Στη θρησκευτική ορολογία, η εισπήδηση, δηλαδή η τέλεση λατρευτικής πράξης σε άλλη μητρόπολη χωρίς άδεια του επιχώριου επισκόπου, συνιστά βαρύτατο κανονικό παράπτωμα. Το παράπτωμα αυτό προκύπτει από τον δεύτερο κανόνα της Β Οικουμενικής Συνόδου του 381, όπου ορίζεται ότι οι επίσκοποι «ταις υπερορίαις εκκλησίαις μη επιέναι, μηδέ συγχέειν τας εκκλησίας».
Αυτή η ρητή απαγόρευση της εισπήδησης στην εκκλησιαστική πρακτική δεν έχει αντίστοιχη ισχύ στον πολιτικό λόγο, δεδομένου ότι πολλές φορές, οι λέξεις, οι θέσεις και οι απόψεις ενός πολιτικού οργανισμού εισχωρούν, χωρίς αντιστάσεις, στον δημόσιο λόγο και αποκτούν διαστάσεις αυτονοήτου στον κοινό νου.
Μια τέτοια περίπτωση, στην εποχή της πανδημίας, είναι η λέξη δικαιολογημένα και τα παράγωγά της. Η λέξη αυτή έχει εξέχουσα θέση στο λαϊκιστικό λεξιλόγιο, δεδομένου ό,τι κάνει ο λαός είναι καλά καμωμένο, δικαιολογημένο. Υιοθετήθηκε άκριτα από πολιτικούς των συστημικών κομμάτων και αναλυτές, προκειμένου να περιγράψει την «αντίσταση» στην εφαρμογή των υγειονομικών κανόνων και μέτρων.
Στελέχη της κυβερνώσας παράταξης δηλώνουν ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να εκμεταλλευτεί πολιτικά τη δικαιολογημένη κόπωση όλων για να διχάσει τον ελληνικό λαό», το ΚΙΝΑΛ μιλάει για δικαιολογημένη αντίδραση» διαφόρων φορέων, ενώ ο δημόσιος λόγος έχει κυριαρχηθεί από εκφράσεις όπως «απολύτως δικαιολογημένη η αγανάκτηση και η διαμαρτυρία», «η οργή και αγανάκτηση των πολιτών είναι απόλυτα δικαιολογημένη και κατανοητή», «κύμα αντιδράσεων και δικαιολογημένης οργής», «έντονη αλλά δικαιολογημένη ανησυχία». Αυτονόητα, οι εκπρόσωποι του αριστερού λαϊκισμού υπερθεματίζουν δηλώνοντας ότι «είναι απολύτως δικαιολογημένες οι κοινωνικές κινητοποιήσεις», με τον Αλέξη Τσίπρα να υποστηρίζει ότι «δικαίως ο κόσμος αντιδρά και κινητοποιείται».Λοιπόν, όχι, στο όνομα του ορθού λόγου, δεν είναι δικαιολογημένη η κοινωνική αναισθησία. Δεν είναι δικαιολογημένες οι κάθε είδους κινητοποιήσεις χωρίς μέτρα προφύλαξης. Δεν είναι δικαιολογημένα τα κορωνοπάρτι. Δεν είναι δικαιολογημένη η καταστρατήγηση των μέτρων. Είναι αδιανόητη η ηττοπάθεια των υπερασπιστών της Δημοκρατίας απέναντι στον λαϊκιστικό λόγο. Οι λέξεις δεν είναι απλά σύμβολα, καρφώνονται σαν πρόκες, όπως έλεγε ο Μανόλης Αναγνωστάκης.
Αδικαιολόγητα αυτά που συμβαίνουν, αλλά εξηγήσιμα. Την εξήγησή τους συμπυκνώνει ο Νικόλας Σεβαστάκης: «Οι τελευταίες δεκαετίες, παρότι σκιάστηκαν από τις οικονομικές κρίσεις και την αποσταθεροποίηση της μεσοαστικής συνθήκης, θεμελιώθηκαν σε μια διαρκή επέκταση των ελευθεριών: σε μια καταναλωτική ελευθερία, σε μια ελευθερία κίνησης και ταξιδιού για ασύγκριτα περισσότερους πολίτες, σε ελευθερίες χρήσης του χρόνου, του χώρου και των τρόπων ζωής». Πρέπει να εξηγήσουμε ότι οι ελευθερίες που με κόπο κατακτήσαμε είναι σε κίνδυνο, λόγω της ακραίας ανευθυνότητας πολλών ατόμων και κοινωνικών ομάδων.
Υπάρχει και μια δεύτερη λέξη του λαϊκιστικού οπλοστασίου που εισχώρησε στον δημόσιο λόγο, η λέξη κόπωση και τα παράγωγά της. Εγκυροι αναλυτές τη βρίσκουν δικαιολογημένη. Η ανευθυνότητα μετονομάζεται σε κούραση.Εχουμε υποχρέωση, χωρίς διδακτισμό και υπεροψία, με ενσυναίσθηση, να αντισταθούμε στην εισπήδηση του λαϊκιστικού λόγου στην καθημερινή μας ορολογία. Εχουμε υποχρέωση να αποδομήσουμε τη «φιλολαϊκή» ρητορεία. Εχουμε υποχρέωση να μιλήσουμε στο όνομα του γενικού συμφέροντος, της κοινωνικής αλληλεγγύης και της ατομικής ευθύνης. Την ίδια υποχρέωση έχει και η κυβέρνηση που πρέπει να πάψει να άγεται και να φέρεται από τις συντεχνιακές διεκδικήσεις.
Αλλιώς, η «κόπωση» θα μεταφερθεί από τους χώρους κοινωνικής συνάθροισης στις εντατικές των νοσοκομείων, ένθα απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός...
Πηγή: www.tanea.gr