Εκ βαθέων επειδή έτσι πρέπει…

Κώστας Σοφούλης 13 Δεκ 2019

Παρακαλώ ανεχθείτε τον μακρύ μου μονόλογο. Αν δεν τα γράψω, τα Φροϋδικά τραύματα θα με κάνουν να σκάσω. Άλλωστε, γιαυτό είναι οι φίλοι και οι φίλες. Τουλάχιστο για να προσφέρουν ένα ευήκοο αυτί προς παρηγορία. Για τους πιο ψύχραιμους, ας πάρουν μια εικόνα από τον τρόπο με τον οποίο το πολιτικό σύστημα υπονομεύει την ίδια την αποτελεσματικότητά του.

Είναι φορές, που μια προσωπική περιπέτεια αποδείχνεται ότι αξίζει όσο μια πολύχρονη μελέτη φαινομένων, ιδίως της κοινωνίας. Τώρα, όμως, δεν θα σας ζαλίσω με το «μάθημα» που έμαθα από μια τέτοια περιπέτεια. Απλώς θα εκμεταλλευτώ το – ελπίζω- «ευήκοο αυτί» σας για να αποκομίσω απλώς την ευεργεσία της εξομολόγησης που έχει ανάγκη όποιος, σαν την αφεντιά μου, κρατάει για χρόνια μέσα του μια μεγάλη πίκρα. Αν βρείτε το κουράγιο, διαβάστε ολόκληρο αυτό το κείμενο κι εγώ, με τρόπο μαγικό όπως μου λέει η φαντασία μου, θα το μάθω και θα αντλήσω θάρρος για να υπερβώ επιτέλους την μνησικακία μου για την οποία μάλλον ντρέπομαι.  Η ιστορία, βέβαια, διδάσκει και άλλα, σημαντικότερα από τις ψυχολογικές ανάγκες του αφηγητή. Αυτή, όμως, είναι δουλειά του αναγνώστη.

Διάβασα πρόσφατα την είδηση ότι ο κ. Δ. Ρίζος, πρώην παντοκράτορας της εφημερίδας Ελεύθερος Τύπος, που μερικοί την αποκαλούσαμε στις μέρες του «Ελεύθερο Ρύπο», πιάστηκε και φυλακίστηκε στην Κω για χρέη στο Δημόσιο. Τώρα, φαντάζομαι, αλλά και ελπίζω, να είναι μέσα και να ατενίζει τον ορίζοντα πίσω από τα σίδερα. Θα έχει έτσι χρόνο άνετο για να σκεφτεί τα κρίματά του.

Εγώ έκτοτε χαιρεκακώ και τελικά κατάφερα να μη ντρέπομαι γιαυτό, κι ας είναι η χαιρεκακία κόντρα στις αξίες μου. Δεν μπορεί, σε κάθε κανόνα υπάρχουν και εξαιρέσεις. Στην πραγματικότητα, βέβαια, από τότε που διάβασα την είδηση, έχω μια περίεργη αίσθηση αναγούλας που καταλαβαίνω πως κάπως πρέπει να ξεσπάσει. Μαγείρεψα επί πολλές μέρες το ξέσπασμα, επειδή κατά βάση δεν εκτιμώ τέτοιες συναισθηματικές εκρήξεις να γίνονται άκριτα και αυθόρμητα, αλλά τελικά παρόλο το μαγείρεμα αρκετών ημερών, δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Τώρα θα τα πω χύμα, όπως θα τα έλεγα στον ψυχαναλυτή ή στον εξομολογητή αν είχα.

Πιο απλά, από τη μέρα που διάβασα την είδηση, με τρώει η γλώσσα μου. Να τα πω ή να μην τα πω. Να υποκύψω στον πειρασμό της μνησικακίας; Να δεχτώ την χαιρεκακία ως επιτρεπτή αμαρτία; Τελικά, όπως βλέπετε, αποδέχτηκα και τους δύο κινδύνους επειδή δεν αντέχω την προσποίηση από τη μία και, από την άλλη, θέλω να ξεσπάσω από μια φούντωση που μου φέρνει η ανάμνηση εκείνης της μοναδικά εφιαλτικής περιόδου της ζωής μου. Μια εποχή που κόντεψε να με φέρει στα όρια της απόλυτης απελπισίας, δηλαδή σε σάλεμα του νου μου. Ευτύχημα που όσο κι αν υπέφερα, ο νους μου στάθηκε στο ύψος του και τελικά το βασανιστήριο με έκανε να καταλάβω σε βάθος μια από τις  θεμελιώδεις παθογένειες της δημόσιας ζωής μας. Εγώ εδώ θα πω την ιστορία, αλλά εσείς μπορείτε να βγάλετε γενικότερα συμπεράσματα που να απαντούν στο γιατί η δημόσια ζωή της χώρας μας πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Από την μεριά μου θα αφηγηθώ πως έχουν τα πράγματα σε μια «εκ βαθέων εξομολόγηση» και ας πει καθένας ότι νομίζει:

Μια πρώτη ειδοποίηση. Μη πάρετε τοις μετρητοίς τις ημερομηνίες γιατί τις ξεκολλώ από τη μνήμη μου που δεν είναι και στην καλλίτερη κατάστασή της. Για την ιστορία, τότε που ίσως έπρεπε, δεν είχα κρατήσει καν ημερολογιακές σημειώσεις επειδή ψυχολογικά με απωθούσε κάθε τι που σχετίζονταν με όσα περνούσα. Προσπαθούσα μάλλον να αποδράσω από τον εφιάλτη παρά να τον ζήσω με πλήρη νοητική εγρήγορση. Το προσωπικό αρχείο μου το έχω προ πολλού παραδώσει στο Ιστορικό Αρχείο Σάμου και τώρα ακόμη δεν έχω διάθεση να το ανοίξω καν και να το συμβουλευτώ. Όποιος θελήσει είναι ελεύθερος να ψάξει τις ημερομηνίες και να συμπληρώσει την ηθελημένα απόμακρη μνήμη μου. Χονδρικά, πάντως, τα γεγονότα στα οποία αναφέρομαι εξελίχθηκαν στα χρόνια 1986-89, αν θυμάμαι καλά.

Την εποχή εκείνη, μεταξύ άλλων, χειριζόμουν τον διεθνή διαγωνισμό για την επιλογή της ψηφιακής τεχνολογίας με την οποία θα προχωρούσε ο τότε κρατικός ΟΤΕ στην ψηφιακή εξέλιξή του. Ο διαγωνισμός γινόταν από θυγατρική εταιρεία της ΕΤΒΑ που διοικούσα και είχε αποδειχτεί εξαιρετικό δύσκολος επειδή οι προσφερόμενες τεχνολογίες ήταν σχετικά πλησίστιες και οι οικονομικοί όροι συγκρίσιμοι. Γιαυτό ο διαγωνισμός είχε κολλήσει στο στάδιο του short list και η συζήτηση συνεχιζόταν για τις τεχνικές και οικονομικές λεπτομέρειες. Μεταξύ των προσφορών ήταν και εκείνη της ALCATEL της οποίας αντιπρόσωπος/μεσάζων στη χώρα μας ήταν ο Βουδούρης, ιδιοκτήτης τότε της εφημερίδας Ελεύθερος Τύπος, με διευθυντή τον κ. Δ. Ρίζο. Όταν ο Βουδούρης διαπίστωσε ότι η εταιρεία του δεν είχε περιληφθεί στο short list άρχισε να πιέζει, με κάθε μέσο που είχε στη διάθεσή του, για να πληροφορηθεί τις λεπτομέρειες των προσφορών των ανταγωνιστών του, σκοπεύοντας να  τις βγάλει στη δημοσιότητα μέσω της εφημερίδας του, ώστε να παραβιαστεί de facto η μυστικότητα του διαγωνισμού και έτσι να αναγκαστούμε να τον επαναπροκυρήξουμε δίνοντάς του ευκαιρία για νέα προσφορά. Αν κατάφερνε κάτι τέτοιο, ο Βουδούρης θα μπορούσε υποβάλλει νέα προσφορά, αυτή τη φορά ξέροντας τα όρια των ανταγωνιστών του και επομένως να έχει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας. Εμείς, είχαμε αντιληφθεί το παιχνίδι του και αμυνόμασταν ενάντια στη διαρροή και του παραμικρότερου στοιχείου των ενεργών προσφορών.

