Ο κυρίαρχος λαός έδωσε καθαρή νίκη στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015 στον ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που αναλαμβάνει την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας σε σύμπραξη με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, ένα κόμμα της λαϊκιστικής ριζοσπαστικής Δεξιάς. Όπως είχε πει και ο Ανδρέας Παπανδρέου, δέκα ημέρες πριν από την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, στις 14 Οκτωβρίου 1981, παρουσιάζοντας το πλαίσιο του κυβερνητικού του προγράμματος, η νίκη ενός κόμματος και οι προγραμματικές δεσμεύσεις του συνιστούν ένα είδος «Συμβολαίου με το Λαό».
Η ανάγκη να διερευνηθεί ποιο είναι ακριβώς αυτό το συμβόλαιο του ΣΥΡΙΖΑ με το λαό είναι επιτακτική, εάν θυμηθούμε την τόσο οξυδερκή διάκριση που έχει κάνει ο Αντόνιο Γκράμσι ανάμεσα στην πολιτική Κυριαρχία και την ιδεολογική Ηγεμονία. Σύμφωνα με αυτή τη διάκριση, η Ηγεμονία είναι προϋπόθεση της Κυριαρχίας. Με άλλα λόγια, ένας πολιτικός οργανισμός δεν έχει καμία δυνατότητα να κυριαρχήσει πολιτικά, εάν προηγουμένως δεν έχει πείσει για τις ιδέες και τις απόψεις του, εάν δεν ηγεμονεύει στην κοινωνία.
Με αυτό το δεδομένο, αυτονόητα τίθεται το ερώτημα εάν οι ιδέες που έχει εκφράσει ο ΣΥΡΙΖΑ καθώς και οι προγραμματικές του θέσεις έχουν πείσει την πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας. Γιατί εάν αυτό δεν συμβαίνει, τότε τίθεται σε αμφιβολία η δυνατότητα πολιτικής κυριαρχίας, που είναι εξ αρχής υπονομευμένη, αλλά και η, έστω και μερική, εφαρμογή ενός συνεκτικού πολιτικού σχεδίου.
Στοιχειώδης γνώση της ελληνικής πραγματικότητας μας οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι οι θέσεις (ο όρος «θέσεις» χρησιμοποιείται καταχρηστικά προκειμένου να δηλώσει το νεφέλωμα των αλληλοσυγκρουόμενων απόψεων που συνυπάρχουν στο κόμμα αυτό) του ΣΥΡΙΖΑ και οι απόψεις που ηγεμονεύουν στην ελληνική κοινωνία είναι απολύτως ασύμβατες. Η διαπίστωση αυτή βασίζεται στο παράδοξο φαινόμενο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπερψηφίζεται με την εδραία πεποίθηση των περισσότερων ψηφοφόρων του ότι δεν θα υλοποιήσει τις θέσεις του.
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι, όπως προκύπτει από τα ευρήματα πολλών μελετητών, υπάρχει πολύ μεγάλη διάσταση ανάμεσα στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και τους ψηφοφόρους του στην αυτοτοποθέτηση στον άξονα Αριστερά – Δεξιά. Σύμφωνα με αυτά τα ευρήματα, η πλειονότητα των στελεχών τοποθετείται πολύ κοντά στην άκρα Αριστερά, ενώ οι ψηφοφόροι είναι εγγύτερα στο κέντρο. Αυτή η διάσταση εκπροσώπων – εκπροσωπούμενων δημιουργεί ένα τεράστιο πρόβλημα διακυβέρνησης με απρόβλεπτες συνέπειες.
