χώρου της Κεντροαριστεράς.
Το ΚΚΕ σταθερό στα ποσοστά του συνεχίζει την πάγια πολιτική του αντιμνημονιακού αγώνα και της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ ταυτοχρόνως δεν έχει στη Βουλή την ανταγωνιστική παρουσία της Λαϊκής Ενότητας, η οποία δεν μπόρεσε να πετύχει την είσοδο της στο Κοινοβούλιο. Έχουμε όμως την είσοδο της Ένωσης Κεντρώων, ένα μόρφωμα χωρίς πολιτικό περιεχόμενο και προοπτική, τουλάχιστον προς το παρόν.
Από την άλλη πλευρά η Νέα Δημοκρατία και το Ποτάμι άρχισαν να αναζητούν τα αίτια της αρνητικής πορείας σε σχέση με τις εκλογικές τους στοχεύσεις. Στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θεωρείται από ένα τμήμα του, ότι ηττήθηκε η στρατηγική της συναίνεσης και επιταχύνονται οι διαδικασίες για την ανάδειξη νέας πολιτικής ηγεσίας, ενώ προδιαγράφεται η άσκηση σκληρής αντιπολίτευσης. Ήδη γίνεται αναφορά στη μη ψήφιση πολλών εφαρμοστικών νόμων, όταν σύντομα θα έλθουν στη Βουλή.
Στο Ποτάμι η μείωση του ποσοστού του σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκλογές πριν από επτά μήνες κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες περίπου, από 6,05% σε4,09%, έχει δρομολογήσει έντονο προβληματισμό και το κόμμα προετοιμάζεται για συνέδριο μέχρι το τέλος του χρόνου, όπου θα γίνει σε βάθος συζήτηση, ακόμη και για θέματα ηγεσίας.
Και ενώ το πολιτικό σύστημα αναλώνεται σε ασκήσεις ενδοσκόπησης ή ασχολείται με την προετοιμασία για την ψήφιση πληθώρας εισπρακτικών μέτρων και άλλων προαπαιτούμενων στο πλαίσιο του Μνημονίου Νο3, η ελληνική κοινωνία προσδοκά βελτίωση, χωρίς όμως να εμπιστεύεται τα κόμματα, ότι είναι ικανά να την πραγματώσουν. Βεβαίως η ίδια δεν συνειδητοποιεί, ότι οι παθογένειες, που την χαρακτηρίζουν και αποτελούν δομικά στοιχεία της πραγματικότητας, πρέπει να αντιμετωπισθούν και να γίνουν ριζικές αλλαγές στο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, εάν θέλει να συμπορευθεί με την υπόλοιπη Ευρώπη. Δεν βοηθά η αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες ως μέσο για την έκφραση της απαξίωσης του πολιτικού συστήματος. Μπορεί το 43% του εκλογικού σώματος να απείχε και το 35,46%του ΣΥΡΙΖΑ να αναφέρεται μόνο στο 57% των ψηφοφόρων, δηλαδή να είναι μειοψηφικός ο κυβερνητικός συνασπισμός ως προς την έκφραση της βούλησης του ελληνικού λαού, όμως αυτά είναι «ψιλά γράμματα» για το πολιτικό σύστημα. Τα ίδια ισχύουν και για όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Και αυτά είναι μειοψηφικά. Η Δημοκρατία έχει μετατραπεί σε διαδικαστικό εργαλείο με καθαρά τυπικό χαρακτήρα, ώστε να εκλέγονται οι διαχειριστές της κυβερνητικής εξουσίας. Έτσι κι’ αλλιώς τα κόμματα δεν έχουν και δεν χρειάζονται τώρα στρατηγική και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό σύμφωνα με την πρακτική, που ακολουθούν προεκλογικά και μετεκλογικά. Το Μνημόνιο τα βγάζει από τον κόπο της σχεδίασης πολιτικής. Η πορεία τα επόμενα χρόνια έχει οριοθετηθεί από αυτό και όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις, που οδήγησαν τον τόπο στην υπερχρέωση.