Τότε, ο Βουδούρης κατέφυγε σε δόλιο ελιγμό που του ήταν πρόσφορος ακριβώς λόγω της διαπλοκής των εκδοτικών και μεσιτικών συμφερόντων του. Άρχισε σειρά δημοσιευμάτων στην εφημερίδα του εμπλέκοντας σε υποτιθέμενο σκάνδαλο τον υπουργό Κωστή Βαϊτσο που είχε την πολιτική εποπτεία του προγράμματος εκσυγχρονισμού του ΟΤΕ. Πίστευε ο Βουδούρης ότι με τον τρόπο αυτό θα ανάγκαζε τον Βαϊτσο να αποκαλύψει στοιχεία των ενεργών προσφορών για να αμυνθεί στην σκανδαλολογία και έτσι θα πετύχαινε, με τον αισχρό αυτόν τρόπο, τον αντικειμενικό στόχο του. Ο Βαϊτσος όμως δεν φοβήθηκε την λασπολογία, και προχώρησε σε μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση.

Στη δίκη που ορίστηκε, βασικός μάρτυρας κατηγορίας ήταν η αφεντιά μου, όπως ήταν φυσικό. Ανέλυσα πειστικά και τεκμηριωμένα τον στρατηγικό στόχο της σκανδαλοθηρικής εκστρατείας του Βουδούρη και το δικαστήριο τον καταδίκασε σε οκτώ μηνών φυλάκιση.

Όταν απαγγέλθηκε η απόφαση, ο Βουδούρης, σε κατάσταση έξαλλη, με κυριολεκτικά αφρούς στα χείλη του, όρθιος και κραδαίνοντας το χέρι του εναντίον μου, άρχισε να φωνάζει « Εσένα θα σε εξοντώσω. Ορκίζομαι πως θα σε εξοντώσω» και άλλα εξ ίσου απειλητικά. Εγώ, παρθένος, εντελώς πιστός στην μεγαλοσύνη της δικαιοσύνης, έμεινα ατάραχος και απευθύνθηκα ήρεμα στον Πρόεδρο του δικαστηρίου και στον Εισαγγελέα, λέγοντας ότι ως μάρτυρας απειλούμαι ενώπιον του ακροατηρίου και γιαυτό ζητώ την προστασία του δικαστηρίου. Συμπλήρωσα, δε, ότι οι απειλές του κατηγορουμένου αποτελούν αυτόφωρο ποινικό αδίκημα. Εισέπραξα μια εύγλωττη απόλυτη σιωπή του εισαγγελέα, και ένα χαμόγελο του Προέδρου που έσπευσε να με παρακαλέσει να μην οξύνω τα πράγματα …γιατί δεν πρέπει. Μέχρι και ο δικηγόρος της δικής μας πλευράς που ένευσε να μη επιμείνω. Την όλη κατάσταση εισέπραξα ως βιασμό της παρθενικής μου πίστης στους δημοκρατικούς θεσμούς, αλλά γρήγορα το ξεπέρασα αναλογιζόμενος ότι, ε!, τι να κάνουμε, γίνονται καμιά φορά και στραβές στην συμπεριφορά των θεσμών. Αρκετά αργότερα κατάλαβα ότι η περίπτωση είχε και διαφορετική, πολύ πιο βάρβαρη ανάγνωση.

Με την δίκη εκείνη, άνοιξε το πρώτο μέτωπο για το πραγματικό δράμα που έμελλε πολύ σύντομα να ζήσω. Είχα πλέον εναντίον μου ένα συγκρότημα τύπου  που υπηρετούσε συνάμα και μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα. Εκρηκτικό μίγμα.

 Όπως στα καλά παιδικά βιβλία, ας κλείσουμε το πρώτο μέρος της «εκ βαθέων αφήγησής» μου με το συναγόμενο «δίδαγμα». Έτσι όπως το εισέπραξα εγώ, τουλάχιστο, για να μη λέμε μεγάλα λόγια.

‘Όταν τελείωσε η δίκη με κατηγορούμενο τον Βουδούρη, ρώτησα ειλικρινά απορημένος των διαπρεπή δικηγόρο του μηνυτή: «Πώς εξηγείται το ότι μήτε ο Πρόεδρος αλλά και ο εισαγγελέας της έδρας δεν απήγγειλαν κατηγορία στον Βουδούρη για την απειλή εναντίον μου; Δεν είναι, μήπως, αυτόφωρο αδίκημα η απειλή μάρτυρα μπροστά στο ακροατήριο στην διάρκεια δίκης; Και γιατί δεν με υποστηρίξατε εσείς αυθόρμητα;» Και η απάντησή του: «Κύριε Σοφούλη, σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν είναι σώφρον να οξύνουμε την κατάσταση. Οι δικαστές έχουν κι αυτοί τις προσωπικές του αντοχές. Προέχει η υπηρεσιακή τους εξέλιξη. Δεν ανοίγουν εύκολα μέτωπα για τα οποία θα υποστούν κόστος. Άνθρωποι είναι κι αυτοί». Δεν συνέχισα την συζήτηση και βιάστηκα να κατευθυνθώ προς το αυτοκίνητό μου για να μείνω λίγο μόνος. Είχα υποστεί την δεύτερη και αιματηρότερη διακόρευση της δημοκρατικής παρθενίας μου.

Το δίδαγμα που εισέπραξα ως αντίτιμο; Απλό. «Υπάρχουν και δικαστές που δεν δικάζουν κατά δικαστική συνείδηση αλλά κατά το προσωπικό υπερεσιακό τους συμφέρον. Δεν είναι, δα και όλοι τους γίγαντες όπως τους φανταζόμουν. Άνθρωποι είναι κι αυτοί.»

Πάμε τώρα στη συνέχεια. [ Μικρή παρέκβαση. Με αμφιβολία και περίσκεψη ξεκίνησα αυτή την «εξομολόγηση. Μέχρι τώρα δεν είχα εμπιστευτεί κανένα εξομολόγο παρά μόνο τον ψυχολόγο μου και πολύ παλιότερα κάποιες «παρηγορήτρες εφηβικές αγάπες» για να εξασφαλίσω τη θέρμη της παρθενικής αγκαλιάς τους . Η ανταπόκριση των φίλων τη φορά αυτή, με έκανε να ξεχάσω τις όποιες επιφυλάξεις αξιοπρέπειας και έτσι συνεχίζω πλέον χωρίς ντροπή.]

Μετά το μάθημα Βουδούρη, ήρθαν χρονιές μεγάλης προσωπικής ευχαρίστησης, που με ενθάρρυναν να ξενυχτώ ακόμη περισσότερο πάνω στα σχέδια και τα projects που, κάτι μου έλεγε μέσα μου, ότι τα χρωστούσα στη πατρίδα και την κοινωνία της, στο όνομα των μεγάλων λόγων που εκφωνούσα  στους κολλητούς μου για την ποιότητα που πρέπει να έχει η Vita Activa ενός ηθικού και κοινωνικά υπεύθυνου ατόμου. Είχα, από τότε, μια μυστική σχέση με τον Kant και την Arentd παρά την τότε εκτεταμένη και μάλλον βαθιά προκατάληψή μου υπέρ της μαρξικής μεταφυσικής. Ότι κι αν λένε οι μελέτες μου, στο βάθος πίστευα χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ότι δεν είναι ηθικό να λέμε μεγάλα λόγια και να δρούμε σαν ανθρωπάκια για το καθημερινό μας. Την προειδοποίηση του Τσίρκα προτίμησα να την αγνοήσω. Πολλές φορές το έλεγα εκείνη την εποχή κατά μόνας και χαμογελούσα που η τύχη μου (και ο Ανδρέας Παπανδρέου, για να είμαι καθόλα δίκαιος) είχε δώσει την ευκαιρία να ισορροπήσω σε αυτή τη γραμμή χωρίς αντιφάσεις.

Έχουμε λοιπόν και λέμε: Χρονιά που έβλεπα την ΕΤΒΑ να παίρνει την πάνω βόλτα μέσα σε ένα περίπου άριστο κλίμα στράτευσης και συνεργασίας όλου του ανθρώπινου δυναμικού της. Το έργο της ίδρυσης βιομηχανίας αλουμίνας με την συνεργασία της τότε Σοβιετικής Ένωσης, ώστε αντί για βωξίτη να εξάγουμε βιομηχανικό προϊόν ανώτερης προστιθέμενης αξίας, εξελίσσονταν με πλήρη επιτυχία. Το νεότευκτο Πανεπιστήμιο Αιγαίου που μου είχαν αναθέσει να ιδρύσω προχωρούσε με μεγάλες ελπίδες για κάτι σπουδαίο. Είχα εξασφαλίσει ένα ευνοϊκό κλείσιμο του ματιού από τον Πρωθυπουργό, ότι δεν θα ήταν εντελώς αδιανόητο να προχωρήσει πάνω σε ένα σχέδιο πρότυπου εναλλακτικού πανεπιστημίου, έξω από την μιζέρια του Νόμου Πλαίσιου.