Ενώ το πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια κακότεχνη συρραφή νεοκομμουνιστικών δοξασιών με μεγάλη δόση κρατισμού, η ελληνική κοινωνία προσδοκά την επιστροφή στις παλιές καλές ημέρες του καπιταλιστικού καταναλωτισμού και της επίπλαστης ευημερίας με δανεικά και αγύριστα. Επιφανή στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ φαντασιώνονται την εξαγωγή της επανάστασης από την Ελλάδα στην Ευρώπη, ενώ η πλειονότητα των ψηφοφόρων του το μόνο που επιθυμεί είναι να επανέλθουμε στις συνήθειες και πρακτικές του αμέριμνου παρελθόντος. Ενώ η πλειονότητα τόσο των ψηφοφόρων όσο και της ελληνικής κοινωνίας επιθυμεί την παραμονή στο ευρώ, τόσο οι νεοκομμουνιστικές δοξασίες όσο και οι βασικές πολιτικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ την καθιστούν απαγορευτική. Για να θεραπευτεί αυτή η αντίφαση, η ελληνική κοινωνία, βυθισμένη στην παράνοια και αποκομμένη από την πραγματικότητα, ονειρεύεται ότι σε μια σύγκρουση Τσίπρα με τη Μέρκελ, θα είναι η Μέρκελ εκείνη που θα υποχωρήσει.
Ο Τσίπρας δηλώνει, το βράδυ της εκλογικής του επικράτησης, «τέλος η τρόικα» και η ελληνική κοινωνία πηγαίνει ανακουφισμένη και αμέριμνη να κοιμηθεί νοσταλγώντας το παρελθόν και πιστεύοντας ότι πολύ σύντομα θα σηκώσουμε ξανά τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα και ότι η θέση μας στο ευρώ και το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι είναι δεδομένη και αδιαπραγμάτευτη. Πρόκειται για ολοσχερή ήττα του ορθού λόγου από τις εξωπραγματικές φαντασιώσεις.
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια θεμελιώδη παρεξήγηση, που πολύ σύντομα θα συναντήσει τα αδιέξοδά της.
Τα υποκατάστατα της πολιτικής
Αυτή η διάσταση ανάμεσα στις προσδοκίες των υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ και στο πολιτικό του σχέδιο (ο όρος εν τη ευρεία εννοία) είναι το βασικό πρόβλημα της νέας κυβέρνησης. Η βεβαιότητα πολλών αναλυτών ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κυβιστήσει προκειμένου να εναρμονιστεί με την εκλογική του βάση δεν εδράζεται επί πραγματικών δεδομένων. Όμως, ακόμα και εάν το πραγματοποιήσει, είναι αναπόφευκτο να αναζητήσει υποκατάστατα της πολιτικής του στροφής.
Το πλέον σίγουρο υποκατάστατο είναι η προσφυγή σ’ έναν διχαστικό, εμφυλιοπολεμικό πολιτικό λόγο και σε συνακόλουθες πολιτικές πράξεις. Η καταγγελία των προδοτών, των εθελόδουλων στη Μέρκελ και στην τρόικα, θα είναι προτεραιότητα στην ατζέντα της νέας κυβέρνησης. Ο λόγος του μίσους θα είναι το Zeitgeist της νέας εξουσίας. Ο εθνικολαϊκισμός θα είναι το κύριο χαρακτηριστικό της νέας κυβέρνησης. Δεν είναι τυχαίο ότι, την ημέρα των εκλογών, ημέρα γιορτής της δημοκρατίας, ο Αλέξης Τσίπρας δεν δίστασε να πει ότι «σήμερα ο ελληνικός λαός καλείται να ολοκληρώσει με αποφασιστικότητα το βήμα για την επιστροφή της ελπίδας, τον τερματισμό του φόβου και την επιστροφή της δημοκρατίας και της αξιοπρέπειας στη χώρα». Επιστροφή της δημοκρατίας στην Ελλάδα, επειδή προφανώς μέχρι σήμερα δεν είχαμε δημοκρατία: ο λόγος της αντιδημοκρατίας, την ημέρα των εκλογών, από τα χείλη του ανθρώπου που αναλαμβάνει τα ηνία της κυβέρνησης της χώρας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο εθνικολαϊκισμός, ως υποκατάστατο της πολιτικής, είναι απολύτως ατελέσφορος όταν ο φορέας του έχει την ευθύνη κυβερνητικών αποφάσεων. Όσο πρόσφορος είναι για ανέξοδη αντιπολιτευτική ρητορεία, τόσο ανεπαρκής είναι στην κυβερνητική πρακτική.
