Σε ένα ξέσπασμα που είναι του χαρακτήρα του αλλά που δεν παύει να εντυπωσιάζει λόγω της έντασης και του αντικειμένου του, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jean Claude Juncker χαρακτήρισε την προηγούμενη εβδομάδα, και μάλιστα επανειλημμένα, «γελοίο» το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αφορμή ήταν η πολύ μικρή συμμετοχή ευρωβουλευτών στη συζήτηση – αποτίμηση της Ολομέλειας για τα πεπραγμένα της Μαλτέζικης Προεδρίας. Ο Ιταλός Πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου διαμαρτυρήθηκε «θεσμικά», ο «τιμώμενος» Μαλτέζος Πρωθυπουργός χαμογέλασε, λίγοι από τους λίγους παρευρισκόμενους ευρωβουλευτές χειροκρότησαν (ίσως ειρωνικά), οι υπόλοιποι πληροφορήθηκαν το συμβάν από τις ειδήσεις (και μάλλον σήκωσαν τους ώμους), ενώ την επόμενη ημέρα το Ευρωκοινοβούλιο εξέδωσε μια μακροσκελέστατη «απάντηση» (που μάλλον χειροτέρεψε τη θέση του).
Θα ήταν μια τέλεια ευρωπαϊκή καταιγίδα εν ποτηρίω… εάν κάτω από την επιφάνεια δεν κρύβονταν πραγματικά ζητήματα σχέσεων, λειτουργίας και αποτελεσματικότητας των ενωσιακών θεσμών.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής έχει δίκιο σε δύο τουλάχιστον πράγματα: στο ότι άφησε κατά μέρος την πολιτικώς ορθή γλώσσα και στο ότι συνέδεσε τη μικρή συμμετοχή με το γεγονός ότι στο βήμα για την ανάλυση της Προεδρίας του βρισκόταν ο κύριος Muscat και όχι η κυρία Merkel ή ο κύριος Macron. Πράγματι, κάποιος έπρεπε, έστω και δίκην παιδιού, να τολμήσει να πει ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός. Και πράγματι το κλείσιμο μιας εξάμηνης προεδρίας, οποιασδήποτε χώρας, θα έπρεπε να αποτελεί θεσμικό γεγονός που να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον, και πάντως την παρουσία, όλων των ευρωβουλευτών. Όμως ο Juncker πιστεύω πως διάλεξε λάθος αντικείμενο διαφωνίας, λάθος στόχο και λάθος στιγμή –κι έτσι αδυνάτισε, ή κατέστησε απλώς γραφική, την ουσία του ξεσπάσματός του.
Το βασικό πρόβλημα δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, το λειτουργικό. Είναι αλήθεια ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν είναι σχεδιασμένο ούτε λειτουργεί ως «χώρος συλλογικής συζήτησης» (talking Parliament), όπως ορισμένα εθνικά Κοινοβούλια με προεξάρχον το βρετανικό (για το λουξεμβουργιανό θα σας γελάσω). Οι συνεδριάσεις της Ολομέλειας σπάνια αποτελούν τις μεγάλες στιγμές του –με εξαίρεση τις ομιλίες ορισμένων προσκεκλημένων προσωπικοτήτων, συνήθως αλλά όχι πάντα πολιτικών (η δική μου πιο έντονη ανάμνηση είναι από την παρουσία της μόλις απελευθερωθείσας από τους απαγωγείς της Ινγκριντ Μπετανκούρ) και σπάνιες «προ ημερησίας» συζητήσεις για θέματα της επικαιρότητας (θυμάμαι με συγκίνηση την ολοκλήρωση της απόφασης για το πρόγραμμα «20-20-20» καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής).
Η μπλε αίθουσα του Στρασβούργου γεμίζει μόνο για τις ψηφοφορίες (γιατί εκεί κυρίως αποτυπώνεται η παρουσία κάθε ευρωβουλευτή), ενώ είναι εντελώς άδεια (οι 30 γενναίοι του κυρίου Muscat θα αποτελούσαν πρωτοφανές ρεκόρ) όταν μιλούν οι ευρωβουλευτές επί των θεμάτων της κοινοβουλευτικής ατζέντας –κάτι που ισχύει και για όλα σχεδόν τα εθνικά κοινοβούλια. Είναι επίσης αλήθεια ότι η βασική δουλειά γίνεται στις Επιτροπές (εκεί οι πλήρεις απουσίες είναι πιο σπάνιες, όχι όμως το μπες-βγες των μελών) και στις πολιτικές ομάδες: η γκάμα των θεμάτων είναι πολύ ευρύτερη, η συζήτηση πιο ουσιαστική, καθώς βγαίνουν οι θέσεις που η ομάδα θα υποστηρίξει στις ψηφοφορίες, ενώ «σπάει» κάπως η πολύ σκληρή ιεραρχία κρατών και προσώπων που χαρακτηρίζει γενικώς τις εργασίες του Ευρωκοινοβουλίου (αν και, επί εποχής μου, ο Πρόεδρος Σουλτς φρόντιζε τακτικά να θυμίζει στον καθένα την πραγματική θέση του).
Επίσης σημαντικές –και ανάλογες με το ταμπεραμέντο του κάθε ευρωβουλευτή- είναι και οι επίσημες ή άτυπες συναντήσεις πολιτικής ή κοινωνικής φύσεως, η πυκνότητα και η ιεράρχηση τους πάντως δείχνει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ο καθένας την αποστολή του. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που δεν ισχύει είναι ότι η εκτός Ολομέλειας εργασία των ευρωβουλευτών είναι τέτοια και τόση που να μην επιτρέπει την παρουσία στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας: η στάση έναντι της συζήτησης για τη Μαλτέζικη Προεδρία ήταν προϊόν επιλογής, αποτελούσε δηλαδή στάση πολιτική. Οι ευρωβουλευτές δεν προσήλθαν (ενώ το έκαναν μαζικά, την ίδια μέρα, για την τελετή στη μνήμη της Σιμόν Βειλ), γιατί είχαν τη δυνατότητα να μην προσέλθουν και επέλεξαν να μην προσέλθουν.