Ήταν εποχή μου νόμιζα πως γεννούσαν ακόμη και τα κοκόρια μου. Αισθανόμουν ότι βρισκόμουν σε πολύ καλό δρόμο, όταν το Businessweek με επέλεξε ως τον καλλίτερο manager του δημόσιου τομέα, μαζί με τον Θεόδωρο Παπαλεξόπουλο του Τιτάνα (κόσμημα ξεχωριστό της επιχειρηματικής μας κοινότητας) που επελέγη αντίστοιχα ως καλλίτερος του ιδιωτικού τομέα. Την ίδια εποχή, ο Economist μέσα σε χτυπητό πλαίσιο ανέφερε την συμφωνία με τους Σοβιετικούς για την Αλουμίνα, ως «συμφωνία πού μόνο στο όνειρό του θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος».

Μέσα σε αυτό το καλάθι ευφορίας, μια συζήτηση, στο Τόκυο,  με τον μακαρίτη Κώστα Καψάσκη της Τράπεζας Εργασίας μου είχε δώσει την ευκαιρία να δοκιμάσω ενώπιον τρίτου την θεωρία μου περί κοινωνικής ευθύνης των επιχειρησιακών στελεχών του δημόσιου τομέα. Η μικρή εκείνη διάλεξη, καθώς και ο σύντομος διάλογος που ακολούθησε, μου έχει μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη μου. Ο Καψάσκης, ένας επιτυχημένος και συνάμα οραματιστής τραπεζίτης, μου είχε κάνει ευθέως την πρόταση να αφήσω την ΕΤΒΑ και να συνεργαστώ μαζί του στο project της Τράπεζας Εργασίας που το θεωρούσε ως έργο εκσυγχρονισμού του τότε κρατικοκηδεμονεύομενου τραπεζικού μας συστήματος. «Έλα, βρε Κώστα, μαζί μου.  Θα κάνουμε θαύματα» μου είχε πει και είχε συμπληρώσει σφίγγοντας το μπράτσο μου με το χέρι του καθώς καθόμασταν δίπλα – δίπλα στη μπάρα του Ξενοδοχείου: «Πίστεψέ με. Με τα μυαλά και την ψυχή που έχεις θα κακοπάθεις εκεί που επιμένεις να είσαι». Προφήτης ήταν; Μάλλον ρεαλιστής εκπαιδευμένος πάνω στη ζέουσα πραγματικότητα, σε αντίθεση με εμένα που, μέχρι τότε, νόμιζα ότι η ιδεολογία είναι ο χώρος για την βαθιά εκπαίδευση σε μια περαστική πραγματικότητα. ‘Άλλο ζήτημα αυτό.

Σήμερα, αναδρομικά, βλέπω ξεκάθαρα την μοιραία πορεία των πραγμάτων. Η προβεβλημένη πλέον επιτυχία μου, με έκανε διακριτό πολιτικό στόχο! Επειδή αυτό είναι το χτικιό του πολιτικού πολιτισμού μας. Όταν κάποιο στέλεχος που έχει εκδηλωθεί άμεσα ή έμμεσα υπέρ ενός πολιτικού χώρου σηκώσει μπόι διαπιστωμένης επιτυχίας στο έργο του, αυτομάτως γίνεται στόχος του βαρέως πυροβολικού του αντίπαλου πολιτικού χώρου. Τώρα, κάτι τέτοιο, μου φαίνεται περίπου κοινότοπο. Σάμπως το ίδιο δεν γίνεται και σήμερα;

Ίσως τότε να έπρεπε να το είχα φανταστεί. Εκείνο, όμως, που δεν θα μπορούσα με κανένα τρόπο να φανταστώ, ήταν ότι τη βολή του «αντιπάλου» θα γινόταν όχι με πραγματική κριτική, αλλά με ωμή και αδίστακτη σκευωρία. Εδώ, βλέπετε, συντονίστηκαν οι απειλές Βουδούρη με την «ολοκληρωτική» αντιπολίτευση της τότε Νέας Δημοκρατίας του πατρός Μητσοτάκη.

Για όσους με αγαπούν πράγματι, σπεύδω να πω ότι δεν πρέπει να ανησυχούν. Η ιστορία έχει happy end, έστω κι αν το υποκειμενικό και «κοινωνικό» κόστος του υπήρξε πικρό σαν κώνειο.

 Ήταν η χρονιά που είχα ανοίξει δύο καινούργια σχέδια που αλληλοσυμπλήρωναν μεταξύ άλλων και τις προσωπικές προδιαθέσεις μου. Βλέπετε, ήμουν και είμαι μια φαινομενικά αντιφατική συνείδηση. Από τη μία θεωρώ ότι σε κάθε βήμα μας πρέπει να συμβάλλουμε παράλληλα σε αυτό που, λίγο επιπόλαια ομολογουμένως, λέμε ενισχυμένη αναπαραγωγή του πολιτισμού και από την άλλη παραμένω πιστός στην πεποίθηση ότι ο δημόσιος τομέας δεν πρέπει να μένει καθηλωμένος στην Βεμπεριανή γραφειοκρατία αλλά να αναλαβαίνει κι αυτός τα ρίσκα που του αναλογούν με την συμμετοχή του στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Φιλοσοφίες, θα μου πείτε, αταίριαστες για ένα «τραπεζίτη». Έλα όμως που προσβλέπω σε «φιλοσόφους» executives! Είναι κι αυτοί μέρος του «άλατος» των κοινωνιών μας που αλλοίμονο αν μαρανθεί. Τέλος πάντων. Επί του προκειμένου.

Στον τομέα του Πολιτισμού, είχα επεξεργαστεί ένα πρώτο σχέδιο, για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαμε να «εμπορευματοποιήσουμε» τον κλασσικό και Βυζαντινό ελληνικό πολιτισμό και να τον κάνουμε εξαγώγιμο προϊόν (συγχωρείστε με για τον φαινομενικό βαρβαρισμό, αλλά αν είχα τον χώρο και τον χρόνο, μάλλον θα σας έπειθα για την ηθική υπόσταση ενός τέτοιου εγχειρήματος). Τις σκέψεις μου τις είχα μοιραστεί εμβρυωδώς με την μακαρίτισσα Μελίνα Μερκούρη, και την ευφυή οραματίστρια Ειρήνη Παππά. Με όσα επακολουθήσαν δεν έμελε να ευδοκιμήσει το σχέδιο, αλλά εκείνη την περίοδο με φανάτιζε και μου ενίσχυε το άγχος να μη περιπέσω σε κατάσταση «επαγγελματικής σκληρότητας». Αυτοί που συνωμότησαν εναντίον μου, σκότωσαν μαζί και κάποια τολμηρά και καινοτόμα σχέδια. Να έχουν ήσυχη την συνείδησή τους. Έκαναν αυτό που μπορούσαν.

Στον τομέα της στήριξης του δημόσιου τομέα, από την άλλη, για να αναλάβει τα ρίσκα που του ανήκουν, πέραν της Βεμπεριανής γραφειοκρατίας, η υπόθεση είχε πολύ μεγαλύτερη σημασία. Ήταν η χρονιά που είχαν σημειωθεί δύο τελικά συσχετιζόμενες εξελίξεις στον Βορρά μας. Από την μία, η Γιουγκοσλαβία είχε ουσιαστικά κλείσει τα σύνορά της στις ελληνικές οδικές μεταφορές προς την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, με την επιβολή δυσβάστακτων διοδίων. Αυτό ανάγκαζε τους  μεταφορείς μας να κατευθύνονται στους τελικούς προορισμούς τους μέσω Βουλγαρίας. Την ίδια, όμως, στιγμή η Βουλγαρία, στα πλαίσια της εξειδίκευσης παραγωγικών ρόλων της Κομεκόν είχε, μεταξύ άλλων, επιλεγεί ως χώρα-μέλος που θα αποκτούσε προνομιακή μεταχείριση στον τομέα των οδικών μεταφορών. Στις διεθνείς οδικές μεταφορές η Βουλγαρία εξεστράτευσe κάνοντας dumping στα κόμιστρα ερχόμενη σε ανταγωνιστική θέση απέναντι στους Έλληνες μεταφορείς. Παράλληλα, οι Βούλγαροι (κρατικοί) μεταφορές διεγκώνιζαν τους Έλληνες μεταφορείς και στους προορισμούς προς Μέση Ανατολή, δια μέσου Τουρκίας. Η Τουρκική δίοδος είχε κι αυτή τα προβλήματά της, αφενός επειδή οι υποδομές της χώρας ήταν ακόμη υπανάπτυκτες και αφετέρου επειδή στο κομμάτι της Ανατολίας σημειώνονταν συχνές… ληστείες που ανέβαζαν σημαντικά το τελικό κόστος των μεταφορέων.

