Οριοθετήθηκε βάσει του πρωτοκόλλου του 1932 μεταξύ Ιταλίας-Τουρκίας. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα μετά τη λήξη του Β΄Παγκόσμιου πολέμου, με τη συνθήκη των Παρισίων (10-12-1947), οι Ιταλικές κτήσεις μεταβιβάστηκαν στην Ελλάδα.
Οι ευαισθητες περιοχές και «οι γείτονες face to face»!
Έχει παρατηρηθεί πως σε περιόδους Εθνικών κρίσεων, αυτοί που πραγματικά ανησυχούν περισσότερο από όλους τους Έλληνες πολίτες, είναι οι κάτοικοι των παραμεθόριων νησιών μας . Οι Μυτηληνιοί, οι Χιώτες, οι Οινουσιώτες, οι Σάμιοι, οι κάτοικοι της Κω, οι Καλύμνιοι, οι Ρόδιοι , οι Καστελλοριζιοί, αλλά και εκείνοι των πλησιέστερων μικρότερων νησιών μας. Εκτιμούμε πως κάτι ανάλλογο θα συμβαίνει και με τους κατοίκους των παραμεθόριων νησιών αλλά και όλων των παραλιακών πόλεων της Τουρκίας. Τους Ιμβριώτες, τους Τενέδιους, τους Σμυρνιούς, τους κατοίκους του Κουσάντασι ( της παλιάς Αλικαρνασού), του Μπόντρουμ ( της παλιάς Εφέσσου) καθώς και όλων των παραλιακών περιοχών της Μικράς Ασίας! Με λίγα λόγια, πάντα σ΄αυτές τις περιόδους κρίσης, την μεγαλύτερη ανησυχία την επωμίζονται εκείνοι που θα τους ονομάζαμε ’’ γείτονες face to face’’, δηλαδή τους κατοίκους των παραμεθόριων νησιών και παράκτιων περιοχών εκείθεν και εκείθεν.
Οι Εθνικές κρίσεις
Οι καταστάσεις Εθνικών κρίσεων, δυστυχώς δεν έχουν πάψει καθ΄όλη τη διάρκεια της τελευταίας τουλάχιστον 80ετίας, αν θεωρήσουμε ως κρισιμότερη ημερομηνία των Ελληνοτουρκικών σχέσεων τον Οκτώβριο του 1930 με την υπογραφή του Συμφώνου Ελληνοτουρκικής φιλίας στην Άγκυρα . Οι σημαντικότερες περίοδοι Εθνικών κρίσεων με την γείτονα, θεωρούμε πως υπήρξαν, τόσο το πογκρόμ των βανδαλισμών κατά των περιουσιών των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης τον Σεπτέμβριο του 1955, όσο βέβαια και η ανείπωτη τραγωδία της Κύπρου τον Ιούλιο του 1974. Αποτέλεσμα του προγκρόμ του ΄55 ήταν οι 100.000 Έλληνες που ζούσαν εκείνη την περίοδο στην Πόλη να συρρικνωθούν σταδιακά και σήμερα μόλις και μετά βίας να ξεπερνούν τις 2.000. Όμοια, η τραγωδία της Κύπρου έφερε την Τουρκική κατοχή στη Βόρεια Κύπρο και την (de facto) διχοτόμηση της Μεγαλονήσου. Από τις πιο πρόσφατες κρίσεις ήταν εκείνη του 1976 αλλά και του 1987 για τις έρευνες πετρελαίων στο Αιγαίο, όπως όμως και αυτή του 1996, με την αμφισβήτηση της Ελληνικής κυριαρχίας στη βραχονησίδα Ίμια απέναντι από την Κάλυμνο. Και στις τρείς αυτές περιπτώσεις η κατάσταση έφτασε στο σημείο των εκατέρωθεν απειλών για την κήρυξη πολέμου ανάμεσα στις δύο χώρες, που όμως τελικά και πραγματικά την τελευταία στιγμή, με τις σχετικές παρεμβάσεις κυρίως των Νατοϊκών εταίρων, αποφεύχθηκαν τα δυσμενέστερα.