Ας έλθουμε λοιπόν στη λέξη – κλειδί: πολιτική. Ο τρόπος που εκτελούν τα καθήκοντα τους οι ευρωβουλευτές –πέρα, το ξαναλέω, από την προσωπική αντίληψη του καθενός για το ρόλο και την αποστολή του- σχετίζεται άμεσα με τρία βασικά χαρακτηριστικά της θέσης που κατέχει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μέσα στο ενωσιακό οικοδόμημα: την υστέρησή του στο πεδίο των αποφάσεων, παρά τα μεγάλα βήματα που έχουν γίνει, τη δυσαρμονία στη σχέση του με τους άλλους θεσμούς, και ιδίως την Επιτροπή, το μέτριο και κυρίως εξαιρετικά ανομοιογενές ανθρώπινο δυναμικό του.
Μεριά απτά παραδείγματα για όλα τα παραπάνω: σε εποχή Brexit και Trump, με την Ευρώπη και τον κόσμο να βρίσκονται μπροστά σε μεγάλη πιθανότητα να γυρίσουν ανάποδα, οι τρεις τελευταίες κυλιόμενες προεδρίες που τυπικά διαχειρίζονται αν όχι τις τύχες, πάντως τις προτεραιότητες, της Ευρώπης ήταν η λετονική, η μαλτέζικη και τώρα η εσθονική. Τη στιγμή που είναι στον αέρα η ενότητα της Ένωσης, που εγκαταλείφθηκε από τη μεγαλύτερη δύναμη του πλανήτη ο κοινός αγώνας κατά της κλιματικής αλλαγής και που αναζωπυρώθηκε, με επίκεντρο την κορεατική χερσόνησο, η πυρηνική απειλή, η συζήτηση για την πρόοδο της τραπεζικής ένωσης επί μαλτέζικης προεδρίας και για την ενίσχυση της ψηφιακής ένωσης επί εσθονικής, έχει πράγματι κάτι στο σουρεαλιστικό. Το Ευρωκοινοβούλιο συζήτησε, αλλά δεν συμμετείχε, στις αποφάσεις για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, δεν έχει εκ των πραγμάτων παρά μόνο «συμβουλευτικό» λόγο στα μεγάλα ζητήματα εξωτερικής και διεθνούς πολιτικής, αγωνιά αλλά δεν μπορεί να επηρεάσει τη μεταναστευτική κρίση.
Η προσπάθεια να γίνει πολιτικότερο και αιχμηρότερο προσκρούει σε θεσμικά και εθνικά εμπόδια και σε ριζωμένες συνήθειες –ανάμεσα στις οποίες η πιο βαθιά, και η πιο πανανθρώπινη, είναι η συνήθεια της μη αλλαγής. Η εισαγωγή, με πρωτοβουλία της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων της οποία ήμουν μέλος, τεχνικών «αμεσότερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» (όπως η δυνατότητα απευθείας αντιπαράθεσης με κάποιον ομιλητή με το σήκωμα κάρτας), είναι πολύ ασθενής μπροστά στην πραγματικότητα των θεσμών. Το Συμβούλιο κυρίως, αλλά και η Επιτροπή, η καχυποψία της οποίας διαρκώς μεγαλώνει, παρόλο που θα έπρεπε να ευχαριστεί το Ευρωκοινοβούλιο τόσο για την έκπτωση της Επιτροπής Σαντέρ όσο και για την πιο άμεση εκλογή του προέδρου Juncker, αντιμετωπίζουν το Ευρωκοινοβούλιο ως αναγκαίο κακό, ενώπιον του οποίου κάνουμε μια τυπική ενημέρωση και μετά ξαναπάμε στις πολύ σημαντικότερες δουλειές μας. Το πρόβλημα μεγεθύνει η έλλειψη ατομικών μεγεθών που να μπορούν με την προσωπικότητα και το λόγο τους να συμβολίσουν τη σημασία του Κοινοβουλίου έστω ως πολιτικής συνείδησης της Ενωμένης Ευρώπης: όταν, τη στιγμή που μιλάμε, στα ανώτατα αξιώματα έχουν εκλεγεί οι συγκεκριμένοι δύο Ιταλοί (Πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου και επικεφαλής της σοσιαλιστικής ομάδας) και ο συγκεκριμένος Γερμανός (επικεφαλής της κεντροδεξιάς ομάδας), τα λόγια, για όσους γνωρίζουν την ποιότητα των εν λόγω προσώπων, περιττεύουν.
Συνεπώς, αγαπητέ Πρόεδρε Juncker –που εσείς ασφαλώς δεν ανήκετε σε εκείνους που δεν πονάνε ή δεν μπορούν να βρουν τα λόγια για την Ευρώπη- το Ευρωκοινοβούλιο δεν είναι γελοίο –είναι απλώς προϊόν του τρόπου που πορεύεται η Ένωση και της εποχής του. Και τα απαραίτητα μεγάλα άλματα –υπερεθνικές λίστες υποψηφίων, έλξη σημαντικών προσωπικοτήτων, πολιτικοποίηση συζήτησης και διαδικασίας, πλησίασμα στα κοινωνικά σώματα- κάθε άλλο παρά προωθούνται με αφορισμούς ή με υπερβολικές αβρότητες, όπως αυτές που, μεταξύ άλλων, επιδαψιλεύετε στον ήκιστα Ευρωπαίο Πρωθυπουργό μας.