Το διττό αυτό πρόβλημα που επηρέαζε όχι μόνο τον κλάδο των οδικών μεταφορών μας, αλλά και τις εξαγωγές μας, τόσο προς την Ευρώπη όσο και προς την Μέση Ανατολή, δεν φαίνονταν να το αναλαμβάνει προς λύση κανένας από τους συμβατικούς φορείς της διοίκησης και της κυβέρνησης. Για εμάς, όμως, δηλαδή την ΕΤΒΑ, το πρόβλημα έπαιρνε χαρακτήρα επιχειρηματικής και, ας πούμε, «εθνικής» πρόκλησης. Αποφάσισα λοιπόν να αναλάβω πρωτοβουλία. Ομολογώ ότι ναι μεν είχα σχεδόν πλήρη συναίσθηση των επιχειρηματικών και επιχειρησιακών κινδύνων του εγχειρήματος, αλλά δεν είχε περάσει καθόλου από το νου μου ο «πολιτικός» κίνδυνος που στην πολιτική κουλτούρα μας εκφράζεται σε «πουστιά», ήγουν σε σκευωρία εξ αφορμής και σε συνδυασμό με την εξυπηρέτηση αφανών υπογείων συμφερόντων.  Σήμερα διερωτώμαι. Τι θα έκανα αν το ήξερα. Πολύ φοβάμαι, ότι, θα είχα παρατήσει την πρωτοβουλία μαζί με τα προβλήματα που θα μπορούσε να λύσει. Προς δόξαν τους, οι πολιτικοί σκευωροί θα είχαν κερδίσει στρατηγική νίκη αναίμακτα τη φορά αυτή.  Θα είχαν μετατρέψει ένα τολμηρό και υπεύθυνο στέλεχος του δημόσιου τομέα, εμένα δηλαδή, σε φοβισμένο γραφειοκράτη που μόνο να σπρώχνει χαρτιά θα θεωρούσε ασφαλές στη θλιβερή καριέρα του. Μεγάλο κατόρθωμα, βεβαίως.

Εδώ πρέπει να σταθούμε για να συναγάγουμε ένα δίδαγμα, εκ των υστέρων, βεβαίως, όπως δυστυχώς προκύπτουν κατά κανόνα τα διδάγματα: Αν το πολιτικό κόστος ήταν τόσο υψηλό ώστε να ματαιώνει μια καινοτόμο και αποτελεσματική παρέμβαση του δημόσιου τομέα, τότε πώς μπορεί γενικότερα να ορθοποδήσει ο δημόσιος τομέας; Και αν, εν τέλει, ο δημόσιος τομέας αντιμετωπίζει τόσο υψηλό πολιτικό κόστος, τότε πώς μπορεί να εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον στην υπηρεσία του οποίου εξ ορισμού είναι στρατευμένος;

Αυτά είναι ερωτήματα που πρέπει σήμερα να απαντηθούν επειγόντως, αν θέλουμε πράγματι να εκκινήσει η χώρα σε μια ανοδική πορεία υπέρβασης του βάλτου της χρεοκοπίας. Το «περιστατικό» που περιγράφω στις γραμμές αυτές δεν είναι ούτε μοναδικό μήτε ατομική περίπτωση. Καθώς αναπολώ το παρελθόν στο οποίο αναφέρομαι, μου έρχονται καταιγιστικά δύο άλλα ονόματα που θα μπορούσαν να γράψουν ανάλογες προσωπικές εμπειρίες: Του Παναγή Βουρλούμη, ενός από τους καλλίτερους managers που διαθέτει η χώρα και  που βασανίζεται ακόμη για τα όσα ορθώς έπραξε στην θητεία του στον ΟΤΕ και του Γεωργίου της Στατιστικής Υπηρεσίας που στο τέλος θα καταστεί συμβολική περίπτωση δραματικής επίπτωσης του πολιτικού κόστους στην ορθολογική δημόσια διακυβέρνηση.

Αλλά, ας επανέλθουμε στη ροή της αφήγησής μας. 

Η ΕΤΒΑ είχε τότε στη διάθεσή της ένα επιχειρησιακό εργαλείο, που ναι μεν είχε οργανωθεί για άλλον συγκεκριμένο σκοπό (άλλη μεγάλη ιστορία εκείνη) αλλά κάλλιστα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και στην περίπτωση των δύο νέων προκλήσεων στις οποίες αναφέρομαι. Ήταν η «Ελληνική Ακτοπλοΐα, ΑΕ», θυγατρική της ΕΤΒΑ και ελεγχόμενη από αυτή διοικητικά. Διευθύνων Σύμβουλός της ήταν ο Βαγγέλης Ζαφείρης, στενός συνεργάτης και συμμέτοχος σε ένα όραμα που είχαμε διαμορφώσει για την στρατηγική αναδιάρθρωση των ακτοπλοϊκών μας συγκοινωνιών μετά την παταγώδη αποτυχία των εταιρειών λαϊκής βάσης που είχαν δοκιμαστεί στην προηγούμενη περίοδο. Ο Βαγγέλης θα είναι το παράπλευρο θύμα της πολιτικής επίθεσης εναντίον της δικής μου κεφαλής.

Έτσι, για την αντιμετώπιση του διπλού προβλήματος, κινητοποιούμε την Ελληνική Ακτοπλοΐα που ναυλώνει από την διεθνή αγορά πλοία κατάλληλα για να δρομολογηθούν αφενός στην γραμμή Πατρών – Τεργέστης, ώστε να οι μεταφορείς μας να μπορούν να παρακάμψουν την ακριβή βαλκανική διαδρομή, και αφετέρου στην γραμμή Βόλου – Ταρτούς (Συρία) ώστε να υποστηριχτούν οι Έλληνες μεταφορείς προς Μέση Ανατολή και να προστατευτούν από τον Βουλγαρικό αθέμιτο ανταγωνισμό. Το εγχείρημα ξεκίνησε με ρυθμούς ταχύτατους πριν παγιωθούν οι ζημιές για την ελληνική οικονομία. Και στέφθηκε από επιτυχία.

Όμως σχεδόν αμέσως αντιμετώπισε την επίθεση από δύο «αντιπάλους». Τον ένα αναμενόμενο και διαχειρίσιμο, αλλά τον άλλο απρόβλεπτο και εθνικά κυριολεκτικά προδοτικό. Από εκεί ξεκινά και το δικό μου «δράμα» (με συμπάσχοντα τον Βαγγέλη Ζαφείρη), για το οποίο τώρα γράφω τώρα ως μέσο για το ξεκαθάρισμα ενός δικού μου ψυχολογικού τραύματος, αλλά και ως πρακτική αναφορά σε ένα μέγα πρόβλημα του πολιτικού μας συστήματος, που σήμερα έχει κυριολεκτικά δραματική σημασία, όπως ελπίζω να κάνω σαφές στον επίλογο.

Ο πρώτος «εχθρός» ήταν ο αναμενόμενος αντίπαλος: Οι Βούλγαροι, μόλις είδαν την γραμμή Πατρών – Τεργέστης να ευδοκιμεί, πέφτουν δίπλα μας με δικό τους κρατικό οχηματαγωγό και με ναύλους dumping και χτυπούν αθέμιτα την πληρότητα των δρομολογίων μας. Αυτό μπορούσαν εκείνοι να το κάνουν αφού το εργατικό τους κόστος ήταν το 1/3 του δικού μας, τα δε υπόλοιπα στοιχεία λειτουργικού και χρηματοοικονομικού κόστους ήταν αυθαίρετα και αδιαφανώς επιδοτούμενα καθότι η «πλοιοκτήτρια» εταιρεία τους ήταν αμιγώς κρατική. Δεν παραδώσαμε τα όπλα, αλλά με προσεκτικά βήματα προσπαθήσαμε να ξεπεράσουμε τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Πρακτικά, βέβαια, η παρέμβασή μας είχε ήδη πετύχει τον σκοπό της, έστω κι αν το επιχειρηματικό όφελος του καρπώνονταν οι Βούλγαροι. Τα ελληνικά προϊόντα έφταναν εγκαίρως και με φτηνό ναύλο στην Κεντρική Ευρώπη !!!