Η νέα κυβέρνηση
Οι διαπιστώσεις για τον εθνικολαϊκισμό που προηγήθηκαν αποκτούν εντονότερη διάσταση με τη σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ με τους Ανεξάρτητους Έλληνες και με το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Η σύνθεση της κυβέρνησης δημιουργεί αναπόφευκτους συνειρμούς για ρήξη και προετοιμασία εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η γεωπολιτική θέση της χώρας μπαίνει σε αμφισβήτηση. Η ανάληψη της ευθύνης του υπουργείου Εθνικής Άμυνας από τον Πάνο Καμμένο είναι πράξη ασυγχώρητης πολιτικής ανευθυνότητας από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ένας αντιευρωπαϊστής και φιλορώσος, υπερασπιστής των θεωριών συνωμοσίας και αντισημίτης, σε τόσο κρίσιμο υπουργείο, είναι ωρολογιακή βόμβα.
Παράλληλα, η τοποθέτηση του Νίκου Κοτζιά στο υπουργείο Εξωτερικών, της υπερπατριωτικής Αριστεράς που είναι επίσης φιλορωσική, συμπληρώνει ένα παζλ απομάκρυνσης από το ευρωπαϊκό κεκτημένο, που δεν είναι μόνο πολιτικό αλλά και πολιτισμικό. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο, στην ουσία, δείγμα γραφής της νέας ελληνικής κυβέρνησης ήταν η σπουδή του υπουργού Εξωτερικών και του πρωθυπουργού να διαφοροποιηθούν ως προς την ευρωπαϊκή θέση κατά της Ρωσίας, λόγω της συνεχιζόμενης στάσης της στο Ουκρανικό, μια διαφοροποίηση την οποία εξήρε ασμένως και η Χρυσή Αυγή. Οι εταίροι ζητούσαν να δοθεί η δυνατότητα στην ΕΕ να προχωρήσει σε περαιτέρω κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας ως μία αντίδραση στα τελευταία ξεσπάσματα βίας στην Ανατολική Ουκρανία, υποστηρίζοντας ότι η Μόσχα ευθύνεται για τις πράξεις των ανταρτών. Η δήλωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, με την οποία διαφοροποιήθηκε η ελληνική κυβέρνηση, καταδικάζει τον θάνατο αμάχων κατά τη διάρκεια «αδιάκριτου βομβαρδισμού» στη Μαριούπολη στις 24 Ιανουαρίου. Μάλιστα, στην τελετή παραλαβής – παράδοσης στο υπουργείου Εξωτερικών, ο νέος υπουργός Νίκος Κοτζιάς υποστήριξε ότι η νέα ηγεσία δεν πρόκειται να δεχτεί την άσκηση πίεσης με μοχλό το χρέος, αλλά ούτε και την επιβολή τετελεσμένων από την ΕΕ όσον αφορά τη σχέση της Ελλάδας με χώρες όπως η Ρωσία. Η συγκεκριμένη αναφορά προκάλεσε την αντίδραση του αποχωρούντος, Ευάγγελου Βενιζέλου, ο οποίος σημείωσε ότι οι εταίροι δεν χρησιμοποίησαν ούτε μια φορά το χρέος ως μηχανισμό άσκησης πίεσης στην Αθήνα.
Με τούτα και μ’ εκείνα, όμως, γίνεται φανερό πως ελάχιστος κοινός παρονομαστής του φαιοκόκκινου λαϊκισμού του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ είναι η εχθρότητα προς την Ευρώπη και ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει.