Μόνο που το Μνημόνιο από μόνο του δεν θα βγάλει τον τόπο από την κρίση και την προοπτική της κατάρρευσης. Η κοινωνία πρέπει να αποκτήσει δυναμική και να καταπολεμήσει τα εκφυλιστικά φαινόμενα, τα οποία την οδηγούν στην καταστροφή και στο περιθώριο του ανεπτυγμένου κόσμου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον απλό Έλληνα πολίτη. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό. Η εμμονή στην αντιμετώπιση της κρίσης σαν να ήταν μόνο οικονομική, επιβεβαιώνει τον ιταλό φιλόσοφο Giorgio Agamben, ότι ο καπιταλισμός προϋποθέτει την ολοκληρωτική εξάρτηση του κάθε ατόμου από την αγορά. Έχει ευρύτερες διαστάσεις και διαπερνά πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής. Μερικά παραδείγματα αρκούν για να γίνει εμφανές το εύρος της κρίσης.
Κατ’ αρχήν η πολιτισμική στασιμότητα και ακινησία διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την αποστασιοποίηση από την πολιτισμική συνέχεια σε ό,τι αφορά την ταυτότητα της κοινωνίας, η οποία επικαλείται το πολιτισμικό παρελθόν με εγκυκλοπαιδική λογική, χωρίς να το έχει μετεξελίξει σε σύγχρονη πολιτισμική ταυτότητα. Το αποτέλεσμα αυτής της πορείας είναι η αδυναμία λειτουργίας τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο με βάση ένα σύστημα κοινωνικών αξιών, το οποίο θα συνδυάζει την ιστορική διαδρομή του παρελθόντος με τις ανάγκες του παρόντος. Γι’ αυτό και η σχέση με το παρελθόν οδηγεί είτε στον εθνικιστικό λαϊκισμό είτε στην εσωστρεφή στάση της κοινωνίας και στο πολιτιστικό φολκλόρ.
Η εκφυλιστική πορεία δεν περιορίζεται μόνο στον τομέα των πολιτισμικών αξιών. Οι κοινωνικές δομές (συνδικαλιστικές, κρατικές, κομματικές κ.λ.π.) λειτουργούν με λογική αναπαραγωγής προτύπων κοινωνικής οργάνωσης, τα οποία σε ευρωπαϊκό και σε πλανητικό επίπεδο, όταν βεβαίως αναφερόμαστε σε ανεπτυγμένες κοινωνίες, έχουν ξεπερασθεί. Αρκεί να λάβουμε υπόψη την επιμονή σε συντεχνιακής μορφής οργάνωση και στο πελατειακό σύστημα. Με αυτό τον τρόπο αναιρείται στην πράξη η αρχή της ισότητας των πολιτών και των ευκαιριών, που εγγυάται, υποτίθεται, το κοινωνικό σύστημα για την ατομική τους εξέλιξη.
Εμμέσως προωθείται η οικογενειοκρατία και βέβαια αντίστοιχη νομή προνομίων. Το ίδιο συμβαίνει και με το πελατειακό σύστημα σε σχέση με την ισότητα των ευκαιριών και την αξιοκρατία, τα οποία εξαρτώνται από την πρόσβαση των πολιτών σε κομματικούς σχηματισμούς και πολιτικά πρόσωπα, που λειτουργούν ως κατανεμητές ευκαιριών και θέσεων. Αυτοί οι απαράδεκτοι κανόνες όμως αποτελούν δομικά στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας και η πιθανή καταπολέμηση τους συνεπάγεται πολιτικό κόστος, το οποίο αρνείται να πάρει το πολιτικό σύστημα, ακόμη και όταν γνωρίζει, ότι αυτή η σύγκρουση θα φέρει στην επιφάνεια την κοινωνική δικαιοσύνη και σε βάθος χρόνου την λειτουργική της ένταξη στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Για να γίνει αυτό πραγματικότητα, θα πρέπει να σταματήσει ο άκρατος κομματισμός στις κοινωνικές δομές και να απαλλαγεί η κοινωνία από τον αποπνικτικό εναγκαλισμό και έλεγχο του πολιτικού συστήματος.