Ο δεύτερος, όμως, εχθρός ξεπήδησε μέσα από το προβληματικό πολιτικό σύστημά μας και μπορεί χωρίς υπερβολή να χαρακτηριστεί «προδοτικός». Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν αφορά τα πρόσωπα. Αυτά τα θεωρώ σήμερα απλά γρανάζια ενός φθοροποιού μηχανισμού. Το θέμα, θέλω να πω, αφορά μια φθοροποιό ιδιότητα του πολιτικού μας συστήματος που έχει τη δύναμη να «στρατεύει» πολιτικά στελέχη στην υπηρεσία της. Η αναφορά μου, λοιπόν, σε πρόσωπα είναι απλώς παραδειγματική. Ο συνειδητός σκοπός μου είναι να φωτίσω ένα ελάττωμα του πολιτικού μας συστήματος που είναι καιρός να το αντιμετωπίσουμε πριν αποβεί θανάσιμο. Τώρα είναι ο καιρός.

Παρόλο που η ψυχολογική μου βάσανος βρίσκεται ακριβώς σε αυτή τη φάση της αφήγησής μου, θα προχωρήσω με μεγάλη συντομία και με χαρακτηριστικά ενσταντανέ αντί για συνεχές αφήγημα όπως θα απαιτούσε η εξόφληση ενός προσωπικού λογαριασμού μου. Συνεχίζω, λοιπόν.

Δεν είχαν περάσει παρά λίγοι μήνες από την εφαρμογή του σχεδίου μας,  και άρχισαν τα υπονοούμενα για «μέγα σκάνδαλο» στις σελίδες του Ελεύθερου Τύπου. Ο Βουδούρης προσπαθούσε να πάρει την εκδίκησή τους όπως με είχε απειλήσει. Η συστηματική καμπάνια διήγειρε το ενδιαφέρον τη «επιτροπής» Παλαιοκρασά που, στο μεταξύ, είχε συστήσει η Νέα Δημοκρατία για να καταπολεμήσει τα σκάνδαλα της  κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Μη βρίσκοντας, όμως, σκάνδαλο, στη προκείμενη περίπτωση, κατέφυγε στην σκευωρία. Κατασκεύασε μια μυθιστορία, ότι δήθεν ο Διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικής Ακτοπλοΐας, με ηθικό αυτουργό και συνεργό την αφεντιά μου, χρησιμοποιήσαμε την ευκαιρία για να γίνουμε αδαπάνως …εφοπλιστές. Η συγκεκριμένη κατηγορία ήταν ότι χρησιμοποιήσαμε την εγγυητική επιστολή που είχε εκδώσει η ΕΤΒΑ για την υπογραφή του ναυλοσυμφώνου για τα πλοία που είχαμε δρομολογήσει στις δύο παραπάνω γραμμές, για να αγοράσουμε εμείς στην πραγματικότητα τα πλοία αυτά και να γίνουμε στο άψε σβήσε εφοπλιστές! Απόδειξη; Οι συμβάσεις ναύλωσης είχαν υπογραφεί με εξοχώρειες εταιρείες  στις οποίες ανήκαν το κάθε πλοία ξεχωριστά, και όχι με φυσικά πρόσωπά ιδιοκτητών. Επομένως, πραγματικοί ιδιοκτήτες ήμασταν εμείς οι δύο που κρυβόμασταν πίσω από τις δαινομονοποιημένες offshore. Αγνοούσαν οι βυσσοδόμοι το πασίγνωστο γεγονός ότι κοινή πρακτική πολλών εφοπλιστών είναι να παρέχουν την ιδιοκτησία των πλοίων τους στις λεγόμενες «μονοβάπορες» εταιρείες όπου το όνομά τους δεν αναφέρονταν ρητά. Η πρακτική αυτό ακολουθείται κυρίως επειδή έτσι περιορίζει τον επιχειρηματικό κίνδυνο των εφοπλιστών σε ένα προς ένα τα πλοία τους και δεν οδηγεί σε καταμερισμό της ευθύνης στο σύνολο της περιουσίας τους σε περίπτωση επιχειρηματικής αποτυχίας ή ναυτικού ατυχήματος. Το σύστημα αυτό καθιστά σχεδόν αδύνατη την απόδειξη της προσωπικής σύνδεσης πλοιοκτήτη με συγκεκριμένο πλοίο επειδή ακριβώς αυτός είναι σκοπός του εργαλείου αυτού για το επιμερισμό του επιχειρηματικού κινδύνου.

Προφανώς, αν λειτουργούσε σωστά το δικαιακό μας σύστημα, οι «κατήγοροι» όφειλαν να αποδείξουν εκείνοι τον ισχυρισμό τους, δηλαδή την δική μας ιδιοκτησία, και όχι εμείς να μπούμε στην περιπέτεια να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε ελέφαντες. Αυτό υπαγορεύει η αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας. Το πώς εξευτελίστηκε το τεκμήριο αυτό θα το δούμε παρακάτω. Διότι,  έγινε και αυτό.

Το επιτροπάτο Παλαιοκρασά επέλεξε του λεβέντες Μ.Β. Κεφαλογιάννη, Αριστοτέλη Παυλίδη και Γ. Μισαηλίδη  να καταθέσουν μήνυση εναντίον μου ως ηθικού αυτουργού σε απιστία και του διευθύνοντος συμβούλου Βαγγέλη Ζαφείρη ως αυτουργού. Έτσι άρχισε η μεγάλη περιπέτεια.

Μια και ανοίγουμε τη ψυχή μας σε αυτή την ανάρτηση, ας πάρουμε και μια ευτράπελη ανάσα πριν προχωρήσω.  Η γυναίκα μου, που στάθηκε κολώνα στήριξης σε όλη την διάρκεια της δοκιμασίας μου, συνήθιζε να μου λέει όταν με έβλεπε να χολοσκάω: «Μη στενοχωριέσαι. Εδώ πληρώνονται όλα και συ δεν χρωστάς τίποτα». Είχε δίκιο. Με τη διαφορά ότι μόνο κάποιοι πλήρωσαν με μονέδα που μόνο στο χρηματιστήριο ηθικών αξιών περνά, και άλλοι πλήρωσαν με κομμάτι της ζωής τους αδίκως, χωρίς να μπορούν να πάρουν το «χρήμα» τους πίσω χωρίς αιματηρό παρακράτημα. Ας δούμε, λοιπόν, αυτόν τον παράδοξο λογαριασμό.

Πρώτα ο λογαριασμός των κατηγόρων μου. Ο ένας εκ των μηνυτών μου πέθανε με το στίγμα ότι είχε χρησιμοποιήσει την ιδιότητα του δικηγόρου χωρίς να έχει πάρει πτυχίο νομικής. Το ολίσθημά του εκείνο, που το είχε αποκαλύψει η εφημερίδα Νεολόγος Πατρών, το πλήρωσε με παραίτησή του, ύστερα από απαίτηση πρωθυπουργού του (Κωνσταντίνου Καραμανλή) από το υφυπουργείο όπου είχε αναρριχηθεί. Ο δεύτερος των μηνυτών μου πληρώθηκε με το ίδιο κάλπικο νόμισμα, όταν σύρθηκε απολογούμενος ενώπιον της Βουλής, για δήθεν δωροληψία, που φίλος του μικροεφοπλιστής των ενέπλεξε επειδή δεν του έκανε κάποιο χατίρι. Ο τρίτος, μένει στην μνήμη μου, πεθαμένος πια, ως ο μοναδικός Υπουργός Αιγαίου που σκέφτηκε να ανακόψει την ανάπτυξη του Πανεπιστημίου Αιγαίου, καταργώντας την πίστωση του Υπουργείου του για την χρηματοδότηση της Μελέτης Στρατηγικού Σχεδιασμού Ανάπτυξης του ιδρύματος. Το έκανε απλώς επειδή το Πανεπιστήμιο είχε ιδρυθεί από αντίπαλη κυβέρνηση. Αυτή ήταν η μέγιστη συνεισφορά στην Ιστορία του τόπου.

Αν οι αναμνήσεις που μένουν πίσω από την δράση μας είναι και λογαριασμός που πληρώνει η προσωπική μας ιστορία ως διόδια για την σύντομη ζωή μας, τότε οι μηνυτές μου πράγματι «εδώ πλήρωσαν» όπως είχε προβλέψει παρηγορητικά η γυναίκα μου.