Η ‘’εθνική ιδιότυπη ομηρία’’ και η αδιόρατη ανασφάλεια
Είναι ολοφάνερο λοιπόν πως οι δύο χώρες διαβιώνουν για μια 100ετία τουλάχιστον μια κατάσταση ’’ ιδιότυπης εθνικής ομηρίας’’, που εκφράζεται με την αίσθηση μιας αδιόρατης ανασφάλειας. Η ανασφάλεια αυτή κατά πρώτον, έχει άμεσες επιπτώσεις στη διαβίωση των πολιτών και των δύο χωρών, καθότι μεταφράζεται ετησίως σε πολλά δισεκατομμύρια ευρώ εθνικών δαπανών για τα εξοπλιστικά προγράμματα. Κατά δεύτερον αναγκάζει και τις δύο χώρες, να προσανατολίζουν την εξωτερική τους πολιτική κυρίως, όχι με γνώμονα το όφελος του λαού τους για την ανάπτυξη και την οικονομική και κοινωνική του ευημερία, αλλά για τις αμυντικές τους συμμαχίες και τη δυνατότητα προμηθειών οπλικών συστημάτων. Παράλληλα πολλές φορές καθίστανται όμηροι σε εθνικές επιλογές και υποχρεώσεις για αυτή τους την αναγκαιότητα. Ας μην ξεχνούμε για παράδειγμα το αδιέξοδο στο οποίο είχε φτάσει η χώρα μας με την προμήθεια των Ρώσικων πυραύλων S.300, και τους οποίους αφού μας απαγόρευσε το ΝΑΤΟ να τους εγκαταστήσουμε στη χώρα μας και αφού παρέμειναν επί σειρά ετών ανενεργά οπλικά συστήματα, εν τέλει εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο. Ανάλογη περιπέτεια είχε βέβαια και η Τουρκία με τους αντίστοιχους πυραύλους S.400 που προμηθεύτηκε από τη Ρωσία με τις απαγορεύσεις του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ.
Οι αμφίπλευρα, ΄΄ χαμένες εθνικές ευκαιρίες’’
Πέραν όμως του μεγάλου βραχνά των τεράστιων ποσών που είναι υποχρεωμένες οι δύο χώρες να δαπανούν ετησίως για τις αμυντικές τους δαπάνες, υπάρχει και μια μεγάλη γκάμα δραστηριοτήτων εμπορικής, επιχειρηματικής, πολιτιστικής, μορφωτικής, αλλά και τουριστικής φύσης που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν ανάμεσα στις δύο χώρες και που τώρα είναι σχεδόν νεκρές. Οι δραστηριότητες αυτές, οι οποίες θα μπορούσαν να αφορούν τόσο τον δημόσιο, όσο και τον ιδιωτικό τομέα και στις δύο χώρες, μέσα στα πλαίσια της ‘’καλής γειτονίας ‘’ των δύο χωρών θα μπορούσαν να έχουν μεγάλη ανάπτυξη και επομένως εξ ίσου μεγάλη συμβολή στο κοινωνικο - οικονομικό γίγνεσθαι των δύο χωρών. Δύο είναι τα κομβικά σημεία που συνηγορούν στα πολλά οφέλη που θα μπορούσαν να προκύψουν για τις δύο χώρες. Για όσον αφορά τη χώρα μας, το ενδιαφέρον κομβικό σημείο είναι η τεράστια αγορά που ανοίγεται με τα 85 εκατομμύρια των κατοίκων της γείτονος. Επίσης, όσον αφορά την Τουρκία, το αντίστοιχο κομβικό σημείο, είναι το ότι θα μπορούσε να επωφεληθεί από το Ευρωπαϊκό επίπεδο της Ελλάδας σε ότι αφορά την παιδεία, την υγεία, την αξιοποίηση των πολιτιστικών αγαθών, την ανάπτυξη των τουριστικών εκμεταλεύσεων, καθώς και στα άλλα πεδία όπου η χώρα μας βρίσκεται σε ανώτερη θέση. Σε όλα αυτά τα αντικείμενα η χώρα μας ευχαρίστως θα διέθετε τις δυνατότητες της με μεταφορά στην Τουρκία, υψηλού επιπέδου τεχνογνωσίας στα πλαίσια της καλής γειτονίας. Ολόκληρο αυτό το φάσμα των δραστηριοτήτων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και για τις δύο χώρες ως ‘’ οι χαμένες εθνικές ευκαιρίες’’ .