Πρέπει εδώ να επισημάνουμε ότι την αντιευρωπαϊκή ρητορεία του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ την ασπάζεται η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας, όπως έδειξαν τα εκλογικά αποτελέσματα της 25ης Ιανουαρίου 2015. Το πώς συνδυάζεται η επιθυμία της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων να παραμείνει η χώρα στο ευρώ με την υπερψήφιση αντιευρωπαϊκών κομμάτων είναι ένα θέμα που θα μας απασχολεί για πολύ καιρό.
Τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, συνιστούν μια εφιαλτική δυστοπία. Όπως έχω και αλλού επισημάνει, η χώρα οδεύει πλησίστια στα βράχια. Οι δυνάμεις της μετριοπάθειας και της λογικής έχουν οριακή πολιτική επιρροή. Οι κάτοικοι αυτής της χώρας φαντασιώνονται, στην πλειονότητά τους, ότι ο από μηχανής Θεός, ο Θεός της Ελλάδας, θα την σώσει την τελευταία στιγμή. Κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Από τις 26 Ιανουαρίου έχουμε εισέλθει σε αχαρτογράφητα ύδατα με το σκάφος ακυβέρνητο. Θα ζήσουμε πρωτόγνωρες καταστάσεις που θα κάνουν την έως τώρα κρίση να μοιάζει με ειδυλλιακή εκδρομή ενωμοτίας προσκόπων.
Στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθούν να προετοιμάσουν το έδαφος για το ενδεχόμενο ρήξης με τους εταίρους και δανειστές μας, επικαλούμενοι την 28η Οκτωβρίου και το ΟΧΙ του ελληνικού λαού, μιλώντας για εθνική αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό, χωρίς να αντιλαμβάνονται τις συνέπειες των λεγομένων τους. Γιατί, παρ’ ότι τα ύδατα είναι αχαρτογράφητα, ελλοχεύει ένας πραγματικός, εφιαλτικός κίνδυνος. Η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, να οδηγήσει μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας σε ριζοσπαστικοποίηση προς την αντίθετη πολιτική κατεύθυνση. Οι συνέπειες τότε δεν μπορούν να προβλεφθούν.
Μπορεί όμως και να οδηγήσει, από το σοκ της πρόσκρουσης με την πραγματικότητα, σε μια νέα αυτογνωσία. Αυτή είναι και η μόνη αισιόδοξη σκέψη που μπορώ να διατυπώσω στους καιρούς που ζούμε, στην εποχή των τεράτων όπου το παλιό πεθαίνει και το νέο δεν έχει γεννηθεί ακόμα. Σκέψη εξωπραγματική, με τα σημερινά δεδομένα, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να κατανοήσουμε ότι το πραγματικό πρόβλημα της χώρας δεν είναι το χρέος και η μόχλευσή του, αλλά η παραγωγική της ανασυγκρότηση και η αύξηση του παραγόμενου πλούτου, επειδή οι καιροί της επίπλαστης ευημερίας έχουν οριστικά και αμετάκλητα παρέλθει. Αυτά όμως είναι σκέψεις εξωγήινων.
Καταφύγιό μου ο Κ. Π. Καβάφης:
Σοφοί δε Προσιόντων
Θεοί μεν γαρ μελλόντων, άνθρωποι δε γιγνομένων,
σοφοί δε προσιόντων αισθάνονται.
Φιλόστρατος, Τα ες τον Τυανέα Aπολλώνιον, VΙΙΙ, 7
Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα.
Τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί,
πλήρεις και μόνοι κάτοχοι πάντων των φώτων.
Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα
αντιλαμβάνονται. Η ακοή
αυτών κάποτε εν ώραις σοβαρών σπουδών
ταράττεται. Η μυστική βοή
τούς έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων.
Και την προσέχουν ευλαβείς. Ενώ εις την οδόν
έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)