Και το δικό μου bilan ? Ας προτρέξω για να μη το αφήσω στο τέλος, αφού εκεί θα προσπαθήσω να εκτιμήσω κυρίως την κοινωνική ανωφέλεια μια τέτοιας περιπέτειας. Ε, λοιπόν, εγώ την πλήρωσα με μια βαριά και χρόνια κατάθλιψη που μου χάρισε η ως φαίνεται ευαίσθητη πέραν του δέοντος ψυχή μου. Αλλά την πλήρωσα επίσης με το άγχος που μου προκάλεσε η πολιτική δίωξη που υπέστη για λογαριασμό μου ακόμη και η πρωτότοκη κόρη μου. Πτυχιούχος της Σχολής Δημόσιας Διοίκησης με την μεγαλύτερη βαθμολογία της χρονιάς της, έπρεπε κατά νόμο να διοριστεί αυτοδικαίως στην θέση που η ίδια θα επέλεγε ανάμεσα στις προκηρυγμένες του Δημοσίου. Επέλεξε, αλλά επί ένα χρόνο περίπου το αρμόδιο υπουργείο αρνιόταν να υπογράψει την πράξη διορισμού της. Βλέπετε την εξουσία είχε πλέον το κόμμα που με καταδίωκε. Μαχήτρια, η μικρή μου, όπως το υπαγόρευε η μακρά μας οικογενειακή παράδοση, διεκδίκησε το δίκιο της δικαστικά, δικαιώθηκε πανηγυρικά και εισέπραξε σημαντικό ποσό ως αναδρομικές αμοιβές, για να …συμπληρώσει την προίκα της. Οι αθεόφοβοι ούτε το στίγμα του οικογενειακού ρατσισμού δεν φοβήθηκαν.

Στο επόμενο κεφάλαιο που θα είναι και  το τελευταίο, θα ολοκληρώσω το αφήγημά μου. Θα σας βάλω, όμως, στον κόπο να βοηθήσετε για βγάλουμε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα. Γιατί η ιστορία καθενός μας, είτε το θέλουμε, είτε όχι, είναι ζυμάρι με το οποίο ζυμώνεται η μεγάλη εικόνα της κοινωνίας μας. Γιαυτό και πάντα θυμάμαι μια ρήση ενός μεγάλου Σουηδού λογοτέχνη του περασμένου Αιώνα (Γκέγκερσταμ αν καλά θυμάμαι), που υποστήριζε, ότι θα έπρεπε να είναι υποχρεωτικό από τον νόμο για όλους τους πολίτες να κρατούν προσωπικό ημερολόγιο.  Εγώ, τότε που το διάβασα, συμπλήρωσα με την φαντασία μου, ότι όλα τα ημερολόγια των πολιτών μιας χώρας θα τα κατέθεταν μετά θάνατο σε ένα περίβλεπτο Μαυσωλείο, που θα ήταν η Κιβωτός με την οποία το κάθε έθνος θα πορεύονταν στην Ιστορία.

Η ΑΘΩΩΣΗ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΣΗ

(α) Η ανάκριση

Με «χορηγό επικοινωνίας» τον κορυβαντιώντα Ελεύθερο Τύπο, η υπόθεση πήρε τον δρόμο της δικαστικής εκκαθάρισης. Με καλεί ο ανακριτής για προκαταρτική εξέταση. Προσπαθώ να καταλάβω το γιατί ακριβώς κατηγορούμαι και απλώς ακούω να επαναλαμβάνονται σαν από μαγνητόφωνα οι «κατηγορίες» των μηνυτών, δηλαδή εικασίες και παραμύθια χωρίς το παραμικρό πραγματικό περιστατικό η στοιχείο. Τι να απαντήσεις σε παραμύθια πέραν του ότι δεν πιστεύω σε αυτά;   Μου συμπαραστέκονται δύο φίλοι δικηγόροι εντελώς αφιλοκερδώς και αισθάνομαι γιαυτό το μοναδικό κέρδος από την περιπέτειά μου. Ο Χριστόφορος Αργυρόπουλος και ο Παύλος Αβραμέας αποδεικνύονται καλλίτεροι και από αδέλφια. Όχι μόνο δεν ζητούν αμοιβή, αλλά πληρώνουν από την τσέπη τους ακόμη και τα παράβολα. Τους χρωστώ παντοτινή ευγνωμοσύνη όχι μόνο για την θετική τους συμπαράσταση, αλλά και επειδή με έσωσαν από βέβαιη χρεοκοπία. Χωρίς την αφιλοκέρδειά τους θα είχα αναγκαστεί να δανειστώ και σήμερα κατά πάσα πιθανότητα θα ήμουν σε κάποια λίστα …με κόκκινα δάνεια.

Απολογούμαι με υπόμνημα, τελικά, και πηγαίνω σπίτι μου με την διαβεβαίωση των συνηγόρων μου ότι μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος. Η υπόθεση θα τεθεί ασφαλώς στο αρχείο. Αμ δε. Σε λίγες μέρες καλούμε από τακτικό ανακριτή και έτσι αρχίζει η γελοιωδέστερη ανάκριση που θα μπορούσα να φανταστώ ακόμη και όταν ήμουν αδαής και ευφάνταστος φοιτητής της Νομικής. Η αποκορύφωση της γελοιότητας ήρθε στην τελευταία συνάντηση με τον ανακριτή. Αναφέρομαι σε αυτή και μόνο, επειδή πιστεύω ότι το επεισόδιο απεικονίζει το σύνολο της περίεργης εκείνης δικαστικής διαδικασίας.

Κάθομαι σε ένα καναπέ απέναντι στον ανακριτή που κάθετε στο γραφείο του. Δίπλα μου εξ αριστερών κάθεται ο δικηγόρος μου, ο Χριστόφορος. Η ανάκριση δεν προχωρεί σε τίποτα το ουσιαστικό. Σέρνεται με ερωτήσεις για τις οποίες απαντούσα άνετα με αρνήσεις αφού δεν προσκομίζονταν κανένα απολύτως στοιχείο τεκμηρίωσης της ρητής ή υπονοούμενης κατηγορίας. Φτάσαμε έτσι σε μια παρατεταμένη σιωπή, όπου ο μεν ανακριτής φυλλομετρά τον φάκελό του με φανερή αμηχανία, εγώ δε αδυνατώ να καταλάβω τι ακριβώς συμβαίνει. Κάποια στιγμή, ο ανακριτής σηκώνει το κεφάλι του, με κοιτάζει στα μάτια και μου λέει: «Κύριε Σοφούλη, δεν βοηθάτε καθόλου» Σε τι να βοηθήσω του απαντώ. Δεν με βοηθάτε να διατυπώσω ένα κατηγορητήριο. Μένω με το στόμα κυριολεκτικά ανοιχτό. Δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί ένας κατηγορούμενος που δεν έχει παρανομήσει στο παραμικρό θα πρέπει να …βοηθήσει τον ανακριτή του να διατυπώσει κατηγορητήριο σε βάρος του. Η κατάσταση μου φαίνονται σουρεαλιστική. Ο Χριστόφορος, με γραπώνει με το χέρι του στο αριστερό μου μπράτσο και με σφίγγει με δύναμη. Ακούω τον ανακριτή θα ψιθυρίζει σχεδόν παρακλητικά. «Δώστε μου κάποιο στοιχείο για να με διευκολύνεται να κλείσουμε». Το σφίξιμο του Χριστόφορου γίνεται σχεδόν οδυνηρό. Κι εγώ  με την ψυχραιμία που με καταλαβαίνει κάθε φορά που βρίσκομαι σε εξωπραγματικές καταστάσεις του απαντώ χωρίς να σηκώσω φωνή. «Λυπάμαι, αλλά δεν έχω κάποιο τέτοιο στοιχείο». Στο μεταξύ η γραμματέας γράφει πυρετωδώς στην γραφομηχανή. Επικρατεί μια περίεργη σιωπή, μέχρι που η γραμματέας βγάζει το χαρτί από την γραφομηχανή και το παραδίδει στον ανακριτή που στο μεταξύ είχε σηκωθεί όρθιος. Παίρνει τα φύλλα, κάθετε ξανά στη θέση του, τα διαβάζει στα γρήγορα σιωπηλός και στο τέλος μου λέει: «Παρακαλώ, υπογράψτε». Ο Χριστόφορος εξακολουθεί να σφίγγει το μπράτσο μου μέχρι που ο ανακριτής με πλήρη  ευγένεια και περιέργως με ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη, μα λέει «τελειώσαμε. Μπορείτε να φύγετε».

