Η νέα γερμανική κυβέρνηση, ο παράγοντας Μακρόν και η σοσιαλφιλελεύθερη ατζέντα.
Τα τρία κόμματα της γερμανικής κοινωνικής δημοκρατίας, οι χριστιανοδημοκράτες, οι χριστιανοκοινωνιστές και σοσιαλδημοκράτες, βρίσκονται πλέον πολύ κοντά στην συμφωνία για σχηματισμό κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού.
Μετά τις εκλογές και την απρόσμενη εκλογική υποχώρηση του κόμματος της Άνγκελα Μέρκελ και την στασιμότητα σε ψήφους σε χαμηλό επίπεδο των σοσιαλδημοκρατών, έγινε μια αποτυχημένη προσπάθεια να σχηματιστεί κυβέρνηση της κεντροδεξιάς με τους «πράσινους» και τους φιλελεύθερους. Ο λεγόμενος «συνασπισμός Τζαμάικα» -από τα χρώματα των συν διαλεγόμενων κομμάτων, με υπαιτιότητα των φιλελευθέρων.
Η καλύτερη λύση για την Γερμανία θα ήταν η παραμονή των σοσιαλδημοκρατών στην αντιπολίτευση. Κι αυτό γιατί η άνοδος της αντιευρωπαϊκής και ακροδεξιάς θα έδινε την ευκαιρία στην Αριστερά να ανασυντάξει της δυνάμεις της, ιδίως στα βιομηχανικά προπύργια της, όπου διαπιστώθηκε ότι η δυναμική παρουσία του παλαιού συνδικαλιστή Μάρτιν Σουλτς δεν απέδωσε. Τα εργατικά στρώματα εγκατέλειψαν μαζικά τους σοσιαλιστές προς όφελος των ακροδεξιών, όπως ακριβώς συνέβη και στην Αγγλία με το δημοψήφισμα για το Brexit και στις εκλογές στην Γαλλία.
Ο φόβος για το μέλλον, με την ραγδαία επέκταση της ψηφιοποίησης της βιομηχανίας, και τα σκάνδαλα φοροαποφυγής και διαφθοράς εταιρειών που είναι σταθεροί πυλώνες ανάπτυξης, έστειλαν πολλούς στην αγκαλιά μιας επικίνδυνης ακροδεξιάς. Η ακατανόητη όμως στάση των φιλελευθέρων να ενστερνίζονται ακραίες και κλειστοφοβικές πολιτικές της ακροδεξιάς, υποχρέωσε την εκ νέου συγκατοίκηση των παραδοσιακών κομμάτων. Οφείλουμε να σημειώσουμε την εξαιρετική συνεισφορά των «Πρασίνων», στην προσπάθεια σχηματισμού της Κυβέρνησης συνασπισμού Τζαμάικα.
Σημαντικό ρόλο στην πρόσφατη εξέλιξη έπαιξε η πίεση για σταθερή κυβέρνηση προσανατολισμένη στην ισχυρότερη Ευρώπη και στην ελεγχόμενη παγκοσμιοποίηση, τόσο από τα εργατικά συνδικάτα και τα εργοδοτικά σωματεία, όσο και από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους εταίρους.
Το Brexit και τα έργα και οι ημέρες του Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ υπήρξαν επίσης καταλυτικοί παράγοντες για τον σχηματισμό του μεγάλου συνασπισμού. Ο φόβος αυτός διατυπώθηκε από την Άνγκελα Μέρκελ σε μια φράση. «Η Ευρώπη θα υποχρεωθεί να αναλάβει τις ευθύνες της για πρώτη φορά μετά τον Πόλεμο».
Καθώς τα βλέμματα είναι στραμμένα στην αποδοχή από την κομματική βάση των σοσιαλδημοκρατών του σχεδίου συμφωνίας των τριών κομμάτων, ας δούμε μερικά σημεία που αφορούν την ευρωπαϊκή πολιτική που υιοθετούν τα κόμματα της μέλλουσας συγκυβέρνησης.
Στο κείμενο των 28 σελίδων, γίνεται φανερό, ότι η ριζοσπαστική ατζέντα του Γάλλου Προέδρου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής γίνεται εν μέρει αποδεκτή από τα τρία κόμματα, αλλά σε αντάλλαγμα ζητείται η εφαρμογή της λεγόμενης conditionality. Δηλαδή οι δαπάνες που θα διατίθενται από τους βασικούς-μετά την αποχώρηση της Μ. Βρετανίας- χρηματοδότες της Ένωσης, θα διατίθενται στα κράτη μέλη με προϋποθέσεις.
