Τι τους έπαιρνα τοις μετρητοίς; Γιατί κάθε φορά που άνοιγαν το στόμα τους φανταζόμουνα τον καπιταλισμό να σωριάζεται, πρώτα εδώ, μετά στην υπόλοιπη Ευρώπη και όπου φύγει φύγει αυτούς τους φρικτούς τραπεζίτες, που είδα με τα ίδια μου τα μάτια να παίζουν τα παιχνιδάκια τους στο «Capital» του Γαβρά; Ανθρωποι σαν κι εμάς είναι οι οικονομικοί εγκέφαλοι του ΣΥΡΙΖΑ, ο γλυκούλης ο Σταθάκης και ο ζωηρούλης ο Ευκλείδης. Οσους Τσε Γκεβάρα και να κολλάνε ακόμα στα γραφεία τους για να παρατείνουν την εφηβεία τους, το κάνουν το κουμάντο τους.
Οταν, ας πούμε, έχουν λεφτά (που έχουν, και να τα χαίρονται, να βοηθάνε και κάνα συγγενή και φίλο σ” αυτή τη δύσκολη εποχή) τα βγάζουν στο εξωτερικό. Τα ποντάρουν σε funds (μη με ρωτήσετε τι σημαίνει η λέξη, δεν είμαι Βαρουφάκης) που θα τα προσέξουν και θα τα αυγατίσουν. Δίνουν και σε μας τους άσχετους και κάνα tip. Δηλαδή, όταν εγώ αποκτήσω ποτέ τα χρήματα που μου χρωστάει η Μάνια Τεγοπούλου (όχι σαν τον τυχερό τον Τσουκαλά, που τα πήρε ατάκα και επί τόπου από τον Ολλανδό εργοδότη του και δεν έχει να τρέχει σε δικηγόρους και ειρηνοδίκες), την BlackRock θα προτιμήσω. Εχει και καλλιτεχνικό ονοματάκι.
Κι ούτε θα ξαναπεταχτώ από την ντροπή στον ύπνο μου επειδή καθυστερώ να πληρώσω την εφορία. Αν αυτοί κοιμούνται του καλού καιρού που, βουλευτές, άνθρωποι της αριστεράς και της προόδου, δεν ακούνε τον Στουρνάρα που μάλλιασε η γλώσσα του να μας εκλιπαρεί να μην αποσύρουμε τις οικονομίες μας (λέμε τώρα) από τις ελληνικές τράπεζες, ούτε να τις βάλουμε κάτω από τους σουμιέδες, γιατί να νιώθω εγώ τέτοιο μίασμα; Γιατί να φορτώνομαι μόνη μου τα άδεια ταμεία του κράτους και κάθε φορά που τα αναφέρει η τηλεόραση να αλλάζω πανικόβλητη κανάλι;
Κι ούτε θα ξαναμπερδευτώ στις εκλογές. Οπως στις προηγούμενες, που μόνο που δεν λιποθύμησα μέσα στο παραβάν και κοψοχόλιασα τη δικαστική αντιπρόσωπο. Υπολογίστε με κι εμένα στο εξής στην παράσταση νίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Αν η Κεντροαριστερά τα κάνει μούσκεμα και κολλήσει στους 58 της νοματαίους, κι ας ανακάλυψε κατόπιν εορτής τον Βενιζέλο ο Μαργαρίτης, θα πάω σούμπιτη κι εγώ στην ήδη υπάρχουσα. Του Τσίπρα. Μου κλείνει πια το μάτι. Βρε χαζό, λέμε και καμιά μαλακία να περνάει η ώρα.
Με έναν, όμως, όρο. Τους πλούσιους και κοσμοπολίτες της τους καμαρώνω. Ακόμα και η διγλωσσία τους έχει κάτι το αρχοντικό, σαν τους Βρετανούς ευγενείς του ωραίου μυθιστορήματος που διαβάζω, που έκαναν πατ πατ στον ώμο των κολίγων τους. Εκεί που τα στυλώνω μουλαρίσια και ξυπνάει μέσα μου ο αντιπασοκισμός, που μου ταλάνισε νιάτα και στομάχι, είναι στα ρετιρέ (έτσι δεν τα λέγαμε;) που πήγαν και καπέλωσαν τη χαμοκέλα του Αλέξη και την έκαναν ουρανοξύστη. Στον Τσουκαλά, βεβαίως βεβαίως, με τα μπόνους και την εθελούσια.
Δεν πάει να επικαλείται ακόμα και την εικασία του Γκόλντμπαχ. Συντεχνία και μόνο συντεχνία μου βρομάει. Από αυτές που φάγανε τον Γιαννίτση, μάθανε τον Ελληνα να συγχέει την τσεπούλα και τον μικροαστισμό του με τα αριστερά ιδεώδη, κάνανε το κράτος μας λαμπόγυαλο κι όταν το ΠΑΣΟΚ, τραβάτε με κι ας κλαίω, δεν μπορούσε πια να τις κανακεύει, βρήκαν στοργή, προδέρμ και θέση στη Βουλή. Να “ναι καλά η Κουμουνδούρου που τιμά τις αγνές ελληνικές παραδόσεις.