Βγαίνουμε από το γραφείο του ανακριτή και ρωτώ τον Χριστόφορο. «Γιατί μου έσφιγγες το μπράτσο;» Μου απαντά. «Γιατί φοβήθηκα ότι θα σηκώσεις την διπλανή καρέκλα να τη πετάξεις στο κεφάλι του ανακριτή. Χαρά στη ψυχραιμία σου». Και βάλαμε τα γέλια. Βέβαια, δεν ήταν αυτή η μόνη «επίσκεψη» στον ανακριτή. Η ανάκριση είχε διαρκέσει πολλές εβδομάδες και ήδη είχε σχηματιστεί ένας ογκώδεις φάκελος με έγγραφα που κρίναμε ότι θα μπορούσαν να διαφωτίσουν την υπόθεση. Αφηγούμαι, όμως, εδώ αυτή την τελευταία συνάντηση επειδή πιστεύω ότι από μόνη της απεικονίζει πιστά την όλη εικόνα της προδικασίας.

Στον δρόμο της επιστροφής, ερωτώ τον Χριστόφορο. «Μπορεί να μου πεις σε παρακαλώ τι σημαίνουν όλα αυτά;» Και παίρνω την απάντηση που, φυσικά είχα σκεφτεί ήδη από μόνος μου: «Μα δεν καταλαβαίνεις; Προφανώς θέλει να υπερασπίσει την υπηρεσιακή θέση του». Τώρα πια οι απαντήσεις του είδους αυτού δεν με πονούσαν. Είχα χάσει προ πολλού την παρθενία της αφέλειας.

(β) Η δίκη

Παρά το άκαρπο της προδικασίας, η υπόθεση παραπέμφθηκε στο ακροατήριο. Τριμελές κακουργιοδικείο, παρακαλώ. Μου λένε οι φίλοι μου συνήγοροι. Η ευθυνοφοβία των εισαγγελέων του κάνει να παραπέμπουν υποθέσεις με ευρύτερο ενδιαφέρον και μάλιστα πολιτικό, στο ακροατήριο. Εκεί τα πράγματα θα ξεκαθαρίσουν. Δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Το μισοπιστεύω. Είχα αρχίσει να υποψιάζομαι, αλλά όχι και να χάνω πλήρως τις ελπίδες ότι κάνω λάθος στις υποψίες μου.

Και πάλι βραχυγραφικά περί της δίκης. Καταθέτουν οι μάρτυρες κατηγορίες τίποτα λιγότερο τίποτα περισσότερο από τις γνωστές πλέον εικασίες. Τεκμηρίωση καμία. Μόνο προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων και υποψιών. Όταν ήλθε η ώρα να απολογηθώ, δεν είχα παρά να αναφερθώ στην όλη ιστορία της δρομολόγησης στους δύο προορισμούς αφού μόνο γιαυτή είχα στοιχεία αποδεικτικά της αναγκαιότητάς τους και επομένως της ορθότητας των αποφάσεων και ενεργειών μου. Το μοναδικό νέο στοιχείο που είχε προκύψει από τις καταθέσεις των μαρτύρων ήταν η επισήμανση που έκανε δικηγόρος  της τράπεζας τον οποίο είχε επιπλήξει για πειθαρχικό του ατόπημα, ήταν ότι είχαν παραβιάσει τον κανονισμό της Τράπεζας που προέβλεπε ότι εγγυητικές επιστολές που υπογράφει ο Διοικητής στη ροή των εργασιών της τράπεζας οφείλουν να εισαχθούν προς επικύρωση στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση τους Διοικητικού Συμβουλίου. Εγώ, πράγματι, από λάθος της γραμματείας μου, είχα παρουσιάσει την περιβόητη εγγυητική επιστολή στη μεθεπόμενη συνεδρίαση. Ναι, αλλά αυτό τι σχέση έχει με την κατηγορία σε βάρος μου για ηθική αυτουργία σε παράνομο πλουτισμό του συγκατηγορουμένου και της αφεντιάς μου; Οι δικηγόροι μου χαμογελούσαν και με χτυπούσαν στην πλάτη στο διάλλειμα μετά την απολογία μου. Βλέπεις; Όλα τελειώνουν κατ’ ευχήν.

Η εισαγγελέας αγορεύει δια μακρόν περίπου ως συνήγορος υπεράσπισής μου και καταλήγει σε απαλλακτική πρόταση και για τους δύο μας. Εγώ ανασαίνω με ανακούφιση και περιμένω να τελειώσει η διάσκεψη του δικαστηρίου και να ακούσω την απαλλακτική απόφασή του. Στο μεσολαβήσαν διάλλειμα, διασταυρώνομαι με τον ένα εκ των μαρτύρων κατηγορίας και επειδή με έπνιγε σαν άνθρωπο τον δίκιο μου, του λέω: «Τι κατάλαβες με την ψευδομαρτυρία σου;» Εκείνος με αγριοκοιτάζει και, παραμερίζοντας το σακάκι του για να μου δείξει ένα πιστόλι που κρέμονταν στη ζώνη του, μου απαντά με αγριάδα: «Εμείς στο χωριό μας καθαρίζουμε κι αλλιώς». Αυτό ήταν το κλίμα αλλά και το έθος της σκηνοθεσίας της σκευωρίας. Άντε γύρευε.

Παρά πάσα λογική, η Πρόεδρος του δικαστηρίου απαγγέλλει καταδικαστική απόφαση με ψήφους δύο προς ένα. Το σκεπτικό θα το διάβαζα όταν θα καταγράφονταν το πλήρες κείμενο της απόφασης. Εκείνη τη στιγμή, όμως, ένιωσα σαν εφοπλιστής…. με ανύπαρκτα  βαπόρια! Ο σουρεαλισμός συνεχίζονταν. Όταν διάβασα αργότερα την απόφαση, η αίσθηση του σουρεαλισμού εντάθηκε σε επικίνδυνο σημείο: Είχα καταδικαστεί πρωτοδίκως σε πέντε χρόνια φυλακή όχι επειδή είχα γίνει παράνομα εφοπλιστής, αλλά επειδή είχα παραβεί τις διατάξεις του κανονισμού της τράπεζας για την προθεσμία επικύρωσης της διαβόητης εγγυητικής επιστολής. Και καλά, εγώ, αλλά ο Βαγγέλης για του οποίου την ηθική αυτουργία βαρυνόμουν εγώ γιατί να καταδικαστεί αφού δεν είχε καμία σχέση με την δική μου «παρανομία»; Κι όμως έφαγε κι εκείνος άλλα πέντε χρόνια. Το μόνο «ευχάριστο» στην όλη αυτή σουρεαλιστική ιστορία, ήταν ότι το δικαστήριο, ύστερα από μακρά διάσκεψη, έκρινε ότι η ποινή μας τελεί υπό αναστολή μέχρι την εκδίκαση στο εφετείο. Έτσι γλύτωσα τον τιμημένο Κορυδαλλό, όπου είχα θητεύσει ευόρκως επί Χούντας.

Την πλήρη εικόνα εκείνης της σουρεαλιστικής διαδικασίας την έμαθα αρκετά χρόνια αργότερα και σας την διηγούμαι για να σας πείσω ότι στη πολιτική μας ζωή τίποτα δεν είναι ανεξήγητο. Φαντάσματα δεν υπάρχουν. Άλλα, παράδοξα, πλείστα.

Αρκετά χρόνια μετά την θλιβερή εκείνη περίοδο, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από άγνωστό μου πρόσωπο που μου ζήτησε να συναντηθούμε για μια προσωπική υπόθεση. Το όνομά με το οποίο μου συστήθηκε δεν μου έλεγε τίποτα. Τελικά συναντηθήκαμε, μου δήλωσε ότι ήταν ο μειοψηφήσας δικαστής στην καταδικαστική μου απόφαση και μου είπε ότι ήθελε να με ενημερώσει για τα διαμειφθέντα, επειδή δεν άντεχε η συνείδησή του το μυστικό εκείνο. Τον άκουσα με υπομονή και χωρίς σχόλια. Αυτό που μου είπε εν ολίγοις είναι ότι η απόφαση είχε ληφθεί ύστερα από επανειλημμένα τηλεφωνήματα της προέδρου με το πολιτικό γραφείο του Μητσοτάκη (τότε πρωθυπουργού). Η αθωωτική πρόταση της εισαγγελέως δεν είχε παίξει κανένα ρόλο. Άλλωστε, η ταλαίπωρη, λίγες βδομάδες αργότερα βρέθηκε, προφανώς με δυσμενή μετάθεση, κάπου στη Θράκη κι αν δεν με απατά η μνήμη μου, στην Αλεξανδρούπολη. Όσο για την δεύτερη δικαστή, από τους συνηγόρους μου έμαθα μετά την δίκη, ότι διατηρούσε αισθηματικό δεσμό με έναν από τους συνηγόρους κατηγορίας. Στο κοντινό παρελθόν, για να μη το ξεχάσω, μία από τις δύο βρέθηκε μπλεγμένη σε παραδικαστική υπόθεση που δεν είχε γιαυτή αίσιο τέλος.

Ύστερα από όλα αυτά, μπορεί να απορεί ακόμη κάποιος λογικός συνάνθρωπος γιατί τα πείρα τόσο βαριά και βαθιά στη ψυχή μου;

(γ) Η αθώωση

Λίγο καιρό μετά την πρωτόδικη καταδίκη μας, εξελέγην βουλευτής του Νομού καταγωγής μου, πριν οριστεί η ημερομηνία για την κατ’ έφεση επανάληψη της δίκης. Ο συγκατηγορούμενός μου «αυτουργός» δεν μπορούσε φυσικά να περιμένει πότε θα έπαυε να ισχύει για μένα η βουλευτική ασυλία και ζήτησε χωρισμό της δίκης. Δικάστηκε, αθωώθηκε πανηγυρικά με μια απόφαση που στην ουσία δικαίωνε πλήρως όλες τις ενέργειές μας για τις οποίες είχαμε κατηγορηθεί.

Στο μεταξύ ο Βουδούρης είχε σκοτωθεί σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Το αυτοκίνητό του πέρασε με κόκκινο τον σηματοδότη και συγκρούστηκε με άλλο διερχόμενο. Γράφτηκε τότε στον Τύπο ότι το δυστύχημα οφείλονταν στο ότι ο Βουδούρης είχε παροτρύνει τον οδηγό του να περάσει με ταχύτητα την διασταύρωση, επειδή νόμιζε ότι τους παρακολουθούσε από κοντά κάποιο άγνωστο αυτοκίνητο. Αν είναι έτσι, κάτι φαίνεται ότι φοβόταν. Τι να πω;  Τηρώντας τα προσχήματα απλώς ομολογώ ότι θυμήθηκα αμέσως την προφητεία της γυναίκας μου. «Μη χολοσκάς. Εδώ πληρώνονται όλα». Λέτε;

Όταν τελείωσε η βουλευτική μου θητεία, δικάστηκα κι εγώ από το Εφετείο και μέσα σε ελάχιστα λεπτά αθωώθηκα επειδή υπήρχε το δεδικασμένο που διαπίστωνε ότι δεν υπήρχε τιμωρητέο αδίκημα αφού ο υποτιθέμενος αυτουργός είχε αθωωθεί. Αν δεν υπάρχει αυτουργός δεν μπορεί, προφανώς να υπάρχει και ηθικός αυτουργός!  Η όλη διαδικασία κράτησε περίπου δέκα λεπτά της ώρας, στη διάρκεια των οποίων έπρεπε να συνειδητοποιήσω ότι μπορούσα πλέον να αλλάξω άρδην ψυχολογική κατάσταση. Από την βαριά κατάθλιψη να μεταβώ, μάλλον, σε μια άγρια χαρά. Δεν τα κατάφερα, όμως.

Δεν τα κατάφερα, επειδή, ναι μεν αθωώθηκα, αλλά δεν αισθάνθηκα ότι δικαιώθηκα επίσης. Γιαυτό το σαράκι που μου φύτεψαν οι ένδοξοι κατήγοροί μου με τρώει μέχρι αυτή τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές. Τώρα, όμως, ξέρω πότε θα δικαιωθώ για να ησυχάσω οριστικά.

Ίσως κάποιοι να πιστεύουν ότι καταλαβαίνουν το γιατί δεν θεωρώ τον εαυτό μου δικαιωμένο. Θα σκέφτηκαν ότι αποκαλούμενος «σοφός» λαός μας, έχει εξαπολύσει στην αρένα της κοινωνικής απαξίωσης το γνωστό γνωμικό του «όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά». Το γνωμικό, όμως, δεν λέει τίποτα για το ποιος έβαλε την φωτιά. Κι έτσι ο άπαξ διασυρθείς από τα μέσα πληροφόρησης θα είναι έρμαιο στα χείλη του κάθε κακοήθους να μηδενίζει την αλήθεια της αθώωσης του θύματος της κακοήθειάς άλλων. Ξέρετε πόσες φορές άκουσα αυτό το ηθικά δολοφονικό σχόλιο; Και επειδή από αυτή τη «σοφία» του λαού δεν πρόκειται ποτέ να απαλλαγώ, αναζητώ την δικαίωσή μου αλλού, πέραν της αθώωσής μου. Το πού την αναζητώ, θα την διαβάσετε αμέσως παρακάτω στα ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ.

ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ

Σε αυτό το κείμενο πρόσφερα αυθόρμητα ένα μέρος του εαυτού μου στο ανατομικό τραπέζι φίλων γνωστών και αγνώστων. Γιαυτό το ανάρτησα στον «προσωπικό μου τοίχο» που προφανώς είναι ιδιωτικός και αφορά τους διαδικτυακούς φίλους μου.  Εν τέλει, όμως,  μπορεί και να είναι μια εθελοντική προσφορά στην ανατομία της πολιτικής κριτικής. Στο βάθος, ως φαίνεται, είχα μια απώτερη σκοπιμότητα που την ανακαλύπτω τώρα. Ήθελα να «εκλαϊκεύσω» με παραβολικό τρόπο – εξ ου και η αποφυγή λεπτομερειών και τεκμηρίωσης- ένα τεράστιο ζήτημα του πολιτικού μας συστήματος. Αναφέρομαι στην εθνοκτόνο τακτική του αδίστακτου αποκεφαλισμού των κοινωνικών στελεχών που άμεσα ή έμμεσα υπηρετούν το «κοινό συμφέρον». Ο αποκεφαλισμός τους γίνεται για τον χυδαίο λόγο της διεκδίκησης εξουσίας από τους συνεργαζόμενους δήμιους. Μιας εξουσίας, που για να ταιριάξει με τα μέσα της, αποβαίνει τελικά καταστροφική για την κοινωνία και το Έθνος.

Σε χώρες που πάσχουν από εκτεταμένη διαφθορά, όπως είναι και η δική μας, το χειρότερο που μπορεί να κάνει μια πολιτική ηγεσία και ακόμη περισσότερο μια ολόκληρη πολιτικής «τάξη», είναι να χρησιμοποιεί αδίστακτα τα δημοκρατικά μέσα καταπολέμησης της διαφθοράς ως εργαλεία χειραγώγησης της κοινής γνώμης και κατασυκοφάντησης των πολιτικών αντιπάλων. Το μόνο που πετυχαίνει ένα τέτοιο πολιτικό παιχνίδι είναι να δολοφονεί ή να απομακρύνει ικανά στελέχη από τον δημόσιο χώρο και την κρατική διοίκηση και να ανοίγει αντίστοιχα πεδίο προκοπής σε άτομα που έχουν την ικανότητα και τη διάθεση να ενσωματώνουν στην ατομική στρατηγική ζωής τους ακόμη και το ρίσκο της διεφθαρμένης πρακτικής. Έτσι φτωχαίνουν απελπιστικά το ανθρώπινο κεφάλαιο της κοινωνίας και γίνονται όργανα ενός αχαλίνωτου «εξουσιασμού» που οδηγεί στην καταστροφή ολόκληρη την κοινωνία.

Σήμερα, το ζήτημα αυτό είναι πλέον κεφαλαιώδες για το πολιτικό σύστημα. Είναι η πρώτη φορά που κυβερνώσα παράταξη διαλέγει ως κεντρικό εργαλείο πολιτικής χειραγώγησης την αθέμιτη σκανδαλολογία. Και είναι θλιβερό να βλέπει κανείς την αντιπολίτευση να αμύνεται προσπαθώντας να χρησιμοποιήσει – με μεγαλύτερη περίσκεψη και εντιμότητα, είναι αλήθεια- την στρατηγική αυτή μιας μηδενιστικής Αριστεράς που, αντί για την επανάσταση, κουβαλάει έναν οχετό για να στρώσει τον δρόμο της προς την ηγεμονία.

Ως θύμα αυτού του  γενικότερου φαινομένου, κάνω έκκληση προς κάθε κατεύθυνση:

Γράψτε ψηλά στην πολιτική σας ατζέντα το θέμα αυτό και δουλέψτε με συντονισμένο τρόπο για λύσεις που θα καθιστούν την καταπολέμηση της διαφθοράς μέσο εμπέδωσης της Δημοκρατίας και όχι εργαλείο υπονόμευσής της όπως τείνει να γίνει σήμερα.