Για παράδειγμα, μια από τις σημαντικότερες θεσμικές αλλαγές, η μετατροπή του Ευρωπαϊκού Ταμείου Σταθερότητας (ESM) σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (EFM,) θα είναι μάλλον ευρωπαϊκός θεσμός όπως προτείνει ο Μακρόν και ο Γιούνκερ και όχι διακυβερνητικός, όπως ζητούσαν ισχυρά οικονομικά Ινστιτούτα (Ifo) και πολιτικοί του συντηρητικού χώρου. Και λέμε ‘’φαίνεται’,’ γιατί το κείμενο συνεργασίας δεν εισέρχεται σε λεπτομέρειες.
Η δημιουργία ενός ταμείου ανάπτυξης για την Ευρωζώνη, μια άλλη πρωτοβουλία του Μακρόν, γίνεται επίσης εν μέρει αποδεκτή (ο Μακρόν και ο Γιούνκερ επιθυμούν η Ευρωζώνη να αποκτήσει δικό της προϋπολογισμό).
Οι Γερμανοί προτείνουν τη δημιουργία χρηματοδοτικών εργαλείων από τον υπάρχοντα προϋπολογισμό για την ενίσχυση διαρθρωτικών αλλαγών, κοινωνικής συνοχής και οικονομικής σταθερότητας. Υποθέτουμε σε αυτό το ‘’Ταμείο’’ θα υπαχθούν και δαπάνες για τεχνική βοήθεια των υποψήφιων χωρών για ένταξη στο ενιαίο νόμισμα, όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία. Η περίπτωση της Ελλάδας έγινε μάθημα για τους Ευρωπαίους. Δηλαδή οι διαρθρωτικές και άλλες αλλαγές θα γίνονται πριν την ένταξη όσων επιθυμούν να συμμετάσχουν στη ολοκληρωμένη και ζηλευτή ενιαία αγορά της Ε.Ε.
Το μεταναστευτικό υπήρξε ένα δύσκολο σημείο σύγκλισης. Όχι μόνο για ανθρωπιστικούς λόγους, αλλά και από τις ανάγκες της γερμανικής οικονομίας. Έτσι, συμφωνήθηκε ετήσιος αριθμός για μετανάστες από τρίτες χώρες, όπως απαιτούσε το χριστιανοκοινωνικό κόμμα, που έχει μπροστά του δύσκολες εκλογές στην Βαυαρία, όπου οι ακροδεξιοί του AfD απειλούν το ομόσπονδο κρατίδιο με ακυβερνησία. Όμως, συμφωνώντας στην ενιαία Ευρωπαϊκή πολιτική για την μετανάστευση, θα προτείνουν οικονομικές κυρώσεις-μέσω μείωσης των ΕΣΠΑ, όσων κρατών δεν εφαρμόζουν την πολιτική αλληλεγγύης ή παραβιάζουν τον δημοκρατικό κανόνα της Ένωσης. Λέγε με Πολωνία, λέγε με Ουγγαρία. Αλλά και όσους επιθυμούν να ελέγξουν τις ανεξάρτητες αρχές, την δικαιοσύνη και τα ΜΜΕ, το κοινοτικό δίκαιο.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη μάχη κατά της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής μέσω φορολογικών παραδείσων και κατά των κολοσσών της ψηφιακής εποχής που παραβιάζουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις και κατά συνέπεια τις κοινωνικές τους υποχρεώσεις στο κράτους που φιλοξενεί μέρος των δραστηριοτήτων τους ή τις αρχές του ανταγωνισμού.
Πρέπει τέλος να σημειώσουμε ότι στο κείμενο αναφέρεται ότι ‘’..οι παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων, πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών μεταβάλλεται με την νέα πολιτική των ΗΠΑ , της Ρωσίας και την ενδυνάμωση της Κίνας. Η Ευρώπη οφείλει όσο ποτέ άλλοτε να πάρει τις τύχες της στα χέρια της. Μόνο όλοι μαζί έχουμε μια ελπίδα να επικρατήσουμε στον κόσμο, να υπερασπιστούμε τα κοινά μας συμφέροντά και τις αξίες μας για ένα μοντέλο αλληλεγγύης, κοινωνικής οικονομίας της αγοράς και για αυτό η Ευρώπη χρειάζεται μια νέα αρχή’’.
Είναι ίσως η πρώτη φορά που η ‘’κοινωνική οικονομία της αγοράς’’, που είναι η ιδεολογική βάση της Γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας, συνυπογράφεται και από τους άλλους εταίρους. Προφανώς για να διαχωριστεί από την νεοφιλελεύθερη ή την σοσιαλκρατικιστική οικονομία.
Το άρθρο δημοσιεύεται στο fortunegreece.com