Οι εκτιμήσεις για την επίδραση που θα έχουν στη Ρωσία και το καθεστώς Πούτιν ενδεχόμενες ευρωπαϊκές κυρώσεις, διίστανται. Ορισμένοι νεοσυντηρητικοί κύκλοι των ΗΠΑ και της Βρετανίας θεωρούν ότι μεσοπρόθεσμα το καθεστώς δεν θα αντέξει και παρά τα υψηλά (320 δισ. δολ. περίπου) συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας, θα καταρρεύσει. Περισσότεροι και πιο νηφάλιοι, εκτιμούν ότι η ρωσική οικονομία θα υποστεί μεν κόστος αλλά, αντιθέτως, αντί να αποδυναμωθεί, θα ενισχυθεί το καθεστώς Πούτιν, θα επεκταθεί η εξουσία του στη ρωσική οικονομία και, μάλιστα, στους πιο σύγχρονους τομείς της, όπως ο χρηματοπιστωτικός. Ηδη, οι επιβληθείσες αμερικανικές κυρώσεις αντιμετωπίζονται με μεγάλο σκεπτικισμό: «Με την πολιτική των κυρώσεων, όχι μόνο χάνουμε τη μάχη αλλά κάνουμε πολύ πιο δύσκολο να κερδίσουμε τον πόλεμο» (C. Gaddy και B. Ickes, Brookings Institution).
Στις σχετικές συζητήσεις, η Ρωσία θεωρείται ως απομονωμένη. Δεν είναι ακριβές. Πέραν της Ευρασιατικής Οικονομικής Ενωσης που υπέγραψαν Ρωσία, Λευκορωσία και Καζαχστάν φέτος, στις 25 Μαΐου, υπάρχει μια μεγάλη δύναμη που παρακολουθεί ενεργά τις εξελίξεις και προσφέρει στη Ρωσία μια νέα ισχυρή συμμαχία: Η Κίνα. Της ουκρανικής κρίσης σοβούσης, στις 20 Μαΐου, η Gazprom και η κινεζική CNPC υπέγραψαν 30ετή συμφωνία μαμούθ, 400 δισ. δολ., για την προμήθεια της Κίνας με 38 δισ. κυβικά μέτρα φυσικό αέριο ετησίως και για την κατασκευή αγωγού, αξίας 75 δισ. δολ., που θα μεταφέρει αυτό το φυσικό αέριο. Στις 16 Ιουλίου, Κίνα, Ρωσία, Ινδία, Βραζιλία και Ν. Αφρική έκαναν ένα τεράστιο βήμα: Αποφάσισαν να συγκροτήσουν τη «Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα», με αρχικό κεφάλαιο 50 δισ. δολ. και με δεξαμενή συναλλαγματικών αποθεμάτων 100 δισ. δολ. Τα περί απομόνωσης, είναι ολίγον «θεωρητικά».
Η Κίνα θέλει να διασφαλίσει επάρκεια και, κυρίως την ασφάλεια των ενεργειακών πόρων – πέραν της διέλευσης μέσω στενών της Malacca. Ετσι, το 2007, συμφώνησε με τη Μιανμάρ να εισάγει μέσω αγωγών φυσικό αέριο και πετρέλαιο στην επαρχία Γινάν, το 2009 συμφώνησε με το Καζαχστάν να εισάγει μέσω αγωγού 400 χιλ. βαρέλια πετρέλαιο ημερησίως στην επαρχία Ξιγιάνγκ και, το ίδιο έτος, συμφώνησε με το Τουρκμενιστάν και το Ουζμπεκιστάν να της στέλνουν, με αγωγό μέσω Καζαχστάν, 3,8 δισ. κυβ. πόδια φυσικό αέριο ημερησίως. Δεδομένου ότι η πρόσφατη συμφωνία με τη Ρωσία καρκινοβατούσε επί πολλά έτη, λέγεται ότι η Κίνα ήταν η πρώτη κερδισμένη από την κρίση και τα επαπειλούμενα εμπάργκο στη Ρωσία. Το ερώτημα είναι ποιος μπορεί να καταστεί ο πρώτος μεγάλος χαμένος. Απαντώντας, αρκετοί δείχνουν την Ευρώπη.
Η κρίση είναι στο έδαφός της και τη βρίσκει αποδυναμωμένη από την κρίση. Εχει στενές οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία, πέραν της ενέργειας είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της (το 41% του εξωτερικού εμπορίου της Ρωσίας) και εξαρχής είδε με απροθυμία το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων – τόσο, που στις αρχές του έτους η κ. V. Nuland, είχε εκστομίσει το περιβόητο «fuck European Union!». Ακόμα και ο Ολλανδός ηγέτης της πολυεθνικής Philips, κ. Van Houten, ζήτησε να μην υπάρξουν βιαστικές αποφάσεις για κυρώσεις πριν από την πλήρη διαλεύκανση όλων των γεγονότων. Και βεβαίως, κρίσιμη θα είναι η θέση της καγκελαρίου Α. Μέρκελ. Η Γερμανία κάνει 38 δισ. ευρώ εξαγωγές στη Ρωσία (τις μεγαλύτερες όλων των Ευρωπαίων) και οι επενδύσεις των εταιρειών της είναι 10πλάσιες από κάθε άλλης χώρας. Ανευ Γερμανίας, ουδέν.
Αλλά η απειλή είναι ευρύτερη και με μεγάλο βάθος. Είναι η απειλή της επιστροφής της Ευρώπης στο κλίμα του Ψυχρού Πολέμου. Πρώτη και άμεση συνέπεια θα ήταν μια νέα κούρσα εξοπλισμών. Ισως αυτό θεωρείται ευλογία από τα «Tea Parties» των ΗΠΑ, δοθέντος ότι (α) αμερικανικές είναι οι μακράν ισχυρότερες εταιρείες πολεμικού υλικού, αυτές θα κερδίσουν, και (β) ότι, έχοντας χάσει την πρωτοκαθεδρία στην παραγωγικότητα της βιομηχανίας, η αμερικανική οικονομία (λιγότερο η βρετανική…) με μια νέα κούρσα εξοπλισμών θα προσέβλεπε σε μια αναζωογόνηση. Εκεί κρύβονται τα βρώμικα συμφέροντα που πιέζουν τον πρόεδρο Ομπάμα προς ακραίες ενέργειες.
Η μεγάλη χαμένη θα ήταν η Ευρωπαϊκή Ενωση, με τρόπο άμεσο και απολύτως απτό. Γιατί (α) μια κούρσα εξοπλισμών θα επιβάλει αύξηση των πολεμικών δαπανών, μεγαλύτερες περικοπές των εισοδημάτων και των κοινωνικών δαπανών και (β) γιατί το κλίμα της απίστευτης αβεβαιότητας και ανασφάλειας που θα πλάκωνε τη Γηραιά ήπειρο, όχι μόνο θα εξοβέλιζε την ιδέα της ανάκαμψης αλλά θα έδιωχνε ακόμα και τις σκέψεις για ιδιωτικές επενδύσεις σε αυτήν. Με συνέπεια, οι ενισχυμένες (λόγω της τρέχουσας κρίσης) τάσεις διάλυσης της Ενωσης, να τύχουν μιας απροσδόκητης και εξαιρετικά ισχυρής ώθησης. Η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν μπορεί να επιβιώσει σε κλίμα Ψυχρού Πολέμου. Ζήτημα αυτοσυντήρησής της είναι, να μην επιτρέψει την εισβολή του στην επικράτειά της.