Η αναγκαιότητα για μια ουσιαστική Ειρηνευτική συμφωνία
Όλα λοιπόν τα παραπάνω συνηγορούν για την ανάγκη να υπάρξει μια ‘’Άνοιξη’’ στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, που θα σηματοδοτούσε μια νέα αρχή αρμόζουσα στις προόδους των επιστημών και της υπερσύγχρονης τεχνολογίας. Μια ΄΄Άνοιξη’’ που θα ταίριαζε στην εποχή της ‘’Digital πραγματικότητας’’ και ‘’των εφαρμογών της Τεχνητής Νοημοσύνης’’. Είναι γνωστό πως οι Αραβοϊσραηλινές διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην υπογραφή των ‘’Συμφωνιών του Αβραάμ’’, στις 15 Σεπτεμβρίου 2020, στέφθηκαν με επιτυχία όταν το Ισραήλ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) και το Μπαχρέιν υπέγραψαν τις Συμφωνίες αυτές στο Λευκό Οίκο, στην Ουάσιγκτον. Ακολούθησε το Μαρόκο τον Δεκέμβριο του 2020. Με βάση τις συμφωνίες αυτές, προχώρησε η συνεργασία των χωρών αυτών σε μια σειρά από θέματα, όπως ενέργειας, περιβαλλοντικά, τουρισμού, εμπορίου αλλά και πολιτισμού. Δυστυχώς οι συμφωνίες αυτές , δεν κατέστη δυνατόν να υπογραφούν και από άλλες αραβικές χώρες που πιθανόν να αποτελούσαν ένα ισχυρό ανάχωμα για τη νέα ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή. Εκτιμούμε λοιπόν πως κατά μια νοερή αντιστοιχία, οι ‘’Συμφωνίες του Ομήρου’’ θα μπορούσαν να αποτελέσουν το έναυσμα για μια πολύ ισχυρή προσέγγιση μεταξύ των δύο λαών. Των Ελλήνων και των Τούρκων.
Δήμαρχοι ως οι διαπιστευτές της ειρήνης
Ωστόσο είναι από όλους παραδεκτό πως, οι πολίτες που θίγονται περισσότερο από τις πράγματι ’’παγωμένες’’ σχέσεις των δύο χωρών, είναι εκείνοι που στην αρχή της αναφοράς μας ονομάσαμε ως οι ’’ γείτονες face to face’’. Συνεκτιμώντας λοιπόν όλα τα παραπάνω και θεωρώντας ότι θα μπορούσαν και οι κοινωνίες των πολιτών να συμβάλουν στην διευθέτηση αυτού του κορυφαίου θέματος, δηλαδή της ουσιαστικής ειρήνευσης, τολμούμε να προχωρήσουμε σε μια ρηξικέλευθη πρόταση. Απευθύνουμε ανοικτή επιστολή προς τους εκπροσώπους των τοπικών κοινωνιών των πολιτών που χαρακτηρίζονται ως οι ’’ γείτονες face to face’’. Η πρότασή μας είναι, να συγκροτηθεί μια μεικτή επιτροπή από τους εκλεγμένους Δημάρχους των 5 μεγαλύτερων παραμεθόριων νησιών της Ελλάδας όσο και των ανάλογων 5 μεγαλύτερων πόλεων της παράκτιας Τουρκίας. Στους δημάρχους από πλευράς της Ελλάδας προτείνεται να συμπεριλαμβάνονται : Οι δήμαρχοι Αθήνας και Θεσσαλονίκης καθώς και οι αντίστοιχοι της Μυτιλήνης, της Χίου, της Κω της Σάμου και της Καλύμνου. Όμοια στους δημάρχους από πλευράς Τουρκίας θα συμπεριλαμβάνονται: Oι δήμαρχοι Κωνσταντινούπολης και Σμύρνης καθώς και οι αντίστοιχοι του Μπόντρουμ, του Κουσάντασι, του Αϊδινίου, της Μαρμαρίδας και της Φετίγιε. Και βέβαια όμως εάν κάποιος δήμαρχος προσωπικά δεν προτίθεται λόγω πολιτικής τοποθέτησης να συμμετέχει σε αυτή τη κορυφαία πρωτοβουλία, θα μπορεί να αντικατασταθεί από άλλον, κάποιου όμορου νησιού ή όμορης πόλης. Η επιτροπή αυτή που θα συγκροτηθεί από τους 14 Δημάρχους που θα μπορούσαν να βαφτιστούν ως οι ‘’ Ομηρικοί πρεσβευτές της ειρήνης ’’ , θα έχει σαν αποστολή να δημιουργήσει μια ισχυρή δυναμική για το θέμα της υπογραφής μιας ουσιαστικής ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών.