Εκφυλιστικές επιπτώσεις έχει και η κυριαρχία της λογικής της κοινωνίας του θεάματος σε αξιακό επίπεδο, η οποία διαπερνά ακόμη και την πολιτική λειτουργία, ενώ αξιοποιείται με τη μορφή της αναγνωρισιμότητας ως τεκμήριο αξιολόγησης και ορθής επιλογής προσώπων για διάφορες θέσεις στην κοινωνικοπολιτική ιεραρχία (π.χ. σε κόμματα, κυβερνητικές θέσεις, δημόσια αξιώματα). Το σημαντικό στο πλαίσιο αυτής της λογικής είναι η εντύπωση, που προκαλεί το πρόσωπο, το οποίο επιλέγεται για την κάλυψη μιας θέσης και όχι η δυνατότητα του να προσφέρει ουσιαστικό έργο.
Γι’αυτό και η χειραγώγηση στο πλαίσιο της πολιτικής επικοινωνίας είναι σε πλήρη άνθιση. Η εντύπωση, που προκαλείται στους καταναλωτές της ψηφοφόρους και όχι πολίτες, αποτελεί τον στόχο της πολιτικής επικοινωνίας. Σε αυτό βοηθάνε πολύ και τα ψηφιακά μίντια, τα οποία βασίζονται στην εικονική αποτύπωση της πραγματικότητας, η οποία μπορεί να διαμορφωθεί ανάλογα με τις επιδιώξεις της επικοινωνιακής πολιτικής.
Το θέμα είναι, εάν με πολίτες ή καλύτερα καταναλωτές, οι οποίοι έχουν αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, μπορεί η ελληνική κοινωνία να διαχειρισθεί τις δύσκολες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, που πρέπει να γίνουν, όχι μόνο επειδή προβλέπονται από το Μνημόνιο, αλλά επειδή θα προσδώσουν δυναμική στην κοινωνία, η οποία είναι απαραίτητη για την έξοδο από την κρίση. Οι πολίτες βέβαια είναι η μια πλευρά του νομίσματος. Η άλλη είναι τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό. Εάν λάβουμε υπόψη τον πολιτικό λόγο προεκλογικά και την στάση τους μετεκλογικά, η κατάσταση είναι απογοητευτική. Δεν φαίνεται να έχουν αντιληφθεί και αναλύσει τα εκφυλιστικά φαινόμενα, τα οποία τροφοδοτούν την κοινωνική παρακμή, ώστε να σχεδιάσουν πολιτικές, που θα γίνουν αντικείμενο διαλόγου και συγκλίσεων. Χωρίς αυτές, με αδύνατη την εθνική συνεννόηση και με την λογική του πολιτικού κόστους, η οποία χαρακτηρίζει το σύνολο των κομμάτων, δεν θα γίνουν οι αναγκαίες βαθιές τομές στην κοινωνία. Ήδη επισημάνθηκε, ότι ο προσανατολισμός της είναι στραμμένος στο παρελθόν και στην ακινησία. Κάθε αλλαγή συνεπάγεται οδύνες, οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν επικίνδυνες αναταράξεις, διότι οι «πολίτες»λειτουργούν περισσότερο με το θυμικό. Δυστυχώς ο ορθολογισμός για την πολιτική είναι ακόμη μακρινός στόχος. Το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για αυτή την κατάσταση αναλογεί στα κόμματα, διότι βασίζουν την διεύρυνση της κοινωνικής τους βάσης σε υποσχέσεις για το μέλλον, οι οποίες έχουν φαντασιακό περιεχόμενο ιδεοληπτικού χαρακτήρα με αποδέκτη το συναίσθημα.
Οι εσωτερικές αντιφάσεις του πολιτικού συστήματος είναι πολλές και τέτοιας έντασης, που η απαλλαγή από αυτές φαίνεται από δύσκολη έως αδύνατη. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο εθισμός σε ιδεοληπτικού χαρακτήρα αντιπαραθέσεις, οι οποίες δεν επιτρέπουν στα κόμματα συγκλίσεις και κυβερνητικές συνεργασίες, ακόμη και αν στην πράξη ακολουθούν την ίδια πολιτική λόγω μνημονίου, την οποία έχουν εγκρίνει στη Βουλή με μεγάλη πλειοψηφία. Επειδή η «ελπίδα πεθαίνει τελευταία», ίσως η αποχή και η απαξίωση του σημερινού πολιτικού συστήματος λειτουργήσουν ως καταλύτες για υπερβατικές διεργασίες στην κοινωνική βάση και δρομολογήσουν θετικές πολιτικές κινήσεις.