Εκατό χρόνια Ανδρέας: Το αίνιγμα και το έπαθλο

Παύλος Τσίμας 05 Φεβ 2019

huffingtonpost.gr

Ο Ανδρέας Παπανδρέου γεννήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 1919. Η μητέρα του ήταν μια καλλιεργημένη αλλά συναισθηματικά ανασφαλής γυναίκα, ο πατέρας του ένας έντονα πολιτικοποιημένος δικηγόρος. Γενέτειρά του η Χίος, όπου ο πατέρας του Γεώργιος Παπανδρέου υπηρετούσε ως γενικός διοικητής νήσων Αιγαίου Πελάγους. Τα νησιά είχαν περιέλθει πρόσφατα στην Ελλάδα από την καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Έτσι αρχίζει η βιογραφία του Ανδρέα Παπανδρέου- η καλύτερη που έχει γραφτεί- από τον Σπύρο Δραϊνα. Εκατό χρόνια από την γέννησή του σήμερα, ο Ανδρέας, η πολιτική του κληρονομιά, το συμβολικό φορτίο του ονόματός του, είναι προς διεκδίκηση. Το έπαθλο ενός πολιτικού αγώνα, παράξενου, αταίριαστου αλλά πολιτικά κρίσιμου. Τον διεκδικούν οι φυσικοί κληρονόμοι της παράταξης που εκείνος ίδρυσε, το σημερινό ΚΙΝΑΛ, στην προσπάθειά τους να αμυνθούν απέναντι στο πολιτικό σχέδιο του Αλέξη Τσίπρα να τους περιθωριοποιήσει εκλογικά και να τους αφομοιώσει, δια «επιθετικής εξαγοράς» μετεκλογικά, όταν ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ θα συγκατοικούν στην αντιπολίτευση. Τον διεκδικεί και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, φυσικά. Ο οποίος φιλοδοξεί να κάνει, με άλλους όρους και με διαφορετικά πολιτικά μεγέθη, το ανάποδο από αυτό που έκανε στην πρώιμη μεταπολίτευση ο Ανδρέας. Εκείνος μετατόπισε το Κέντρο προς τα αριστερά. Ετούτος επιδιώκει να κατακτήσει το Κέντρο, με μια έφοδο εξ αριστερών.

Στο μεταξύ, η επέτειος των 100 χρόνων επαναφέρει, ξανά, το πολυσυζητημένο και αναπάντητο ερώτημα: ποια είναι στ’ αλήθεια η πολιτική κληρονομιά, το αυθεντικό στίγμα του Ανδρέα Παπανδρέου στην ιστορία;

Για τους μεν, ο Ανδρέας είναι ο αυθεντικός λαϊκός ηγέτης, που μοίρασε λεφτά και περηφάνεια στον κόσμο. Έδωσε 40% αύξηση στον κατώτατο μισθό, μέσα σε μια νύχτα, το 1982. Έσπασε τα πολιτικά στεγάνά και άνοιξε τις πόρτες της δημόσιας διοίκησης σε όλους, αυξάνοντας τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων κατά 34% μέσα σε τέσσερα χρόνια. Κρατικοποίησε τις προβληματικές επιχειρήσεις. Δημιούργησε κοινωνικό κράτος, αυξάνοντας τις κοινωνικές δαπάνες από 10% του ΑΕΠ το 1980 σε 16% το 1985 και τις δημόσιες δαπάνες, συνολικά, από το τριτοκοσμικό 31% του ΑΕΠ το 1980 σε ένα γενναιόδωρο 43% το 1985- χωρίς αντίστοιχη αύξηση στα δημόσια έσοδα. Συμφιλίωσε το έθνος, αναγνωρίζοντας την εθνική αντίσταση και απονέμοντας συντάξεις στους αντιστασιακούς.

Για τους δε, ο Ανδρέας είναι- για τους ίδιους ακριβώς λόγους- ο λαϊκιστής που έβαλε τα θεμέλια της καταστροφής μας. Στα χρόνια του, λένε, ο ρυθμός ανάπτυξης μειώθηκε κατά ένα τρίτο, οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά ένα τέταρτο, το εμπορικό έλλειμμα διπλασιάστηκε, το δημόσιο έλλειμμα ξεπέρασε το 10% και το δημόσιο χρέος τετραπλασιάστηκε. Κατά τον Στάθη Καλύβα, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου (και η ΝΔ του Καραμανλή «που το μιμήθηκε και το υποκατέστησε») φέρει την βασική ευθύνη για όσα φοβερά μας συνέβησαν μετά το 2010.

