Φθινόπωρο του ’61 στην Κοζάνη. Λίγο πριν τις εκλογές που έμελλε να περάσουν στην ιστορία ως «εκλογές της βίας και της νοθείας». Μία συντροφιά φαντάρων κατεβαίνει τα σκαλιά του στρατιωτικού νοσοκομείου, βγαίνει από το στρατόπεδο του Δ΄ Σώματος Στρατού και παίρνει το δρόμο για την πόλη.
Είναι αργά απόγευμα, το κρύο έχει αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία του, αλλά αυτός δεν είναι λόγος για να μην υπάρχει κίνηση στο δρόμο, που τέτοιες ώρες άλλες μέρες ήταν γεμάτος από στρατιώτες και κορίτσια που παρέες παρέες έκαναν την βόλτα τους, φλυαρώντας ζωηρά και αλλάζοντας κρυφές ματιές και νευρικά γελάκια. Και το πιο περίεργο, όσο πλησίαζαν στην πλατεία τόσο η κίνηση αραίωνε, ή μάλλον, τόσο πύκνωναν οι στρατιωτικές περίπολοι.
Εκεί μάλιστα, στην αρχή της πλατείας και στο δρόμο που έβγαζε στον υπαίθριο κινηματογράφο και ο πιο ανίδεος δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει τις ομάδες των κοντοκουρεμένων τύπων με τα σκούρα κουστούμια που είχαν πιάσει τις γωνίες κι έκοβαν κίνηση...
- Όλοι οι αλφαδιάρηδες εδώ μαζεύτηκαν, ψιθύρισε ο ψηλός, ο Μικροβιολόγος από τη Θεσσαλονίκη...
- Προχώρα και μη τους κοιτάς, του απάντησε ο Αθηναίος, ο γραφιάς του νοσοκομείου και η παρέα με σταθερό βήμα πήρε την ανηφόρα για τον κινηματογράφο.
Στην είσοδο η παρέα κοντοστάθηκε βλέποντας ότι την έκλειναν αλφαμίτες. Την αποφασιστική κίνηση όμως την έκανε με τον όγκο του ο Θεσσαλονικιός, παραμερίζοντας με το χέρι του αυτούς που τους έκλειναν το δρόμο. Αμήχανοι οι αλφαμίτες παραμέρισαν και οι πέντε φαντάροι περνούσαν την είσοδο και πατούσαν το χαλίκι του κινηματογράφου.
Μόνο που έμειναν εκεί καρφωμένοι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, χωρίς να κάνουν ούτε ένα βήμα. Μέσα δεν υπήρχε ψυχή. Ερημιά.
- Τι κάνουμε, ρε; Ρώτησε ο Θεσσαλός, ο Φαρμακοποιός.
- Καθόμαστε! Απάντησε αποφασιστικά ο Μικροβιολόγος και
προχώρησε προς τις άδειες άσπρες πάνινες πολυθρόνες...
Δεν πέρασε πολύ ώρα, όταν καμιά δεκαριά κοντοκουρεμένα κεφάλια έσκυψαν πάνω τους, σχεδόν ακουμπώντας τα δικά τους.
- Τι κάνετε εδώ, ρε;
Ο Αθηναίος έβγαλε τα γυαλιά του κι άρχισε να τα σκουπίζει, ο Θεσσαλός κοίταξε τον Θεσσαλονικιό, αυτός έκανε να σηκωθεί από τη θέση του, αλλά τον πρόλαβε ο Κερκυραίος, ο Ακτινολόγος.
- Ήρθαμε ν’ ακούσουμε τη μουσική... είπε σχεδόν ψιθυριστά και με μισοκακόμοιρο ύφος.
- Ποιά μουσική ρε μαλάκες! Από πού είσαστε;
- Από το νοσοκομείο... απάντησε το ίδιο ψιθυριστά ο Κερκυραίος.
Ήταν η σειρά των αλφαδιάρηδων να κοιταχτούν με αμηχανία στην αρχή, με χαμόγελα ... κατανόησης στη συνέχεια.
- Ώστε οι νοσοκόμες ήρθαν για τη μουσική, ε; Μαζέψτε τα και τσακιστείτε από εδώ πριν σας πάμε σηκωτούς! - ήταν η κοφτή διαταγή, με τόνο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
Δεν χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα. Ένας ένας οι «νοσοκόμες» σηκώθηκαν, φόρεσαν τα πηλίκια και με όση αξιοπρέπεια επέτρεπαν οι συνθήκες τράβηξαν προς την έξοδο του κινηματογράφου, κι από κει στο δρόμο της επιστροφής για το νοσοκομείο.
Κατεβαίνοντας προς την πλατεία, στο απέναντι πεζοδρόμιο, στην είσοδο του βιβλιοπωλείου, μια παρέα πολιτών που κάπνιζαν και συζητούσαν, έστρεψαν το βλέμμα τους σ’ εμάς, στους κοντοκουρεμένους που ακόμη μας παρακολουθούσαν και κάτι είπαν…
Ανάμεσα τους ξεχώριζε ένας, πολύ ψηλός, τουλάχιστον ένα κεφάλι πάνω από τους άλλους, που όπως μας φάνηκε, έκανε ένα νεύμα, κάτι σαν χαιρετισμό προς το μέρος μας…
(Τον ψηλό εκείνης της παρέας έξω από το βιβλιοπωλείο της Κοζάνης, τον ξαναείδα από κοντά κι άκουσα επιτέλους τη μουσική του κάποιους μήνες αργότερα, πολίτης πλέον, στο θέατρο Παρκ της λεωφόρου Αλεξάνδρας, στην επιθεώρηση «’Ομορφη Πόλη», σε κείμενα Μποστ…)
* Το κείμενο γράφτηκε πριν πολλά χρόνια, δημοσιεύεται όμως τώρα για πρώτη φορά