Ο Οδικός χάρτης
Η επιτροπή αυτή των ‘’Ομηρικών πρεσβευτών της ειρήνης’’, που θα μπορούσε να ονομασθεί και ως το ‘’Ομηρικό Συμβούλιο Δημάρχων’’ θα θεσμοθετήσει με την ίδρυσή της, την λειτουργία της δίδοντας κατ΄αρχάς στη δημοσιότητα ένα μανιφέστο των προθέσεών και του ρόλου της, και συγχρόνως θα ζητήσει από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ να ορίσει ως μόνιμο μέλος της ένα εκπρόσωπό του, ο οποίος θα λειτουργεί και ως ο επιτετραμμένος του Γενικού Γραμματέα όπως στις περιπτώσεις των ειρηνευτικών αποστολών και διαδικασιών. Για περισσότερη ευέλικτη λειτουργία της η επιτροπή θα ορίσει τη Μόνιμή της Γραμματεία αποτελούμενη από 2 μέλη ανά Εθνική ομάδα. Ως έδρες της επιτροπής θα οριστούν δύο πόλεις, η Θεσσαλονίκη και η Σμύρνη αντίστοιχα με μόνιμες υπηρεσιακές εγκαταστάσεις. Η προεδρεύουσα πόλη θα εναλλάσσεται ανά εξάμηνο από την άλλη, όπου και θα συνέρχονται οι 6μηνιαίες μόνιμες ολομέλειες. Όμως θα μπορούν να πραγματοποιούνται και ενδιάμεσες εντός του 6μήνου σύνοδοι κατόπιν απόφασης της μόνιμης γραμματείας. Η θεματολογία των συζητήσεων θα καθορίζεται από την Μόνιμη Γραμματεία, κατόπιν των προτάσεων που δύνανται να καταθέτουν τα μέλη. Οι αποφάσεις της επιτροπής θα δημοσιοποιούνται τόσο κατά τις εξαμηνιαίες συνόδους της, όσο βέβαια και των τυχόν έκτακτων .
Ρόλος και Σκοπός
Σαφέστατα ο ρόλος της επιτροπής θα είναι συμβουλευτικός τόσο για τις ηγεσίες των δύο χωρών όσο βέβαια και για τους ίδιους τους πολίτες τους. Βέβαια σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούν να υποκαθιστούν τις βουλήσεις των εκάστοτε Υπουργών Εξωτερικών τους. Απώτερος σκοπός της επιτροπής θα είναι η διαρκής της προσπάθεια, για την οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο λαών. Θεωρούμε μάλιστα ότι αφού οι αποφάσεις της λαμβάνονται σε επίπεδο που είναι εγγύτερο στους πολίτες, αφού είναι των οικείων τους Δημάρχων, θα είναι πειστικότερες προς αυτούς. Έτσι λοιπόν θα πληρείται και η «αρχή της εγγύτητας» που αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις η διατάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.