Το ενδιαφέρον είναι ότι και οι μεν και οι δε αναπέμπουν τους ύμνους ή τις κατάρες τους, αναφερόμενοι σε μία μόνον στιγμή της διαδρομής του. Στην πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ- κι ούτε καν ολόκληρη. Στα δύο πρώτα χρόνια, 1981-83. Παραβλέπουν την πρώτη «διόρθωση» του 1983, με την υποτίμηση της δραχμής και τον «ετεροχρονισμό» των μισθολογικών αυξήσεων. Παραβλέπουν το πρόγραμμα λιτότητας 1986-87, που ακύρωσε τις αυξήσεις κι επανέφερε το μισθολογικό κόστος πίσω στα επίπεδα του 1980. Παραβλέπουν κυρίως τον Ανδρέα του 1993, που εφάρμοσε ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής- το αυστηρότερο που είχε γνωρίσει η χώρα μέχρι το πρώτο μνημόνιο και το αποτελεσματικότερο, αφού οδήγησε στην συμμετοχή στο ευρώ. Παίζει παράξενα παιχνίδια η μνήμη- ακόμη και η συλλογική μνήμη.

Όσοι λατρεύουν κι όσοι μισούν τον Παπανδρέου, θυμούνται μόνον δύο χρόνια από την ζωή του. Τα δύο πρώτα χρόνια μετά την εκλογική νίκη του 1981.

Αγνοούν ότι ο ίδιος είχε ασκήσει κριτική στην πολιτική του εκείνης της τετραετίας. Έμπρακτη (μέχρις ότου η αρρώστια και το σκάνδαλο Κοσκωτά ανακόψουν την προσπάθεια), μετά το 1986. Αλλά και θεωρητική. Μια συνέντευξή του, του 1987, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Δηλώνει πάντα οπαδός του σοσιαλισμού, μα παραδέχεται ότι τα συνδικαλιστικά προνόμια που είχε παραχωρήσει, είχαν βλάψει την εργασιακή πειθαρχεία: «Οι επιχειρήσεις πρέπει να έχουν το δικαίωμα να προσλαμβάνουν και να απολύουν εργαζομένους». Αναγνωρίζει ότι η κεϋνσιανή πολιτική της αναθέρμανσης της οικονομίας μέσω της αύξησης των αποδοχών των εργαζομένων δεν λειτουργεί πια: «Αν ενισχύσουμε την αγοραστική δύναμη εδώ στην Ελλάδα, θα δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας στην Ιταλία ή την Γερμανία. Αφού είμαστε μέλη της κοινής ευρωπαϊκής αγοράς, οι καταναλωτές μας θα αγόραζαν ιταλικά παπούτσια ή καλά γερμανικά αυτοκίνητα και θα δημιουργούσαν πρόβλημα στο ισοζύγιο συναλλαγών της Ελλάδας. Ενας Κεϋνσιανός σήμερα θα οδηγούσε την Ελλάδα σε χρεοκοπία μέσα σε δύο χρόνια». Κι είχε επίσης αναγνωρίσει το πρόβλημα του δημοσίου: «Στραγγαλίζουμε τις ιδιωτικές επιχειρήσεις επειδή έχουμε έναν υπερδιογκωμένο δημόσιο τομέα… Έχουμε περίπου τον διπλάσιο αριθμό δημοσίων υπαλλήλων από τον αναγκαίο για την παροχή των δημοσίων υπηρεσιών».

Τι ήταν, λοιπόν, ο Ανδρέας Παπανδρέου; Ένας λαϊκιστής, του κρατισμού, του πελατειακού κυνισμού και της δημοσιονομικής κραιπάλης; Ή ένας μεταρρυθμιστής- με αντιφάσεις και υπαναχωρήσεις, έστω;

Είναι βέβαιο ότι όταν πρωτοεμφανίστηκε στην ελληνική σκηνή, το 1960, ο Ανδρέας ήταν ένας αυθεντικός εκσυγχρονιστής. Στα κείμενά του εκείνης της εποχής βρίσκει κανείς μια φιλελεύθερη, αριστερή κριτική του ελληνικού μοντέλου, μια αυστηρή καταδίκη της πληθωρικής, αντιπαραγωγικής και διεφθαρμένης κρατικής παρέμβασης στην οικονομία και των εγωιστικών, κρατικοδίαιτων ελίτ. Ξαναβρίσκει κανείς την ίδια κριτική- με άφθονη αυτοκριτική για τα πεπραγμένα της πρώτης τετραετίας του ΠΑΣΟΚ- στην εισήγησή του στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο μετά την επιστροφή του στην εξουσία, το 1993. Ήταν τότε που έριξε το σύνθημα: «είτε το έθνος θα εξαφανίσει το χρέος, είτε το χρέος θα αφανίσει το έθνος».

Ας αφήσουμε την ιστορία να λύσει το αίνιγμα Παπανδρέου. Μα στο μεταξύ, σε εκείνους που διεκδικούν την κληρονομιά του ως έπαθλο καλό είναι να υπενθυμίζεται ότι ο Ανδρέας δεν ήταν πάντως, δεν ήταν οπωσδήποτε αυτό που νομίζουν ότι μιμούνται.