Όταν είχα τον εκδοτικό οίκο «Υδροχόος», ένας ποιητής μπαινόβγαινε στα γραφεία και σε λίγο γίναμε φίλοι. Ήταν ο Λευτέρης Κανέλλης. Λίγο πριν από την δικτατορία πήρε από την «επιθεώρηση τέχνης» το βραβείο ποίησης, που είχε στην επιτροπή τον Γιάννη Ρίτσο. Είχε εκδώσει παλαιότερα τα ποιήματά του και τώρα περίμενε να κυκλοφορήσει το καινούργιο του βιβλίο με ποιήματα. Του ζήτησα να μου φέρει τα ποιήματα που κυκλοφορούσαν και την επόμενη κιόλας μέρα μου έφερε δύο βιβλία. Καρφώθηκε το μάτι μου στο πρώτο με τον τίτλο «Το έπος του Τσακιτζή». Τότε άρχισε μία ολόκληρη συζήτηση λιγότερο για το ποίημα, που ήταν κάτι σαν έμμετρος λόγος-διήγημα και περισσότερο για το μπλέξιμο που είχε. Έμπλεκε τον Τσακιτζή με τον Ναζίμ Χικμέτ, με τον Μουσταφά Κεμάλ και όλους αυτούς με τους αρχαίους Έλληνες. Φαινόταν το ιδεολογικό κομφούζιο του κομμουνιστή με την ιστορία, που την χρησιμοποιούσε όπως ήθελε και όπως τον βόλευε. Και ενώ καλά κρατούσε η κουβέντα, κάποιο πρωί διακόπηκε βιαίως. Μπήκε στα γραφεία των εκδόσεων η ΕΣΑ και μας φορτώσανε στα τζιπ που περίμεναν από έξω. Οι επόμενες μέρες ήταν ταξίδι στην κόλαση.
Την Μεγάλη Εβδομάδα με μεταφέρανε στα κελιά της ασφάλειας προαστίων στην Νέα Ιωνία. Την ίδια μέρα άδειασαν τα κελιά από τους ποινικούς. Η χούντα έδειχνε το καλό της πρόσωπο. Κλέφτες, ναρκομανείς, απατεώνες όλοι έξω. Μόνο εγώ μέσα.
Κάτι όμως ακουγόταν, ένας θόρυβος. Σημάδι ότι δεν ήμουν μόνος. Το βραδάκι άρχισε ένα σφύριγμα στο σκοπό του Τσακιτζή. Κατάλαβα ότι ήταν ο Λευτέρης. Απάντησα στον ίδιο σκοπό. Και αυτό συνεχίστηκε όλο το βράδυ. Ήταν η πρώτη ανθρώπινη επαφή μετά την σύλληψή μου. Ήταν σαν αγκαλιά.
Τον Οκτώβριο του 1973 διάβασα στο περιοδικό «η Συνέχεια» ένα κείμενο του Δημήτρη Μαρωνίτη και από εκείνο το κείμενο φάνηκε ότι ήταν μαζί μας, ο τρίτος συγκάτοικος στα κελιά της Ασφάλειας Προαστίων. Το κείμενο αυτό εκδόθηκε ολοκληρωμένο με τον τίτλο «Μαύρη Γαλήνη» το 2007 από τις εκδόσεις «Ροδακιό».
Η μουσική του Τσακιτζή ήταν σαν χάδι μέσα στη βαρβαρότητα. Ύστερα ο δεσμοφύλακας άνοιξε το τρανζίστορ και έπιασε την θεία λειτουργία. Ήταν Μεγάλη Πέμπτη που διαβάζονται τα δώδεκα ευαγγέλια. Τα πάθη του Χριστού. Και τότε έκλαψα πικρά, που έγραψε και ο Μαρωνίτης. Σταματήσαμε το τραγούδι του Τσακιτζή και ακούγαμε τα βάσανα του Χριστού.
Και ύστερα ο καθένας βούλιαξε στον εαυτό του.
(Απόσπασμα από το βιβλίο, με τίτλο ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ)